«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 13o

Για την πώλησι των Λίμπερτυ Μποντς (Liberty Bonds)

Δυο μήνες αργότερα, η είσοδος της Αμερικής στον πόλεμο δημιούργησε μια νέα εντελώς κατάστασι. Στις 8 Απριλίου 1917, δυο μόλις μέρες μετά το ιστορικό μήνυμα του προέδρου Ουίλσων προς το Κογκρέσσο και την κήρυξι του πολέμου,[1] τόσο οι έλληνες βενιζελικοί όσο και οι έλληνες βασιλόφρονες πραγματοποίησαν ογκώδεις συγκεντρώσεις στην Νέα Υόρκη για να διακηρύξουν τήν αφοσίωσί τους προς την Αμερική. Προς τους βενίζελικούς ωμίλησε ο τότε πρύτανις του Πανεπιστημίου Κολούμπια Νίκολας Μάρεϊ Μπάτλερ,[2] και προς τους φιλοβασιλικούς o δημοσιογράφος Πάξτον Χίμπεν (Paxton Hibben). Και στις δυο συγκεντρώσεις υπήρχαν πολλοί που έφεραν στο στήθος τα παράσημα που είχαν πάρει στους Βαλκανικούς πολέμους.

Ήταν βέβαια ευκολώτερο για τους βενιζελικούς να
υιοθετήσουν φιλοσυμμαχική στάσι. Το ίνδαλμά τους, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, είχε παίξει κορώνα-γράμματα το πολιτικό του όνομα για την συμμαχική υπόθεσι. Αντίθετα, οι βασιλικοί υπεστήριζαν την ουδετερόφιλη πολιτική του
Κωνσταντίνου. Κι’  όσο η Αμερική παρέμενε ουδέτερη, δεν υπήρχε πρόβλημα. Αλλά με την είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο εναντίον τής Γερμανίας, δεν υπήρχε άλλη διέξοδος από του να εγκαταλείψουν τις προηγούμενες θέσεις και να ταχθούν χωρίς επιφυλάξεις κάτω από την αμερικανική
σημαία.                                                                         ,

Το σύνθημα το έδωσε η Ατλαντίς με την θερμή υποστήρίξι της πολιτικής Ουΐλσων και την εκστρατεία για την αγορά Ομολογιών Ελευθερίας (Liberty Bonds). Μέσα σ’ ένα χρόνο, οι Ελληνοαμερικανοί αγόρασαν ομολογίες αξίας δέκα και πλέον εκατομμυρίων δολλαρίων της επο­χής, ποσό κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο, Στο Σικάγο και μόνο, το ποσό έφθασε τα δυο εκατομμύρια δολλάρια, που, σύμφωνα με τις τοπικές εφημερίδες, αντιπροσώπευε ένα μέσο όρο 170 περίπου δολλαρίων κατά κεφαλήν, το μεγα­λύτερο ποσοστό μεταξύ όλων των άλλων εθνικών ομάδων. Πριν από το τέλος του πολέμου, οι Ελληνοαμερικανοί εί­χαν συνεισφέρει συνολικά, σύμφωνα με την Επιτροπή Δη­μοσίων  Πληροφοριών, πάνω από 30 εκατομμύρια δολλάρια για την αγορά Ομολογιών Ελευθερία”, και όλες σχε­δόν οι συνεισφορές αντιπροσώπευαν μικρά ποσά που οι ελληνοαμερικανοι μετανάστες είχαν προσφέρει από το υστέρημα τους.

Καίτοι οι δυο παρατάξεις –οι βενιζελικοί και οι βασιλικοί– συνέχισαν τις μεταξύ τους διαμάχες – έγινε μάλιστα και μια απόπειρα να κατηγορηθή και να διωχθή η Ατλαν­τίς ως φιλογερμανική–  υπήρξε σχεδόν καθολική η συμπαράστασι της Ομογενείας στην συμμετοχή της Αμερι­κής στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Χιλιάδες Ελληνο­αμερικανοί κατετάγησαν στον αμερικανικό στρατό και πολέμησαν στο Δυτικό Μέτωπο. Είναι δύσκολο να δώση κανείς επακριβείς αριθμούς, γιατί πολλοί Έλληνες κατετάγησαν μα τα αγγλοποιημένα ονόματα τους. Πολλοί επίσης προήρχοντο από την Μακεδονία, την Θράκη, την Μικρά Ασία και κατά την άφιξί τους στην Αμερική είχαν κατα­γραφή από τις αμερικανικές αρχές ως τούρκοι υπήκοοι. Αλλά εάν υπολογίση κανείς τον αριθμό των ελληνικής καταγωγής μεταναστών που ήσαν σε στρατεύσιμη ηλικία –και ήσαν βέβαια οι περισσότερο–  τότε ο αριθμός των εξήντα χιλιάδων που αναφέρει το περιοδικό της εποχής Έβριμπαντι’ς Μάγκαζιν[3]  δεν θα πρέπει να θεωρηθή υπερβολικός.

