«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» (Μέρος 6o)

Το σύγχρονο ρεύμα αρχίζει

Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο ιστορικός της Ομογενείας Θεόδωρος Σαλούτος στο κλασσικό έργο του The Greeks in the United States (Οι Έλληνες στις Ηνωμένες Πολιτείες) (1964), όλη αυτή η προϊστορία της ελληνικής παρουσίας στον Νέο Κόσμο δεν αποτελεί πρό­δρομο ή απαρχή του μεταναστευτικού ρεύματος που ωδήγησε στην ανάπτυξι της κοινωνικής ομάδος που εννοούμε σήμερα με τον όρο “η εν Αμερική Ομογένεια.”[1]

Τό ρεύμα αυτό αρχίζει δειλά και αβέβαια γύρω στά 1870 από την Λακωνία, όπου η φτώχεια της γης έσπρωχνε πάντα τους κατοίκους να ζητήσουν καλύτερη τύχη σε άλλες, πιο ευνοημένες από την φύσι περιοχές. Σαν τον εξερευνητή που αναζητεί τις πηγές ενός ποταμού, ο Θ. Σαλούτος στο βιβλίο του προσδιορίζει ονομαστικά τον άνθρωπο που μπορεί δικαιωματικά να θεωρηθή ο πρώτος των πρωτοπό­ρων και ο πυρσοφόρος της μεγάλης στρατιάς των μετα­ναστών που ακολούθησαν. Ηταν ένας νέος χωρίς περγα­μηνές από το χωριό Ζούμπαινα[2] της Λακωνίας. Λεγόταν Χρήστος Τσάκωνας. Στην αρχή πήγε στον Πειραιά για να βρη δουλειά. Ανικανοποίητος, έφυγε για την Αλεξάνδρεια, και από εκεί, τό 1873, σε ηλικία 24 χρόνων, πήρε την μεγά­λη απόφασι και μπάρκαρε για την Αμερική. Την εποχή εκείνη δεν ήταν κάτι συνηθισμένο για τους Έλληνες να ξεκινήσουν μόνοι τους για τον Νέο Κόσμο, που φαινόταν να βρίσκεται σε άλλο πλανήτη. Οι πιο τολμηροί πήγαιναν στην Αλεξάνδρεια ή την Οδησσό, όπου υπήρχαν ελληνι­κές παροικίες.[3] Αλλά στην Αμερική…

Φαίνεται οτι η ζωή της Αμερικής άρεσε στον νεαρό Τσάκωνα, γιατί σε δυο χρόνια γύρισε στο χωριό του και έπεισε πέντε συγχωριανούς του να τον ακολουθήσουν στην “Αμέρικα”. Τα πρώτα γράμματα –και προ παντός τα πρώ­τα “τσέκια”[4]–  δεν άργησαν να κινήσουν το ενδιαφέρον και άλλων. Δυο χρόνια αργότερα, δεκαπέντε Τσιντσινιώτες[5] σαλπάρησαν για την Αμερική από τον Πειραιά. Το γεγονός θεωρήθηκε αρκετά αξιοσημείωτο για να του αφιερώση σχετική περιγραφή η εφημερίδα του  Πειραιώς Σφαίρα.[6]

Στην δεκαετία 1871–1880, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, 2.272.262 μετανάστες έφυγαν από την Ευρώπη για τον Νέο Κόσμο. Οι περισσότεροι ήσαν από την Γερμα­νία (718.182), την Βρετανία (548.044), την Ιρλανδία (436.871), την Σουηδία (115.922), την Νορβηγία (95.323). Στην ίδια περίοδο, τα επίσημα στοιχεία αναφέρουν μόνο 210 έλληνες μετανάστες. Είναι φανερό ότι το πρώτο ξεκίνημα ήταν όχι μόνο καθυστερημένο εν συγκρίσει με την μεταναστευτική κίνησι των άλλων ευρωπαϊκών λαών, αλλά και δειλό και αβέβαιο. Ακόμη και στην επόμενη δεκαετία 1881 -1890, όταν η Ευρωπαϊκή μετανάστευσι έφθασε τα 4.737.046, οι Έλληνες που ξεκίνησαν για τον Νέο Κόσμο δεν ξεπέρασαν τους 2.308 –ενώ από την γειτονική Ιταλία μετανάστευσαν κατά την δεκαετία εκείνη 307.309.

Αρνητικές αντιδράσεις στην Ελλάδα

Και όμως, παρά τον μικρό, τον απειροελάχιστο αριθμό των ελλήνων πρωτοπόρων, το φαινόμενο δεν πέρασε απα­ρατήρητο. Ο ελληνικός Τύπος είδε με ανησυχία να φεύ­γουν “τόσοι νέοι των οποίων τους στιβαρούς βραχίονας χρειάζεται η Πατρίς.” Είναι αυτή η εποχή που το όραμα της Μεγάλης Ελλάδος εγαλβάνιζε τις καρδιές των πανελλήνων μέσα και εξω από τα όρια του ελληνικού κράτους.

