Έφυγε ο Νίκος Κυριακόπουλος, ένας υπέρμαχος του εθελοντισμού και της προσφοράς στην Μελβούρνη

Μελβούρνη.- Με θλίψη ο «Νέος Κόσμος» πληροφορήθηκε χθες τον θάνατο του Νίκου Κυριακόπουλου, μιας εμβληματικής προσωπικότητας της ομογένειας της Μελβούρνης. Ο Νίκος Κυριακόπουλος ήταν ο πρώτος αθλητικογράφος του «Νέου Κόσμου» και πιστός φίλος της εφημερίδας μας έως το τέλος. Υπηρέτησε, επίσης, από διάφορες θέσεις στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, υπήρξε πρόεδρος των Αρκάδων και ήταν γνωστός για την πολιτική του δράση και τον αντιδικτατορικό του αγώνα. Το ακόλουθο κείμενο είναι του καθηγητή Αναστάσιου Τάμη που αυτή την εποχή γράφει την ιστορία των Αρκάδων της Αυστραλίας και αναφέρεται αποκλειστικά στον Νίκο Κυριακόπουλο:

Τον Φεβρουάριο του 1956, μια ομάδα από παιδιά, σχεδόν αμούστακα, γεωργοί και κτηνοτρόφοι στην πλειοψηφία τους, Αρκάδες και Μεσσήνιοι, είχαν επιβιβαστεί στο πλοίο «Κυρήνεια» στον Πειραιά. Στην ολότητά τους ήσαν νέοι, απόφοιτοι του δημοτικού στον γενέθλιο τόπο τους, που είχαν δηλώσει άνεργοι, ακτήμονες και άποροι. Κάποιοι είχαν τελειώσει το Γυμνάσιο και είχαν ευρύτερες γνώσεις του εκπατρισμού τους. Οι περισσότεροι δεν είχαν ακόμη υπηρετήσει στον ελληνικό στρατό. Ανάμεσά τους και ο Νικόλαος Κυριακόπουλος, φύση ανήσυχη, φιλοπερίεργη και ενεργητική, από το Ζευγολατιό. Είχε δουλέψει για ένα διάστημα δημοσιογράφος στην Αθήνα και μπάρκαρε για την Αυστραλία, με δημοσιογραφική ταυτότητα, με σχέδια πολλά και προσδοκίες.

Μαζί του και δεκάδες άλλοι συντοπίτες του, από τα χωριά της Μαντινείας. Ένας άλλος καλόγνωμος συνταξιδιώτης του Αρκάς, ο Αριστείδης Κακκής (15.9.1919-4.6.2012) από τη Σκοπή, είχε δηλώσει κάποια χρόνια πριν, ότι υπέφερε από ναυτία και ήταν κλεισμένος και απομονωμένος στην καμπίνα του και θα πέθαινε, εάν δεν είχε την πρόνοια του Νίκου Κυριακόπουλου. «Τριάντα μέρες με φρόντιζε σαν αδελφό του. Μου έφερνε το φαγητό, καθάριζε την καμπίνα και έπλενε τα ρούχα μου. Του χρωστάω τη ζωή μου» είχε ομολογήσει ο χωρατατζής Κακκής, που επί χρόνια διασκέδαζε με τη φωνή του τους Αρκάδες της Μελβούρνης.