Ο αγώνας για τις εθνικές διεκδικήσεις

Με τό τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο απανταχού Ελληνισμός επίστεψε οτι είχε έλθει η ιστορική στιγμή για να ολοκληρωθη και να μεταβληθή σε πραγμα­τικότητα το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Η Ελλάδα βρισκόταν στην παράταξι των νικητών, η Τουρκία και η Βουλγαρία ανάμεσα στους ηττημένους. Οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας, της Θράκης, των Δωδεκανήσων, της Ηπείρου,[4] της Κύπρου, άρχισαν να ατενίζουν με αναπτερω­μένες ελπίδες τα μέλλον. Η διακήρυξι του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ουίλσων οτι η αυτοδιάθεσις των λαών θα αποτελούσε το κύριο θεμέλιο πάνω στο όποιο οι Μεγάλες Δυνάμεις θα οικοδομούσαν την νέα παγκόσμια τάξι, είχε γαλβανίσει τις εθνικές μειονότητες της Ευρώπης που ζούσαν κάτω από ξένη κυριαρχία.

Οι Έλληνες της Αμερικής αγκάλιασαν με ενθουσια­σμό, από τήν πρώτη στιγμή, τα εθνικά αιτήματα. Οι οποιεσδήποτε διαφορές που τους είχαν χωρίσει στα χρόνια του πολέμου –αντίλαλος του διχασμού που είχε ταλανίσει την Ελλάδα–παραμερίστηκαν για να δώσουν την θέσι τους σε μια αξιοθαύμαστη ενότητα γύρω από την πραγματο­ποίησα των εθνικών στόχων στην Διάσκεψι της Ειρήνης στο Παρίσι,[5] όπου εκρίνετο η τύχη των υπό οθωμανικήν διοίκησιν αδελφών τους στα Βαλκάνια και την Μικρά Ασία.

Παρ’ όλο που οι Ελληνες της Αμερικής ήσαν η χρο­νικά πιο πρόσφατη εθνική προσθήκη στο αμερικανικό μω­σαϊκό, και ως εκ τούτου δεν διέθεταν ούτε τα οικονομικά μέσα ούτε την πολιτική επιρροή ή τους κοινωνικούς δεσμούς που είχαν άλλες παλαιότερες και πολυαριθμότερες εθνι­κές ομάδες, είχαν ήδη κατά την διάρκεια του πολέμου αποκτήσει τίτλους όχι ευκαταφρόνητους. Οι νεώτεροι στην ηλικία είχαν πυκνώσει τις τάξεις του αμερικάνικου στρατού και είχαν πολεμήσει με ηρωισμό και αυταπάρνησι στο Δυτικό Μέτωπο. Κι’ οι άλλοι, που εΐχαν μείνει στα ειρη­νικά τους έργα, είχαν ριχτή με ενθουσιασμό στην εκστρα­τεία για την οικονομική ενίσχυσι του αγώνος, αγοράζοντας Ομολογίες της Ελευθερίας, και πρωτοστατώντας στην προώθησι και την πώλησί τους.

Οι Έλληνες της Αμερικής είχαν ένα ακόμα πλεονέκτημα. Η διανοούμενη Αμερική, ο πνευματικός και επι­στημονικός της κόσμος, είχε γαλουχηθή με την παράδοσι της ελληνικής παιδείας και φιλοσοφίας. Η ιδέα να αποδοθή, επί τέλους, υστέρα από τόσους αιώνες η ελευθερία στους απογόνους εκείνων που είχαν πλουτίσει την ανθρώ­πινη πολιτιστική κληρονομιά με τα πιο πολύτιμα πνευμα­τικά πετράδια, ήταν συνεπώς φυσικό να βρή άμεση και πλατειά απήχησι στους κορυφαίους κύκλους της Αμερικανικής Συμπολιτείας. Η παρουσία Ελληνοαμερικανών εδυνάμωνε το φιλελληνικό πνεύμα.

Ήδη από τον Νοέμβριο του 1917, λίγο μετά την απομάκρυνσι του Κωνσταντίνου και τήν είσοδο της Ελλάδος στον πόλεμο παρά το πλευρό των Συμμάχων,[6] είχε συσταθή ο Αμερικανοελληνικός Σύνδεσμος (American Hellenic Society) με πρόεδρο τον Νίκολας Μάρεϊ Μπάτλερ, πρύτανι του Πανεπι­στημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης και θαυμαστή του Ελευθερίου Βενιζέλου, και αντιπροέδρους τόν επίτιμο πρύ­τανι του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Τσαρλς Έλιοτ (Charles W. Elliot),  και τον επίτιμο πρύτανι του Πανεπιστημίου Κορνέλ, Γιάκομπ Σούρμαν.[7]

