«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» (Μέρος 3ο)

Αντί προλόγου

 18 Νοεμβρίου 1907. Κάτω από ένα γκρίζο συννεφια­σμένο ουρανό, το πρώτο ελληνικής ιδιοκτησίας υπερωκεάνειο, το Μωραΐτης, έφτανε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης με μια ακόμη φουρνιά μετανάστες. ΟΙ πιο πολλοί ήσαν από την Λακωνία, την Μεσσηνία και την Αρκαδία. Ανάμεσα τους ήσαν και κάμποσοι Μικρασιάτες από τα περίχωρα της Σμύρνης, και κάτι λίγοι άπό την Ήπειρο και την Μακεδονία. Το Μωραΐτης είχε αρχίσει το παρ­θενικό του ταξείδι για τον Νέο Κόσμο από την Σμύρνη. Αρχές Οκτωβρίου “έπιασε σκάλα” στον Πειραιά κι’ από κει τράβηξε για την Καλαμάτα, πήρε φορτίο κι’ επιβάτες και μετά έκανε τελευταία σκάλα στην Πάτρα. Από κει ξεκίνησε για το μακρυνό ταξίδι προς την “Αμέρικα”, την καινούργια γη της επαγγελίας.

Όπως αφηγείται ο πρωτοπόρος  Ν. Σιδοράκης (Ν. Sidorakis) άπό το Πυργί της Χίου που σήμερα κατοικεί στο Μπλούμφιλντ της Νέας Iερσέης,[1] καί που ήρθε στην Αμερική τότε με το Μωραΐτης, το βαπόρι είχε φορτώσει πεντελικά μάρμαρα άπό τον Πειραιά. Το ταξείδι τους είχε σχετικά ήπιο καιρό κι’ έτσι δεν τους βασάνισε και πολύ το πέρασμα του Ατλαντικού. Γι’ αυτούς που ταξίδευαν “κατάστρωμα”, το “μενού” κατά την διαδρομή συνίστατο, κατά τον Σιδοράκη, σε όσπρια, μπακαλιάρο, ρύζι, πατάτες καί ρέγγες.

Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ψυγεία για να μπορή ένα βαπόρι να κουβαλά αρκετό φρέσκο κρέας. Το Μωραΐ­της είχε στ’ αμπάρια του μερικά ζωντανά σφάγια, αλλά το κρέας τους προοριζόταν για τους επιβάτες της πρώτης καί της δευτέρας θέσεως.

Ο Σιδοράκης θυμάται και σήμερα ακόμα μια χαρακτηριστική και γραφική λεπτομέρεια. Στις 26 Οκτωβρίου γιόρταζε ο ιδιοκτήτης του πλοίου Δημήτριος Μωραΐτης και σημαιοστολίστηκε προς τιμήν του το βαπόρι στην μέση του ωκεανού.

Οι πιο πολλοί από τους επιβάτες ταξίδευαν “κατάστρωμα.” Για να βγάλουν το εισιτήριο –γύρω στα σαράντα δολλάρια της εποχής –είχαν πουλήσει χωράφι, αμπέλι ή είχαν βάλει υποθήκη κάποιο κτήμα. Είχαν βάλει και μερικά στην μπάντα για τα πρώτα τους έξοδα στην Αμερική. Οι λίγοι που ήσαν στην “δεύτερη θέσι”, ήσαν Έλληνες που είχαν κάμποσα χρόνια στην Αμερική και είχαν κάπως πιαστή. Είχαν κατέβει στην Ελλάδα, καλοντυμένοι και αφράτοι, για να δουν τους δικούς τους –και να ψάξουν και για νύφη– και τώρα γύριζαν στην Αμερική οι πιο πολλοί νιόπαντροι με κοπέλλα από το χωριό τους.

Οι καινούργιοι, που ταξίδευαν κατάστρωμα, έβλεπαν τους “Μπρούκληδες”[2] στην δεύτερη θέσι κι’ έκαναν όνειρα πότε θα γύριζαν κι’ αυτοί, έτσι καμαρωτοί και παραλήδες.