O Νίκος Κυριακόπουλος

Οι Αρκάδες κατέπλευσαν με το «Κηρύνεια» στο Port Melbourne στις 12 Μαρτίου 1956, σε μια εποχή που η Μελβούρνη ντυνόταν τα γιορτινά της για να υποδεχθεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τους πρώτους στη μεγάλη ήπειρο του Νότου. O Ν. Kυριακόπουλος ήταν τότε 27 χρόνων και είχε στις βαλίτσες του τη δημοσιογραφική ταυτότητα των εφημερίδων «Φως» και «Απογευματινή», μαζί με το πείσμα του αγωνιστή και του ασυμβίβαστου. Αφού δοκίμασε την αντοχή του σε διάφορα πρόσκαιρα και εφήμερα επαγγέλματα, ακόμη και σε χυτήριο, αρχικά εργάσθηκε στο Πρακτορείο Ταξιδίων του Ν. Χατζημανώλη για μερικά χρόνια, πριν τον κερδίσει ο «Ερμής» του Θησέα Μαρμαρά. Τελικά, ίδρυσε το δικό του ταξιδιωτικό πρακτορείο, το Champion, στο Lonsdale Street, την εποχή που ο δρόμος αυτός αποτελούσε κεκτημένο προνόμιο των Ελλήνων επιχειρηματιών. Ωστόσο, ο Κυριακόπουλος ανήκει ουσιαστικά στην οργανωμένη παρουσία των Αρκάδων της Αυστραλίας.

Όταν στις 13 Σεπτεμβρίου 1959, διακόσιοι και πλέον Αρκάδες συνάχθηκαν στον «Ορφέα», 245 Bourke Street, στο κέντρο της Μελβούρνης, για να εκλέξουν το ιδρυτικό Συμβούλιο του Παναρκαδικού Συλλόγου Μελβούρνης «Ο Κολοκοτρώνης», ανάμεσά τους ήταν ο Νίκος Κυριακόπουλος, η παρουσία του οποίου υπήρξε έντονη και ο ρόλος του καταιγιστικός. Εκλέχθηκε από την ολομέλεια πρώτος πρόεδρος της Εφορευτικής και της Εξελεγκτικής Επιτροπής, έχοντας πλέον την ευθύνη της εκλογής και του ελέγχου του πρώτου Συμβουλίου των Αρκάδων, υπό την ηγεσία του Λεωνίδα Αργυρόπουλου.

Δύο χρόνια αργότερα εν μέσω αντιθέσεων και ερίδων, που καλλιεργούσε περισσότερο η ιδεολογική αντιπαράθεση, καλείται ο Νίκος Κυριακόπουλος να αναλάβει τρίτος κατά σειρά Πρόεδρος του «Κολοκοτρώνη» (1961-1962), διαδεχούμενος μια δύσκολη ενδοσυλλογική κρίση των Αρκάδων, με τον Τρύφωνα Ρέκκα γραμματέας, τον Κώστα Καρνέζη αντιπρόεδρο και τον Δ. Ροϊνιώτη ταμία. Ο Ν. Κυριακόπουλος και οι συνεργάτες του προσπάθησαν στο διάστημα αυτό να κρατήσουν το σωματείο των Αρκάδων πάνω από τις ιδεοληψίες και τις ιδεολογικές συγκρούσεις της εποχής, συνεδρίαζαν στον Καφενείο Πελοπόννησος του Τ. Κόκκαλη, και συνέστηναν κατανόηση και ανεκτικότητα. Παράλληλα, ανέλαβε μαζί με τους συνεργάτες να συνεχίσουν να εκδίδουν την εφημερίδα τους τη Φωνή του Αρκάδων της Αυστραλίας, που είχε ιδρύσει το συμβούλιο των Γ. Θεοδωρόπουλου και Λ. Λαγκαδινού, μια εφημερίδα την οποία υπηρέτησε με πάθος ο Κυριακόπουλος ως επιμελητής και εκδότης της για πάνω από δέκα χρόνια. Η Φωνή των Αρκάδων συνεχίζει την αδιάκοπη έκδοσή της το 2017, ως μία από τις δύο αρχαιότερες και υπό συνεχή έκδοση σωματειακές εφημερίδες της Αυστραλίας, ύστερα από 57 χρόνια με την ευγενή συναντίληψη του Α. Ανδριανόπουλου και την επιμέλεια του Δ. Αλεξόπουλου.