Ο Μπάμπης Μαρκέτος με τον Ελληνοαμερικανό Γερουσιαστή Πολ Σαρμπάνη.

Η προσάρτησις της Θεσσαλίας το 1881[7] εθεωρήθηκε σαν ένα ακόμα βήμα προς την εκπλήρωσι των εθνικών βλέψεων, που στην φαντασία κάθε Έλληνα δεν μπορούσαν να βρουν την ολοκλήρωσί τους παρά μόνο με την θριαμβευτική είσοδο του ελληνικού στρατού στην Κωνσταντινούπολι. Δεν ήταν μόνο οι εθνικές επιδιώξεις που απαιτούσαν την παραμονή των νέων στην πατρίδα τους, κατά την γνώμη των αρθρογράφων. Κάτω από την τολμηρή και προοδευτική διακυβέρνησι του Χαριλάου Τρικούπη, η ελληνική οικονομία πραγματοποιούσε βήματα που την εποχή εκείνη δίκαια εθεωρούντο γιγάντια. Η διάνοιξις της διώρυγος της Κορίνθου, η αποξήρανσις της Κωπαΐδος, η επέκτασις του σιδηροδρομικού δικτύου, ήσαν έργα πολυδά­πανα, που τελικά θα ωδηγούσαν την χώρα σε ουσιαστική χρεωκοπία, αλλά ταυτόχρονα ήσαν και επιτεύγματα που έθεταν τά θεμέλια για την οικονομική ανάπτυξι της χώρας.

Τα έργα θα απέδιδαν αργότερα, όταν η Ελλάς κάτω από την φωτεινή ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου θα έγραφε την εποποιία των Βαλκανικών πολέμων. Στην δεκα­ετία 1881–1890, εσωτερικά και εξωτερικά γεγονότα τρο­φοδοτούσαν τον ελληνικό εθνικισμό σε βαθμό που η υπερεθνικόφρονη ιντελλιτζέντσια να θεωρή τους πρώτους μετα­νάστες σχεδόν σαν αρνησιπάτριδες. Πολύ λίγοι από τους φλογερούς αρθρογράφους έκαναν τον κόπο να σκεφθούν ότι οι νέοι που έφευγαν από τά χωριά—κι’ είναι χαρακτη­ριστικό οτι ελάχιστοι από τους μορφωμένους των πόλεων πήραν τον δρόμο προς την ξενητειά – εγκατέλειπαν το σπίτι τους επειδή οι δυνατότητες να προκόψουν στα χωριά τους ήταν ελάχιστες. Αραιά και που, καμμιά εφημερίδα από εκείνες που είχαν προσέξει το μεταναστευτικό έστρεφε την προσοχή της στα πραγματικά αίτια και συνιστούσε στην κυβέρνησι “να βελτίωση τας εις την ύπαιθρον επικρατούσας συνθήκας αίτινες ωθούν την νεότητα προς την ξένην,” όπως έγραφε η Σφαίρα τον Μάιο του 1882.[8]

Υπήρξαν βέβαια και εκείνοι που είδαν την μετανάστευσι σαν κάτι θετικό και χρήσιμο. Η εφημερίδα των Αθηνών Αιών,[9] γράφοντας στις 12 Μαΐου 1882, εξέφραζε την ελπίδα ότι αυτοί που έφευγαν για την Αμερική θα επέστρεφαν σύντομα στην Ελλάδα με τα χρήματα που θα είχαν αποκτήσει στην πλούσια υπερατλαντική χώρα, για να βοηθήσουν την οικονομία της πατρίδος τους. Παρά ταύτα, οι ανησυχίες και του Τύπου και της Πολιτείας παρέμεναν.

Ο έλλην γενικός πρόξενος στην Νέα Υόρκη την εποχή εκείνη, Δημήτριος Μπότασης, εξεδήλωσε έντονη αντίδρασι και κατέβαλε επίμονες προσπάθειες για να αποθαρρρύνη την μετανάστευσι. Γνωρίζοντας από προσωπική εμπει­ρία τις άθλιες συνθήκες ζωής που αναπόφευκτα αντιμετώ­πιζαν οι νεοφερμένοι, στην αρχή ιδίως, επεζήτησε με κάθε τρόπο να προειδοποίηση εκείνους που εσκόπευαν να επι­χειρήσουν το μεγάλο ταξίδι για τις τρομερές δυσχέρειες που τους περίμεναν. Οι άλλες εθνότητες, έγραφε ο Μπότάσης, έχουν εγκατασταθή στην Αμερική από πολλά χρό­νια και έχουν βάλει γερά θεμέλια. Έτσι οι νεοφερμένοι Γερμανοί, Βρετανοί, Σουηδοί, Νορβηγοί ή και Ιταλοί ακό­μα μπορούν να υπολογίζουν στην συμπαράστασι των εθνι­κών τους σωματείων και αλληλοβοηθητικών συλλόγων και στους πολυάριθμους συμπατριώτες τους. Ακόμα και η γλώσσα δεν παρουσιάζει μεγάλο πρόβλημα. Οι Άγγλοι και οί Ιρλανδοί μιλούν αγγλικά, οι δε άλλοι μιλούν γλώσσες που δεν είναι τελείως ξένες προς την αγγλική. Αυτό όμως δεν ισχύει για τους έλληνες μετανάστες, έγραφε ο Μπότασης. Η συμβουλή του ήταν να μείνουν οι Έλληνες στην Ελλάδα.