Ο Μπάμπης Μαρκέτος με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα

Για την ώρα είχαν συντροφιά την μιζέρια. Αλλά έκαναν όνειρα. “Άμα φτάσουμε στην Αμέρικα…” Δεν ήξε­ραν πως είχαν μπροστά τους μεγάλο ανήφορο. Φτωχοί, χωρίς λέξι αγγλικά, οι πιότεροι αγράμματοι χωριάτες, επήγαιναν σε μια παράξενη χώρα με την ελπίδα πως κά­ποιος συγγενής, κάποιος συγχωριανός –αυτός που τους έκαμε με τα γράμματα του να πάρουν την απόφασι για το μεγάλο ταξίδι– θα τους παραστεκόταν στα πρώτα δύσκολα βήματα.

Καμμιά εικοσαριά αμούστακα παιδιά –15 έως 16 χρονών–από τα χωριά της Σπάρτης εταξίδευαν με την συνο­δεία πέντε- έξι “ψευτοπατεράδων” για να δουλέψουν στα λουστρατζίδικα του Σικάγου. Λίγους μήνες πριν, το αμε­ρικανικό Κογκρέσσο είχε περάσει ένα καινούργιο μετα­ναστευτικό νόμο που προέβλεπε φυλάκισι για όσους έφερναν “παιδιά” για να τα εκμεταλλευθούν βάζοντάς τα να δουλέψουν για ένα πινάκιο φακής—ένα είδος ιδιότυπης σω­ματεμπορίας.

Το σύστημα αυτό είχε πάρει πλατειά διάδοσι ανά­μεσα καί στους έλληνες μετανάστες που είχαν πάρει στα χέρια τους τα λουστρατζίδικα, και τα καροτσάκια του μικροπωλητή στις μεγάλες πόλεις. Το “αφεντικό”—συνήθως ένας Έλληνας που είχε κάπως προκόψει—έγραφε στους χωριανούς του στην Ελλάδα να του βρουν νέα παιδιά που ήθελαν να ρθουν στην Αμερική για να δου­λέψουν “και να κάνουν χρήματα.” Το “αφεντικό” ανελάμβανε να πλήρωση τα έξοδα του ταξιδιού—για να έχη την δουλειά του δεμένη έβαζε και μια υποθηκούλα στα οικογενειακά κτήματα—και το παιδί, για αντάλλαγμα αν­ελάμβανε να δούλεψη για το αφεντικό για ένα χρόνο— χωρίς πληρωμή εκτός φαΐ και ύπνο.

Ο νόμος του Φεβρουαρίου 1907 προσπάθησε να σταματήση  το  σύστημα  αυτό, αλλά  οί  πολυμήχανοι  Έλληνες βρήκαν τρόπο να τον παρακάμψουν. Τα παιδιά έρχονταν δήθεν με τον “πατέρα” τους, κάποιο ενήλικο συγχωριανό που ανελάμβανε να παίξη τον ρόλο αυτό μιας και το εν Αμερική “αφεντικό” ανελάμβανε να του πλήρωση και τα δικά του τα έξοδα. Την εποχή εκείνη οι μεταναστευτικές διατυπώσεις ήσαν υποτυπώδεις. Οι μετανάστες δεν ήταν δύσκολο να αλλάξουν τα ονόματα τους. Τις πιο πολλές φο­ρές τους τα άλλαζαν οί υπάλληλοι του ιμμιγκραίησον[3] γιά να τα κάνουν πιο ευκολοπρόφερτα. Αυτό που ενδιέ­φερε πρώτα απ’ όλα τις αμερικανικές αρχές ήταν ή κατάστασις της υγείας των νέων μεταναστών…