O Νίκος Κυριακόπουλος αποσπά την έγκριση των συνεργατών του και καθιερώνει το 1961, στην περίοδο αυτή της μεγάλης οικονομικής κρίσης και ανεργίας, ειδικά επιδόματα για άνεργους Αρκάδες, καθιερώνοντας ταμείο ανεργίας. Τα επιδόματα αυτά ήταν συστηματικά οργανωμένα, από το ταμείο του «Κολοκοτρώνη» και ποίκιλαν ανάλογα με τον χρόνο της ανεργίας και τον αριθμό των εξαρτημένων από τον άνεργο ατόμων. Επίσης θύματα ατυχημάτων έπαιρναν υψηλότερα ποσά. Ο Κυριακόπουλος, οδήγησε τα μέλη του Δ.Σ. στα νοσοκομεία και στα σπίτια των ασθενούντων, καθιέρωσε ειδική υποεπιτροπή επίσκεψης ασθενούντων και δεινοπαθούντων Αρκάδων και ειδική υπηρεσία με συγκεκριμένα πρόσωπα που θα οργάνωναν τις επισκέψεις προνοίας. Επίσης, καθιέρωσε, όπως και όλα τα συμβούλια του «Κολοκοτρώνη» συστηματική ενίσχυση των απόρων και ασθενούντων Αρκάδων στην Τρίπολη, τα χωριά της και την Αθήνα, επίσης πρόνοια για το Παναρκαδικό Νοσοκομείο και το Σανατόριο της Αρκαδίας.

Στις 23 Νοεμβρίου 1963, ο Ν. Κυριακόπουλος εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας στο Συμβούλιο του συνετού Κώστα Καρνέζη και προσπάθησαν αμφότεροι να επιβάλλουν την τάξη και την ανεκτικότητα ανάμεσα στα αλληλοσυγκρουόμενα τότε ρεύματα των Αρκάδων και να καλέσουν σε ομοψυχία και συστράτευση τους Αρκάδες της Αδελαΐδας, οι οποίοι αποδέχτηκαν να συμβάλλουν στα έξοδα της έκδοσης της εφημερίδας Φωνή των Αρκάδων. Το 1964, η δυστοκία και δυσλειτουργία του «Κολοκοτρώνη» τον αναγκάζει σε παραίτηση από τη θέση του Γραμματέα, ενώ διατηρεί την επιμέλεια της εφημερίδας, και τον Μάη του 1966 επανέρχεται ως ηγέτης της μεγαλύτερης μερίδας των μελών απαιτώντας να «επανιδρυθεί» σχεδόν το σωματείο για να βγει από το τέλμα του διχασμού και την παράλληλης συνύπαρξης δύο αρκαδικών σωματείων. Ο ρόλος του παραμένει διαμεσολαβητικός, διπλωματικός και πολιτικός. Δεν διεκδικεί αξιώματα, αναγνωρίζεται ως ηγέτης από τους συντοπίτες του, αλλά δεν φιλοδοξεί να ηγηθεί ενός νέου διοικητικού συμβουλίου. Συνετά συμβουλεύει και διαπραγματεύεται την ενότητα του Ελληνισμού. Και η εμπιστοσύνη των Αρκάδων είναι απεριόριστη. Συνεχίζει και εκλέγεται πρόεδρος της Εξελεγκτικής Επιτροπής, άλλοτε μεταβάλλεται σε τιμωρός και άλλοτε σε διαπραγματευτής, πρωτοστατεί στην εξάλειψη όλων των αιτίων που οδηγούν στη σύγκρουση και την αντιπαλότητα.

