Όταν η ομογένεια βοηθούσε οργανωμένα την Ελλάδα

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Επειδή η Ιστορία διδάσκει,  ενώ ο χρόνος παράγει στρατηγική, η αναπόληση του παρελθόντος αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τον ελληνισμό την ώρα που η οικονομική κρίση τα τελευταία χρόνια μαστίζει την Ελλάδα, γεγονός που εξ ορισμού όφειλε να έχει κινητοποίσει υποστηρικτικά απ΄ άκρου σε άκρο την ομογένεια, όπως ακριβώς έγινε τον Οκτώβρη του 1940.

Βέβαια οι εποχές δεν είναι ίδιες. Ούτε οι άνθρωποι. Αναλιώτα παραμένουν, όμως, τα βαθύτερα συναισθήματα των Αποδήμων για την πρώτη πατρίδα, παρά τα παρατηρούμενα εδώ και κει δείγματα μιάς -περισσότερο από αίσθημα συγκυριακής απογοήτευσης- επιφανειακής αποστασιοποίησης κάποιων, ευτυχώς ολίγων, ομογενών.

Παρά ταύτα, η κινητοποίηση και το ενδιαφέρον της ομογένειας, σε όλες τις χώρες εγκατάστασης, για την γενέτειρα, εκδηλώνεται και σήμερα με χίλιους και έναν τρόπους. Εκείνο που λείπει είναι η οργανωμένη, καλά μεθοδευμένη και ενιαία προσπάθεια συμπαράστασης. Αυτή που θα έδινε τον προσήκοντα όγκο στην βοήθεια που τώρα “χάνεται” επιμεριζόμενη σε δεκάδες πατριωτικές προσπάθειες ατόμων και ομογενειακών φορέων.

Είναι γι αυτό χρήσιμο, πιστεύουμε, μια και η μέρα έτσι κι αλλιώς το καλεί, να ανατρέξουμε στα πραγματικά περιστατικά του Οκτώβρη του 1940 αποτείοντας οφειλόμενο φορό τιμής σε κείνους που θυσιάστηκαν για να υπάρξει ελεύθερη η Ελλάδα, σε κείνους που προσέτρεξαν για να διαφυλαχθεί η ιδέα του ελληνισμού και σε κείνους που πρόσφεραν για να εξέλθει  αναγεννημένη από τις καταστροφές του πολέμου.

Πηγή πολύτιμη το βιβλίο του Μπάμπη Μαρκέτου “Οι Ελληνοαμερικανοί” που σε συνέχειες έχει ήδη δημοσιεύσει η Panhellenic Post. Ζούμε, μέσα από την γλαφυρή γραφίδα του εκδότη της ομογένειας, τις προσπάθειες, τις αγωνίες και τις μεθοδεύσεις των Αποδήμων για να συντρέξουν την πατρίδα στις δύσκολες εκείνες στιγμές.

Σταχυλογώντας από το βιβλίο του Μπάμπη Μαρκέτου “Οι Ελληνοαμερικανοί- Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των ΗΠΑ” -Εκδόσεις Παπαζήση-  που εκδόθηκε από το Τμήμα ιστορικής Μελέτης του Παντείου Πανεπιστημίου, συνοψίζονται ως ακολούθως οι αναφορές στο 1940, που έχουν και την αξία της ιστορικής καταγραφής αφού ο εκλειπών έζησε από κοντά τα γεγονότα εκείνα.

Παρατίθενται τα σχετικά αποσπάσματα του βιβλίου:

Στις 28 Οκτωβρίου 1940, η ιταλική φασιστική κυβέρνησις του Μουσολίνι εξαπέλυσε την κατακτητική της επίθεσι εναν­τίον της Ελλάδος. Και τότε, μπροστά στα κατάπληκτα μάτια   μιας   ανθρωπότητος   που   είχε   συνηθίσει   να   παρακολουθή την μια μετά την άλλη νίκη του Άξονος, ο έλληνας φαντάρος άνοιξε μια καινούργια σελίδα δόξης στην μακραίωνα ιστορία του Ελληνικού γένους. Το περιο­δικό Λάιφ[1] εχαιρέτησε τις επιτυχίες των ελληνικών όπλων στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας, βάζοντας στο εξώφυλλο του την φωτογραφία ενός τσολιά με την Ακρόπολι για φόντο. Ολόκληρος ο Τύπος άρχισε να πλέκη εγ­κώμια για τους ηρωικούς Έλληνες. Και ο μέχρι χθες περιφρονημένος μετανάστης, είδε τους Αμερικανούς να του σφίγγουν με θαυμασμό το χέρι. Το να έλεγες τώρα ότι είσαι Έλληνας, ήταν τίτλος τιμής. Και για πρώτη ίσως φορά, οι νέοι της δεύτερης γενεάς κατάλαβαν γιατί οι γονείς τους τόσα χρόνια τους μιλούσαν για την ελληνι­κή τους καταγωγή σαν να ήταν η πιο πολύτιμη κληρονο­μιά και η πιο ανώτερη διάκρισι.

