ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Ο καθένας για τον εαυτούλη του…

Ο καθένας για τον εαυτούλη του…

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

 

Το αυτοκίνητο, ένα μπλε φορντ, όχι πολύ παλιό, αλλά όχι και τελευταίο μοντέλο, ήταν σταματημένο καταμεσής του παραλιακού δρόμου στο λιμάνι του Πειραιά.  Δίπλα του ένα ταξί, επίσης παρκαρισμένο πίσω από μία ατέλειωτη σειρά από όμοια σταματημένα ταξί που ανέμεναν πελάτη…

Το λεωφορείο σταμάτησε. Δεν το έπαιρνε να περάσει.

Στο πεζοδρόμιο, δίπλα από το σταματημένο ΙΧ, ένας νεαρός, αγέρωχος, ευθυτενής και μάλλον ωραίος, έτρωγε με την άνεσή του την τυρόπιττα που μόλις είχε αγοράσει από παρακείμενο φαγάδικο.

Τα φαγάδικα, και τα «αγοράζω χρυσό» έχουν γίνει περισσότερα από τα φαρμακεία και από τους φούρνους στην Αθήνα, στον Πειραιά και στα περίχωρα. Μέχρι στα Δερβενοχώρια έχουν σκαρφαλώσει! Α, ναι. Και οι πιάτσες ταξί. Τις μακραίνουν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Με την κρίση, ποιος τα πλησιάζει;

Ο οδηγός του λεωφορείου πάτησε πάλι την κόρνα. Διακεκομμένα στην αρχή, παρατεταμένα στη συνέχεια καθώς κανένας οδηγός δεν εμφανίζονταν να πάρει το σταματημένο και μάλιστα λοξά προς το πεζοδρόμιο, αυτοκίνητο μάρκας Φόρντ.

Το οποίο τώρα, επειδή είχε προχωρήσει δύο θέσεις το ταξί που στέκονταν δίπλα του, είχε απομείνει κυριολεκτικά στη μέση του δρόμου.

Ο οδηγός του λεωφορείου, συνέχιζε να κορνάρει. «Μα καλά, μπίτι γαϊδούρια είναι;» μονολόγησε αλλά τόσο δυνατά ώστε να προκαλέσει την απάντηση του αναμένοντος όρθιου για να κατεβεί στην στάση, επιβάτη.

-«Δε βαριέσαι, ο κάθε ένας τον εαυτούλη του κοιτάζει μόνον» σιγοψιθύρισε, μάλλον σαν να μην ήθελε να ακουστεί αυτό που είπε.

Το αυτί, όμως, του οδηγού του λεωφορείου το έπιασε.
-Ναι, ναι, απάντησε. Κανονικά γαϊδούρια, φίλε μου!

-Καλά υπάρχουν ακόμη γαϊδούρια στην Αθήνα μαμά, ρώτησε απορημένος ο μικρούλης που καθότανε μαζί με την μητέρα του στο πρώτο κάθισμα και άκουσε τον οδηγό του λεωφορείου.

-Σουτ παιδάκι μου, δεν είναι σωστό να μιλάς έτσι, προσπάθησε να το νουθετήσει η μαμά.

-Βρε γαϊδούρι, που είσαι να πάρεις το ρημάδι σου; επέμενε ο οδηγός του λεωφορείου κορνάροντας. Πλέον τα είχε πάρει κανονικά στο κρανίο, όπως λένε σήμερα οι νεαροί μας.

-Που είσαι βρε; Και ‘δως του να βαράει αλύπητα την κόρνα.

-Στάματα χριστιανέ μου μας κούφανες! Τον αποπήρε ένα άλλος επιβάτης.

-Εγώ μπάρμπα; Απόρησε (κιόλας!) ο οδηγός.

«Μπαρμπαριά,» αντέτεινε ο επιβάτης.

Ω του θαύματος! Ο αγέρωχος νεαρός που στέκονταν στο πεζοδρόμιο, είχε τελειώσει την τυρόπιττά του. Πέταξε το χαρτί κάτω, με την ανάστροφη παλάμη σκούπισε μια-δυο φορές  τα χείλη του και κατεβαίνοντας από το πεζοδρόμιο περπάτησε και …μπήκε στο λοξοπαρκαρισμένο Φορντ!!!

Τρελάθηκε ο οδηγός του λεωφορείου μόλις τον είδε να μπαίνει στο αυτοκίνητο. Άρχισε να χειρονομεί και να φωνάζει:

-Γαϊδούρι, εσύ ήσουνα βρε και δεν έπαιρνες τόση ώρα το ρημάδι σου βρε μ@λ@κ@ που πιάστηκε το χέρι μου να κορνάρω και σένα δεν ίδρωσε τ αυτί σου, μ@λ@κ@ ε, μ@λ@κ@!..

Ο αγέρωχος νεαρός, γύρισε λίγο λοξά το κεφάλι, κοίταξε με την άκρη του ματιού του τον οδηγό του λεωφορείου, ανασήκωσε λίγο τον αριστερό του ώμο σαν να έλεγε: αϊ παράτα μας, μπήκε στο ΙΧ, άναψε τη μηχανή και έφυγε.

Ο Οδηγός του λεωφορείου στράφηκε στο αναμένοντα όρθιο, για να κατέβει, επιβάτη:

-Είδες γαϊδουριά κύριε; Έτρωγε την τυρόπιτά του ο κύριος και δεν μας έδινε σημασία! Και είχε σταματήσει στη μέση του δρόμου το αυτοκίνητό του!

Ο αναμένων όρθιος για να αποβιβαστεί επιβάτης, κινώντας τη δεξιά του παλάμη κυκλικά σαν να έλεγε, έλα τελείωνε τώρα, ετοιμάστηκε να κατεβεί από το λεωφορείο που πλέον είχε φτάσει στην μακαρία στάση!

«Ο καθένας για τον εαυτούλη του», μονολόγησε ξανά, και βγήκε από το λεωφορείο…