Στις 21 Απριλίου 1981 ο ένθερμος αυτός Αρκάς συνόδευσε τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο, μαζί με τους Κ. Καρνέζη, Κ. Μαλλιάρα και Δ. Καλοδήμου, προκειμένου να πείσουν το Δ.Σ. του τότε προέδρου, Λ. Αργυρόπουλου, να αγοράσουν για λογαριασμό του «Κολοκοτρώνη» ένα εγκαταλελειμμένο πρατήριο βενζίνης της ΒΡ, το οποίο τέσσερα χρόνια αργότερα μεταπωλήθηκε και τους άφησε καθαρό κέρδος πάνω από $260.000. Στις 24 Νοεμβρίου 2000, ο Νίκος Κυριακόπουλος εκλέγεται αντιπρόεδρος του «Κολοκοτρώνη» με Πρόεδρο τον Αναστάσιο Καλοδήμου, ενός από τους πλέον δραστήριους και αποτελεσματικούς προέδρους που γνώρισε ο οργανωμένος Ελληνισμός της Μελβούρνης. Εκεί εργάζεται με πάθος και σύνεση, προσφέροντας ώρες ατέλειωτες τις υπηρεσίες του σε μια εποχή που αναπαλαιώνεται το κτήριο του «Κολοκοτρώνη» και επιτυγχάνεται η οικονομική του ανέλιξη ως σωματείου.

Ο ένθερμος αυτός πατριώτης και φιλάδελφος Αρκάς, παρά τα πικρόχολα σχόλια και την άδικη κριτική που, συχνά, υπέστη στη διάρκεια της ανιδιοτελούς μάχιμης παρουσίας του στο αρκαδικό μετερίζι, όπως άλλωστε όλοι όσοι ευτύχησαν να ασχοληθούν με τα κοινά των Ελλήνων, και αστόργως και ευκαίρως γνώρισαν τον ψόγο, στάθηκε αμετανόητος στρατιώτης του «Κολοκοτρώνη» μέχρι την τελική αποχώρησή του μετά το 2005. Καταγράφουμε ότι υπηρέτησε επίσης ως ηγέτης Εφορευτικών ή Εξελεγκτικών Επιτροπών σε εννέα συμβούλια, αλλά και ως Γραμματέας, Αντιπρόεδρος, Σύμβουλος και Ταμίας στα συμβούλια του Γ. Θεοδωρόπουλου (1962-1963), Κώστα Καρνέζη (1963-1964), επίσης Κ. Καρνέζη (1971-1977), Λ. Αργυρόπουλου (1977-1980), και Αναστασίου Καλοδήμου (2000-2004).

Ο Νίκος Κυριακόπουλος υπηρέτησε τα κοινά των Ελλήνων μέσα από τη διοίκηση της Κοινότητας Μελβούρνης, όπου χρημάτισε ταμίας και μέλος του Δ.Σ. επί σειράν πολλών ετών, τον Δημόκριτο, καθώς και στις επιτροπές αντιδικτατορικού αγώνα. Διακρίθηκε για τη στοργή του να δίδει πλουσιοπάροχα την ανθρωπιά του στον συνέλληνα, να μάχεται για τα εθνικά θέματα των Ελλήνων, να τιμά τους Φιλέλληνες και να εξυπηρετεί χιλιάδες Έλληνες μέσα από την επαγγελματική του ταυτότητα. Παρέμεινε αγωνιστής και μπροστάρης του Ελληνισμού στα δίκαια αιτήματά του για αναγνώριση του ρόλου των μεταναστών στη διαμόρφωση της σύγχρονης αυστραλιανής κοινωνίας, στάθηκε πολέμιος αντιρατσιστικών ιδεοληψιών και της στείρας προκατάληψης σε βάρος των νεομεταναστών, υπέρμαχος των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Αφήνει πίσω του μια παρακαταθήκη για τα παιδιά και τους απογόνους του, αλλά και για όλους εμάς και ακόμη περισσότερους για την αξία που έχει να αγωνίζεται κάποιος για τα κοινά και να θέτει τον εθελοντισμό για τον συνάνθρωπο πάνω από το ίδιον συμφέρον, την ατομικότητα και τον εφησυχασμό. Και όπως πολλάκις υποστηρίξαμε, πεθαίνουν αυτοί που τους ξεχνάμε. Τον Νίκο Κυριακόπουλο να τον θυμόμαστε και να τον κρατούμε μεταξύ μας.