Μετά την 28η Οκτωβρίου 1940, ή Ομογένεια δεν είχε μόνο ριζώσει στην Αμερική σαν ενα κομμάτι του αμερι­κανικού συνόλου, είχε ριζώσει στην Αμερική και σαν μια περήφανη ομάδα, με την δική της πολιτιστική φυσιογνω­μία και υπόστασι.

 Χρηματικά εμβάσματα

 Σ’ όλα αυτά τα χρόνια, ο Ελληνισμός της Αμερικής εξακολουθούσε να ενισχύη έμμεσα την ελληνική οικονο­μία με τα εμβάσματα που έστελναν οι μετανάστες στους συγγενείς τους στην Ελλάδα. Στήν εικοσαετία 1900-1920, οι Ελληνοαμερικανοι έστειλαν στις οικογένειες τους στήν Ελλάδα το σεβαστό ποσό των 110.000.000 δολλαρίων της εποχής εκείνης. Πάνω από 120.000.000 δολλάρια εισέρρευσαν στήν Ελλάδα κατά την επόμενη δεκαετία, 1921–1930. Ύστερα από μια σχετική –και αναπόφευκτη– πτώσι κατά την περίοδο της οικονομικής δυσπραγίας και του πολέμου 1941–1945, αρχίζει και πάλι να ανέρχεται το ποσό των εμ­βασμάτων, με αποτέλεσμα να έχωμε στην δεκαετία 1951 – 1960 ένα σύνολο 250 περίπου εκατομμυρίων δολλαρίων.

Όταν έφθασαν οι πρώτες ειδήσεις για την επίθεσι της φασιστικής Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος, η Ομογένεια από την μια άκρη της Αμερικής ως την άλλη ξε­σηκώθηκε με ιερή αγανάκτησι. Δεν υπήρξε ούτε στιγμή δισταγμού, ούτε μια μοναδική περίπτωσις ασυμφωνίας. Το ίδιο κιόλας βράδυ έγιναν οι πρώτες συγκεντρώσεις οργανώσεων και ιδιωτών για να συζητηθούν οι καλύτεροι τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε η Ομογένεια να συμπαρασταθή στην αγωνιζομένη Ελλάδα. Οι αλλεπάλλη­λες, ως τότε, επιτυχίες της χιτλερικής Γερμανίας, ήταν αναπόφευκτο να δημιουργούν αμφιβολίες στην ψυχή και των πιο αισιόδοξων για την δυνατότητα του ελληνικού στρατού να υπερνίκηση τις στρατιές του Άξονος.

Γι’ αυτό, όταν ο αμερικανικός Τύπος και το ραδιόφωνο άρχισαν να μεταδίδουν τις πρώτες ελληνικές νίκες, ο ενθουσιασμός των Ελληνοαμερικανών έγινε παλιρροιακό κύμα. Για πρώτη φορά είδαν τους αμερικανούς συμπολίτες τους οι ομογενείς να τους μιλούν με ένα συναίσθημα θαυμασμού. Ο Έλληνας της Αμερικής που είχε τόσες φορές αντιμετωπίσει την σχεδόν απροκάλυπτη περιφρόνησι των δυτικοευρωπαϊκής καταγωγής Αμερικανών, μπορούσε τώ­ρα να ατενίση τους αμερικανούς συμπολίτες του με ένα αίσθημα υπεροχής. Δεν ήταν πια ο καταφρονεμένος μετα­νάστης, ήταν ο απόγονος και ο αδελφός ηρώων.