25 Απριλίου 1975. “Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολι­τειών κ. Τζέραλντ Φορντ[4] συνηντήθη σήμερον με αντιπροσωπείαν της AHEPA[5] και εζήτησε την συμπαράστασιν της Οργανώσεως εις το θέμα της στρατιωτικής βοηθείας προς την Τουρκία.” Την είδησι συνώδευε μια φωτογραφία που έδειχνε τον ύπατο πρόεδρο της AHEPA κ. Β. Τσιργώτη[6] και τα άλλα μέλη της αντιπροσωπείας να κάθωνται γύρω άπό την ελλειπτική τράπεζα συσκέψεων στον Λευκό Οίκο και να συνομιλούν με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολι­τειών και τον υπουργό των Εξωτερικών κ. Κίσσινγκερ[7] με το κύρος εκπροσώπων ενός σημαντικού και ισχυρού τμή­ματος του αμερικανικού λαού. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιπροσωπεία της AHEPA βρισκόταν στον Λευκό Οίκο. Μιά παλιά φωτογραφία με ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1924, δείχνει τους αντιπροσώπους στο δεύτερο ετή­σιο συνέδριο της Οργανώσεως να ποζάρουν μπροστά στον Λευκό Οίκο. Δυο χρόνια αργότερα, αντιπροσωπεία της Οργανώσεως επεσκέφθη τον πρόεδρο Κάλβιν Κούλιτζ.[8] Έκτοτε δεν υπήρξε αμερικανός πρόεδρος που να μην δεχθή τουλάχιστον μιά φορά κατά την διάρκεια της θητείας του μια αντιπροσωπεία της AHEPA. Αλλά οι συναντήσεις εκεί­νες είχαν κατά κανόνα εθιμοτυπικό χαρακτήρα. Η συνάντησις του Απριλίου 1975 ήταν διαφορετική. Όχι μόνο είχε πραγματοποιηθή “κατόπιν προσκλήσεως του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών,” αλλά είχε και ένα σοβαρό αντικει­μενικό σκοπό. Να ζητήση από την ηγεσία της AHEPA να υποστείλη την αντίθεσί της προς την επανάληψι της στρα­τιωτικής βοηθείας προς την Τουρκία. Η συζήτησις δεν ήταν πια εθιμοτυπική. Αφορούσε ένα κρίσιμο θέμα της αμερι­κανικής εξωτερικής πολιτικής. Η παρουσία και του υπουργού των Εξωτερικών κ. Κίσσινγκερ ήταν αρκετά εύγλωτ­τη μαρτυρία.

Ανάμεσα στα δυο αυτά στιγμιότυπα που σταχυολογήσαμε από τις στήλες του ελληνοαμερικανικού τύπου, βρί­σκεται μια περίοδος 68 μόλις χρόνων. Στις έξι αυτές δεκα­ετίες o Ελληνισμός της Αμερικής eπραγματοποίησε γι­γάντια βήματα. Σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς βασισμένους σέ στατιστικά στοιχεία και προσωπικές πλη­ροφορίες, πάνω άπό διακόσιοι εβδομήντα Eλληνοαμερικανοί έχουν σήμερα[9] περιουσιακά στοιχεία που ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο δολλάρια.

Επίσης, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία 1137 καθηγηταί διαφόρων κλάδων διδάσκουν σήμερα σέ αμερικα­νικά πανεπιστήμια και κολλέγια. Ανάμεσα τους υπάρχουν κορυφές της επιστήμης με παναμερικανικό και παγκόσμιο κύρος στον τομέα τους. Το Worlds Whos Who (Παγκόσμιο Βιογραφικό Ευρε­τήριο) περιλαμβάνει είκοσι επτά βιο­γραφίες διακεκριμένων Ελληνοαμερικανών. Το Whos Who in America περιλαμβάνει 117 βιογραφίες .κορυφαίων ομογενών.

Οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι μηχανικοί, ανέρχονται σε χιλιάδες. Στην περιοχή της Νέας Υόρκης και μόνον ασκούν το ιατρικό επάγγελμα 220 ελληνικής καταγωγής ιατροί. Στον επιχειρηματικό τομέα τα επιτεύγματα των ομογενών είναι όντως αξία θαυμασμού. Τα περισσότερα από τα πολυτελέστερα και αξιολογώτερα εστιατόρια της Αμερικής ευρίσκονται σε ελληνοαμερικανικά χέρια. Σε ερχόμενες σελίδες θα μιλήσωμε πιο αναλυτικά και θα αναφέρωμε ενδεικτικά, ονόματα ομογενών που έχουν διαπρέψει στους διαφόρους τομείς. Στις εισαγωγικές αυτές γραμμές αρκεί να τονισθή χωρίς διάθεσι υπερβολής ή αυτοκολακείας, ότι ποτέ ίσως ο τίτλος του “αυτοδημιούργητου” δεν είχε τόσο πλατειά αλλά και τόσο δικαιολογημένη εφαρμογή όσο στην περίπτωσι όλων αυτών των χιλιάδων Ελληνοαμερικανών που κατέχουν σήμερα περίβλεπτη θέσι μέσα στο πολυεθνικό μωσαϊκό που συνθέτει τον λαό της Αμερικής.

Για να φτάση ως την σημερινή της άνθισι, η Ομογέ­νεια πέρασε δεκαετίες ολόκληρες αγώνων και προσπα­θειών. Σήμερα, οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οί πρωτο­πόροι φαίνονται απίστευτες. Κι’ όμως, ίσως γι’ αυτό τον λόγο, χρειάζεται ακόμη πιο πολύ να ξαναζωντανέψη στην μνήμη των μεταγενεστέρων η δύσκολη, ανηφορική πορεία προς τις βουνοκορφές της κοινωνικής και οικονομικής επι­τυχίας.


[1]Bloomfield,New Jersey: κωμόπολη της κομητείας του Essex (προάστιο τουNewark) στο βόρειο μέρος της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Ιδρύθηκε το 1660 από Πουριτανούς και ήταν γνωστή με το όνομα Wardsesson. Το σημερινό της όνομα δόθηκε προς τιμήν του στρατηγού της αμερικανικής επανάστασης  Joseph Bloomfield.

[2] Μπρούκληδες: Προσωνυμία που δόθηκε γενικώς σε όλους τους Ελληνοαμερικανούς. Προήλθε  από το Brookline, έναν από τους πέντε δήμους της πόλης της Νέας Υόρκης  στον οποίο κατοικούσε –και κατοικεί– μεγάλος αριθμός ελληνικής καταγωγής Αμερικανών.

[3] Immigration Office: Η υπεύθυνη για την τήρηση της μεταναστευτικής πολιτικής υπηρεσία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των Η.Π.Α.

[4]  Gerald Rudolph Ford, Jr (14 Ιουλίου 1913, Omaha, Nebraska, Η.Π.Α. –): 40ος αντιπρόεδρος και 38ος πρόεδρος των Η.Π.Α. (1974-1977), μετά την παραίτηση του Richard M. Nixon.

[5] Για την AHEPA, βλ. περισσότερα στο κεφάλαιο 4 του παρόντος βιβλίου

[6]  Ο William Cirgotis είναι διακεκριμένος αρχιτέκτονας και επιχειρηματίας.

[7] Henry Alfred Kissinger  27 Μαΐου  1923, Fürth,  Γερμανία –): Πολιτικός και ακαδημαϊκός, σύμβουλος ασφαλείας και υπουργός Εξωτερικών, ο Κίσιντζερ υπήρξε η δεσπόζουσα προσωπικότητα από το 1969 έως το 1973, στη διάρκεια της προεδρικής θητείας του Ρ. Νίξον και Τζ. Φορντ.

[8] John Calvin Coolidge (4 Ιουλίου 1872, Plymouth, Vermont. – 9 Ιανουαρίου 1933, Northampton, Μασαχουσέτη: 30ος πρόεδρος των Η.Π.Α.  (1923-1929), διαδέχτηκε στην προεδρία τον Warren G. Harding.

[9] Το 1976

Αύριο, ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Στα βήματα του Κολόμβου


Μέρος 2ο

Μέρος 4ο