[1] Ο Θεόδωρος Σαλούτος (Theodore Saloutos), ένας επιφανής ιστορικός της αγροτικής πολιτικής και των μεταρρυθμιστών κινημάτων, γεννήθηκε στο  Milwaukee. Είναι γιος μεταναστών από την Πελοπόννησο. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Wisconsin, στο κολέγιο Oberlin College, και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Το 1964 εξέδωσε το βιβλίο  The Greeks in the United States. Επέδειξε μεγάλη δραστηριότητα στα πράγματα της ελληνοαμερικανικής κοινότητας συμμετέχοντας στους Γιους του Περικλή (Sons of Pericles)  του Milwaukee, στην οργάνωση AHEPA, στο  “Hellenic University Club” της Νότιας Καλιφόρνιας, και στο  “Save Cyprus Council” της Νότιας Καλιφόρνιας. Είναι συγγραφέας πολλών μονογραφιών και άρθρων, σημαντικότερα των οποίων είναι: The American Farmer and the New Deal, (Rock Island III: Augustiana College Library, 1982) και Expatriates and Repatriates: A Neglected Chapter in United States History  (Harvard University Press, 1972).

[2] Πιθανότατα να πρόκειται για το χωριό [η] Ζούπαινα του νομού Λακωνίας.

[3] Η Αλεξάνδρεια αποτελούσε, από το 1815, το σημαντικότερο κέντρο του αιγυπτιακού παροικιακού Ελληνισμού, όπου πέραν της οικονομικής άνθησης του ελληνικού στοιχείου ευδοκίμησαν τα Γράμματα και οι Τέχνες.

Η Οδησσός, πόλη και λιμάνι της μεσημβρινής Ρωσίας, στις εκβολές του ποταμού Δνείπερου, προσαρτήθηκε στη ρωσική επικράτεια το 1789. Η ελληνική παρουσία έγινε σύντομα αισθητή με αποτέλεσμα το 1796 οι Έλληνες να αντιπροσωπεύουν το 80% του συνολικού πληθυσμού (2.500 σε σύνολο 3.150). Έκτοτε σταδιακά οι Ομογενείς αναλαμβάνουν τα ηνία της οικονομικής ζωής, κυριαρχώντας στο εξαγωγικό εμπόριο.

[4] Πιθανόν να επρόκειτο για κατοίκους του χωριού Τσίτσινα, του νομού Λακωνίας στο δήμο Πάρνωνα.

[5]   Από την αγγλική λέξη cheque (= [χρηματική] επιταγή).

[6] Σφαίρα: Εφημερίδα του Πειραιά που εκδιδόταν πέντε ημέρες την Εβδομάδα από το 1880 έως το 1941. Ιδρυτής και πρώτος Διευθυντής ήταν ο Ιωάννης Καλοστύπης. Η θεματολογία της περιλάμβανε τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ειδήσεις όχι μόνο του Πειραιά αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας.

[7] Η Θεσσαλία –πλην της περιοχής Ελασσόνας– και η περιοχή Άρτας προσαρτήθηκαν στο Ελληνικό Βασίλειο με τη Συνθήκη του Βερολίνου (13/7/1878). Την πράξη αυτή επικύρωση και η Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (13/3/1881) και η επακόλουθη Σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως  (μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  στις 20/6/1881)

[8] Ο εθνικιστικός πυρετός της περιόδου, ο οποίος ορισμένες φορές  έφτανε στα όρια της υστερίας και της γελοιότητας, αποτυπώνεται με εξαιρετικό τρόπο στο βιβλίο του Γιάννη Γιανουλόπουλου,  ‘Η Ευγενής μας τύφλωσις…’ Εξωτερική Πολιτική και ‘εθνικά θέματα’ από την ήττα του 1897 έως τη μικρασιατική καταστροφή, Αθήνα [Βιβλιόραμα], 1999,

[9] Αιών. Εφημερίς πολιτική και φιλολογική: Αθηναϊκή εφημερίδα,  η οποία εκδόθηκε για πρώτη στις 25 Σεπτεμβρίου 1838 και εκδιδόταν μέχρι τις 31 Μαΐου 1888 (με μία διακοπή 4 χρόνων το 1876). Εκδότης και διευθυντής της ήταν ο Ιωάννης Φιλήμων, και στη συνέχεια ανέλαβε ο γιος του Τιμολέων. Η εφημερίδα, μία από τις σημαντικότερες του 19ου αιώνα, αγωνίστηκε κατά της ξένης κηδεμονίας στη χώρα και υπέρ των πολιτικών ελευθεριών.