Υπερηφάνεια και αλληλεγγύη: Greek War Relief

Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα έγινε στην Νέα Υόρκη, εννέα μόλις ήμερες μετά την ιταλική επίθεσι, μια μεγάλη συγκέντρωσις ηγετικών στελεχών της Ομογενείας, αλλά και κορυφαίων εκπροσώπων της αμερικανικής κοινωνίας. Στην συνέλευσι εκείνη, στην οποία παρέστη ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηναγόρας και ο Έλληνας πρεσβευτής στην Ουάσιγκτων Κίμων Διαμαντόπουλος, απεφασίσθη η ίδρυσις της Ελληνικής Πολεμικής Περιθάλψεως, (Greek War Relief) όπως έμεινε έκτοτε γνωστή. Στo πρώτο διοικητικό της Συμβούλιο, περιλαμβάνονται βαρύηχα ονόματα: ο Γουΐνθροπ Όλντριτς (Winthrop Aldrich) της Chase National Bank, o Χάρολντ Βάντερμπιλτ,[1] o Σάμιουελ Γκόλντουιν,[2] o γερουσιαστής τότε Γουίλλιαμ Κινγκ (William H. King), o τότε πρόεδρος της AHEPA Βαν Νομικός, ο πρόεδρος της GAPA Δρ. Γ. Γάβαρης, οι ελληνοαμερικανοι μεγαλο­επιχειρηματίες αδελφοί Σκούρα,[3] ο Βασίλειος Χέλης, ο Στέφανος Στεφάνου, οι εφοπλιστές Κ. Π. Τσολαϊνός, Εμμα­νουήλ Κουλουκουνδής και πολλοί άλλοι, συνολικά εξήντα Αμερικανοί και Έλληνες. Πρόεδρος της εκτελεστικής επι­τροπής εξελέγη ο Σπύρος Σκούρας, με μέλη τους Γουΐνθροπ Όλντριτς, Χάρολντ Βάντερμπιλτ, Τζόζεφ Λάρκιν (Joseph Larkin), Βασίλειο Χέλη, Βαν Νομικό, Τομ Πάππα, Στ. Στεφάνου, Σ. Γκρέγκορυ Ταίηλορ, και Γεώργιο Βουρνά. Πρόεδρος του Γυναικείου Βοηθητικού Τμήματος εξελέγη ή σύζυγος του Λεων. Καλβοκορέση.

Η Ομογένεια ανταποκρίθηκε με ηφαιστειακό ενθουσιασμό στην έκκλησι της Greek War Relief. Μέσα σε τρεις εβδομάδες, πάνω από τριακόσιες επιτροπές της  Περιθάλψεως είχαν ήδη συσταθή σε ισά­ριθμες πόλεις με την συμμετοχή Ελληνοαμερικανών αλλά και πολλών διακεκριμένων αμερικανών φίλων τους. Οι οργανώσεις, με επικεφαλής την AHEPA και την GAPA, η Παναρκαδική, οι Μεσσήνιοι, οι Λακεδαίμονες, οι Κρήτες, και φυσικά η Αρχιεπισκοπή και οι Κοινότητες, ένωσαν τις προσπάθειες τους μέσα στα πλαίσια της Greek War Relief.

Ιδιαίτερα θα πρέπει να σημειωθή η συμβολή των “Αχέπανς”, που σύμφωνα με δήλωσι του Σπύρου Σκούρα, πού αναφέρει στο βιβλίο του ο Σαλούτος “συνεισέ­φερε τα 90 σχεδόν τοις εκατόν του ανθρώπινου δυναμικού που εχρειάζετο για να διεκπεραιωθή το τεράστιο αυτό έργο.”[4]

Μέχρι την άνοιξι του 1941, η Περίθαλψις είχε πάνω από 960 τμήματα από τήν μια άκρη της Αμερικής ως την άλλη. Σε αλλεπάλληλους εράνους και άλλες εκδηλώσεις, η Οργάνωσις συνεκέντρωσε μέσα στους πρώτους μήνες πάνω από πέντε εκατομμύρια δολλάρια (5.263.000). Άλλα δυο εκατομμύρια δολλάρια προσεφέρθησαν από τον Αμε­ρικανικό Ερυθρό Σταυρό σε φάρμακα, τρόφιμα, και ρουχισμό.

Ενώ ο ελληνικός στρατός συνέχιζε τον ηρωϊκό και νικηφόρο αγώνα του στα βουνά της Αλβανίας, η Περίθαλψις εφόρτωσε σε τέσσερα ελληνι­κής ιδιοκτησίας πλοία εφόδια αξίας τριών σχεδόν εκατομμυρίων, με προορισμό την Ελλάδα. Ατυχώς, το ενα από τα πλοία αυτά το εβύθισαν γερμανικά υποβρύχιο στον Ατλαντικό, ενώ τα άλλα τρία δεν κατόρθωσαν να φθά­σουν στον προορισμό τους πριν άπό τήν γερμανική εισβολή και την υποταγή της Ελλάδος στην Ναζιστική πολεμική πλημμυρίδα.

Μετά την κατοχή της Ελλάδος, η Περίθαλψις έστρεψε την προσοχή της προς τον επισιτισμό του ελληνι­κού λαού. Το καλοκαίρι, και ιδίως τον τραγικό χειμώνα του 1941, ο ελληνικός λαός υπέφερε τά πάνδεινα. Όσοι έζησαν στην Ελλάδα την εφιαλτική εκείνη περίοδο, γνω­ρίζουν πως και οι πιο στυγνές εκφράσεις δεν αρκούν για να σκιαγραφήσουν καν την τρομερή πραγματικότητα. Η Περίθαλψις κατέβαλε επίμονες προσπάθειες για να πεισθή η αμερικανική κυβέρνησις να επιτρέψη την απο­στολή τροφίμων στον χειμαζόμενο ελληνικό λαό.

Οι σύμμαχοι είχαν τότε επιβάλει αποκλεισμό σ’ ολό­κληρη την γερμανοκρατούμενη Ευρώπη για να εμποδίσουν τον εφοδιασμό και την ενίσχυσι της πολεμικής μηχανής του Άξονος. Ήταν δείγμα του σεβασμού που αισθανόταν η αμερικανική ηγεσία προς εκείνους που έδωσαν τις πρώτες νίκες στην συμμαχική παράταξι πάνω στά βουνά της Αλβανίας, το οτι ο πρόεδρος Ρούζβελτ[5] ενέκρινε την απο­στολή τροφίμων από τήν Τουρκία και την διανομή τους στην Ελλάδα υπό την επίβλεψι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Δυο τουρκικά πλοία, το Κουρτουλούς και το Ντουλουμπουνάρ μετέφεραν μέχρι τον Αύγουστο του 1942 τρόφιμα αξίας 1.400.000 δολλαρίων, τα όποια και κατέ­βαλε από το προϊόν των εράνων της η Greek War Relief.

Αλλά όσο ευπρόσδεκτα κι’ αν ήσαν τα τρόφιμα εκεί­να, δεν αρκούσαν για να καλύψουν τις τεράστιες ανάγκες του ελληνικού λαού. Ο Σπύρος Σκούρας με τον αρχιεπίσκοπο Αθηναγόρα και τους άλλους αξιωματούχους της Οργανώσεως, έκαναν επανειλημμένες επισκέψεις στον Λευκό Οίκο με σκοπό να επιτύχουν πλατύτερη συμπαράστασι του αμερικανικού παράγοντος στο έργο τους.

Όταν ο Σκούρας επληροφορήθηκε ότι πλοία σουηδικού ναυτολογίου –και συνεπώς ουδέτερα– ήσαν διαθέσιμα για την μεταφορά εφοδίων υπό τον όρο οτι θα τους παρεί­χαν εγγυήσεις ανενόχλητης ναυσιπλοΐας και οι δύο αντί­παλες παρατάξεις, εκινήθη και προς τις δύο κατευθύν­σεις με την βοήθεια του προέδρου Ρούζβελτ και του προ­έδρου του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού Νόρμαν Νταίϊβις (Norman Davis).

O πρόεδρος Ρούζβελτ, στην συνάντησι που είχε με την ηγεσία της AHEPA τον Απρίλιο του 1941, είχε δηλώ­σει: “Σήμερα που η Ελλάς αντιμετωπίζει μια πολύ πιο επικίνδυνη καμπή στην μακραίωνα ιστορία της, είμεθα αποφασισμένοι να εφαρμόσωμε πλήρως την καθιερωμένη πολιτική μας προσφοράς κάθε υλικής βοηθείας προς ένα ελεύθερο λαό, που αμύνεται εναντίον εχθρικής επιθέσεως. Βοήθεια αυτής τής μορφής παρέχεται και θα εξακολουθήσωμε να παρέχωμε στην Ελλάδα. Οποιαδήποτε και αν είναι η έκβασις της παρούσης φάσεως του πολέμου, ο λαός τής Ελλάδος δύναται να υπολογίζη εις την βοήθεια και την υποστήριξι της κυβερνήσεως και του λαού των Ηνω­μένων Πολιτειών.”

Όταν έγινε η δήλωσις εκείνη, ο ελληνικός στρατός εμάχετο ήδη εναντίον των χιτλερικών στρατιών. Η Αμερική εξακολουθούσε να είναι ουδέτερη. Η δήλωσις του Ρούζβελτ είχε, συνεπώς, σοβαρή πολιτική σημασία.

Θα πρέπει επίσης να σημειωθή ότι, όταν τον Αύγουστο του 1941 έγινε στο Σινσινάτι[6] με πρωτοβουλία της AHEPA το πρώτο Πανελλήνιο Συνέδριο γιά τον συντονι­σμό της πολιτικής τών Ελληνοαμερικανών έναντι της ελληνικής τραγωδίας, ο τότε πρόεδρος της βουλής, Σαμ Ρέιμπερν,[7] ανέγνωσε ενώπιον του Συνεδρίου την δήλωσι εκεί­νη τοϋ προέδρου Ρούζβελτ, ως ένδειξι της αμετάβλητης πολιτικής γραμμής που είχε υιοθετήσει η αμερικανική κυβέρνησις.

Με βάσι τα δεδομένα αυτά, η ηγεσία της Περιθάλψεως εστράφη προς τον πρόεδρο Ρούζβελτ. Το κύριο πρό­βλημα ήταν η διπλωματική ρύθμισις τής αποστολής τών εφοδίων. Σέ διαπραγματεύσεις με την αμερικανική κυβέρνησι και τις πρεσβείες της Βρετανίας, του Καναδά και της Σουηδίας, εμπήκαν οι βάσεις για ενα ευρύ πρόγραμμα εφοδιασμού της κατεχόμενης Ελλάδος. Οι Βρετανοί δεν έφεραν σοβαρές αντιρρήσεις, υπό τον όρον οτι η διανομή θα εγίνετο από ουδέτερη επιτροπή, ώστε να υπάρξουν σαφείς εγγυήσεις ότι τα εφόδια θα εδίδοντο πράγματι στον ελληνικό λαό και δεν θα διωχετεύοντο για την χρήσι της πολεμικής μηχανής του Άξονος. Οι Γερμανοί, από την δική τους πλευρά, έθεσαν ως όρο να μην αναφέρεται πουθενά ότι τα εφόδια προήρχοντο από τον αμερικανικό λαό.

Ήταν δείγμα της επιρροής που ήδη ασκούσε η Ομογένεια, το οτι ο πρόεδρος Ρούζβελτ ενέκρινε την ενεργό συμμετοχή του αμερικανικού παράγοντος στην διπλωμα­τική ρύθμισι του λεπτού αυτού θέματος. Τελικά, με την μεσολάβησι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, οι εκατέρω­θεν όροι έγιναν δεκτοί και εδόθησαν οι απαιτούμενες εγ­γυήσεις εκ μέρους των γερμανικών και ιταλικών αρχών κατοχής για την ανενόχλητη διακίνησι των εφοδίων.

Έτσι, μέχρι τόν Μάρτιο του 1945, όταν μετά την απελευθέρωσι της Ελλάδος το έργο της περιθάλψεως και ανα­συγκροτήσεως το ανέλαβε η UNRRA,[8] σουηδικά πλοία είχαν μεταφέρει με πρωτοβουλία της Ελληνικής Πολεμικής Περιθάλψεως 669.632 τόννους τροφίμων, φαρμάκων, καυσίμων και ρουχισμού. Όπως είχαν αξιώσει οι κατοχικές δυνάμεις, σ’ όλο αυτό το διάστημα δεν εγένετο η παραμικρή μνεία οτι τά εφόδια προήρχοντο από την προσφορά του λαού των Η.Π.Α. και του Καναδά, ή ότι το τεράστιο αυτό έργο ήταν ουσιαστικά δημιούργημα των Ελληνοαμερικανών. Η αξία των εφοδίων αυτών υπολογίζεται σε εκατό εκατομμύρια δολλάρια της εποχής. Αλλά η σημασία της προσφοράς μπορεί να εκτιμηθή σωστά, μόνον όταν αναλογισθή κανείς τις τρομερές συνθήκες που επικρατούσαν στην κατεχόμενη Ελλάδα. Τον πρώτο χειμώνα της Κατοχής, πριν τεθή σε εφαρμογή η αποστολή των εφοδίων σε μεγάλη κλίμακα, σχεδόν μισό εκατομμύριο Έλληνες πέ­θαναν από πείνα και στερήσεις.

Το έργο της Greek War Relief κατά την περίοδο της Κατοχής αποτελεί ένα περίλαμπρο τίτλο τιμής για την Ομογένεια και ιδιαίτερα για όλους εκείνους, τους γνωστούς και τους αφανείς, που εργάστηκαν σκληρά, με ιερό πάθος, για να εκτείνουν χείρα βοηθείας προς τον καταδυναστευόμενο ελληνικό λαό.

Με την είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο, οι Ελληνοαμερικανοί διετράνωσαν την αφοσίωσί τους προς την αμε­ρικανική τους πατρίδα. Χιλιάδες νέοι Ελληνοαμερικανοί κατετάγησαν στις τάξεις τών αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων ή ανέλαβαν υπηρεσία σε ζωτικούς τομείς των μετόπι­σθεν. Ταυτόχρονα, οι Ελληνοαμερικανοί, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη εθνική ομάδα στην Αμερική, εργάσθηκαν για  την  πώλησι   κυβερνητικών   ομολογιών.   Μάλιστα   την 28η Οκτωβρίου του 1942, δεύτερη επέτειο του “Όχι”, η AHEPA με πρωτοβουλία του τότε προέδρου της Γ. Βουρνά εγκαινίασε εν συνεργασία με το υπουργείο Οικονομικών μια εκστρατεία για την διάθεσι ομολογιών αξίας 50.000.000 δολλαρίων.

Ο Ελληνισμός της Αμερικής, με αναπτερωμένο το ηθικό λόγω του γενικού θαυμασμού προς το ελληνικό όνομα, εκινείτο τώρα στην πρωτοπορία των εθνικών ομά­δων, με τα ηγετικά του στελέχη σε συνεχή και άνετη επαφή με την κορυφαία ηγεσία του αμερικανικού λαού. Η άφιξις του βασιλέως Γεωργίου στην Αμερική το 1942 και οι τιμές πού του απέδωσε το αμερικανικό Κογκρέσσο, ανέβασαν ακόμη πιο ψηλά το ελληνικό όνομα στην Αμερι­κή. Οι Ελληνοαμερικανοί της δεύτερης γενεάς πρόβαλλαν τώρα υπερήφανα την καταγωγή τους. Κι’ αποτελούσε η στροφή αύτη μια ψυχολογική κατάκτησι, πού θα παρέ­μενε έκτοτε πολύτιμο κτήμα της Ομογενείας.

Με την απελευθέρωση

Με την απελευθέρωσι της Ελλάδος, η Greek War Relief και η AHEPA ανέλαβαν νέα σταυροφορία για να βοηθή­σουν την ανασυγκρότησι της κατεστραμμένης ελληνικής οικονομίας. Ένα από τα πιο πετυχημένα προγράμματα υπήρξε η αποστολή μεγάλων ζώων, ημιόνων, αγελάδων, και φορβάδων για αναπαραγωγή. Ένα άλλο πρόγραμμα ήταν η κατασκευή νοσοκομείων και ιατρείων για την ια­τρική περίθαλψι του ελληνικού λαού. Τό 1945, η AHEPA άρχισε μια εκστρατεία για την συλλογή χρημάτων, ενώ παράλληλα ήλθε σε συνεννόησι με την Ελληνική Πολεμική Περίθαλψι και την Οργάνωσι Οικονομικής Συνεργασίας  (ECA).

Το άμεσο αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών, ήταν να συγκεντρωθούν περί τα πέντε εκατομμύρια δολλάρια για την ενίσχυσι του νοσοκομειακού εξοπλισμού της Ελ­λάδος. Έτσι κατεσκευάσθη η νέα εκσυγχρονισμένη πτέρυξ του νοσοκομείου Ευαγγελισμός στην Αθήνα, το νοσοκομείο   της  AHEPA   στην   Θεσσαλονίκη,   και  τα   ιατρεία στην Ιεράπετρα της Κρήτης, το Μελιγαλά, τα Καλάβρυτα, τη Θήβα, τα Φάρσαλα, τα Φιλιατρά, και την Χρυσόπολη.