Ο Σύνδεσμος, μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της υπάρξεως του, εξέδωσε σειρά ολόκληρη από βιβλία, φυλλάδια, μεταφράσεις κειμένων, στατιστικά στοιχεία και άλλο πληροφοριοδοτικό  υλικό,   εκτός  από  την  δραστηριότητα  που ανέπτυξε μεταξύ των μελών του Κογκρέσσου, των δημοσιο­γραφικών κύκλων, και φυσικά του Λευκού Οίκου και του Στέητ Ντιπάρτμεντ, όπου οι αρμόδιοι επεξεργάζοντο τα επί μέρους θέματα και έθεταν τις γραμμές της πολιτικής που θα ακολουθούσε η αμερικανική αντιπροσωπεία στην Διάσκεψι της   Ειρήνης   μετά το τέλος  του  πολέμου.  Μερικοί τίτλοι, και τα ονόματα των συγγραφέων αρκούν για να δώσουν μια εικόνα της προσπάθειας που φυσικά εχρηματοδοτείτο αποκλειστικά από τις ιδιωτικές συνεισφορές Ελληνοαμερικανών και αμερικανών φίλων της Ελλάδος και του Ελληνισμού. Το 1918, εξεδόθησαν στην Νέα Υόρκη και εκυκλοφόρησαν    ευρύτατα    μεταξύ   άλλων,    Ο   Ελληνι­σμός της Μικράς Ασίας   (Hellenism in Asia Minor),  γραμ­μένο από τον Καρλ Ντέτεριχ (Karl Deterich),  Η Καταδίωξις των Ελλήνων στην Τουρκία μετά την Έναρξι του Ευρωπαϊκού Πολέμου (Persecution of the Greeks in Turkey since the Beginning of the European War) των Κάρολ Μπράουν (Caroll Brown) και Θίοντορ Ίον (Theodore Ion), το υπόμνημα που είχε υποβάλει ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην Διάσκεψι της Ειρήνης των Παρισίων για τις ελληνικές διεκδικήσεις, σε αγγλική μετάφρασι,   η  έκθεσις   των επιτροπών   του   Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού πάνω στις συνθήκες που επικρατούσαν στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, καθώς και στην Βουλ­γαρία και Ελλάδα, με γενικό τίτλο Report of the American Red Cross Commissions Upon Their Activities in Macedonia, Thrace, Bulgaria, the Aegean Islands and Greece,  η   ελληνική Λευκή Βίβλος, σε επιμελημένη αγγλική μετάφρασι, σειρά εγγράφων για την περίοδο 1913–1917, και πολλά αλλά. Το απο­τέλεσμα αυτής της εκστρατείας ήταν να δημιουργηθή ευνοϊκώτατο κλίμα στην Αμερική, και ιδίως στον αμερικα­νικό  Τύπο, αλλά  και  τους   κυβερνητικούς   κύκλους.   Μια ιστορική ένδειξι της επιτυχίας που είχαν οι προσπάθειες αυτές των Ελληνοαμερικανών και των φίλων τους, ήταν και ή επιστολή που απέστειλε ο ίδιος ο πρόεδρος Ουίλσων, τον Οκτώβριο του 1918, στην Επιτροπή των Αλυτρώτων Ελλήνων (Committee of the Unredeemed Greeks) και στην οποία ουσιαστικά  ανεγνώριζε  τα   ελληνικά   αιτήματα  για  την εθνική  αποκατάστασι των  Ελλήνων  τής  Μικράς  Ασίας.

Οι Ηπειρώτες

Η Επιτροπή Αλυτρώτων Ελλήνων ήταν μια από τις οργανώσεις που είχαν συσταθή στην Ελλάδα και τήν Αμερική για την υποστήριξι των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων. Δεν ήταν η μόνη. Στην πρωτοπορία της εκστρατείας βρέθηκαν από την αρχή και οι Ηπειρώτες με την Πανηπειρωτική Ένωσις Αμερικής. Οι περισσότεροι ίσως Ηπειρώτες στις Ηνωμένες Πολιτείες κατήγοντο από την “Βόρειο Ήπειρο”, ή είχαν συγγενείς εκεί. και ήταν φυσικό να νοιώθουν σαν προσωπική τους υπόθεσι τις δοκιμασίες που υφίστατο το κομμάτι αυτό του Ελληνισμού εξ αίτιας των ανταγω­νισμών και τών επεκτατικών σχεδίων των ξένων δυνάμεων.

Η “Βόρειος Ήπειρος” ειχε πλησιάσει πολύ κοντά στην μεγάλη στιγμή της ένωσής της με την Ελλάδα, όταν το 1914 αναγνωρίσθηκε η αυτονομία της στην Διεθνή Διάσκεψι της Κερκύρας.[8] Αλλά αργότερα, η επεκτατική πολιτική της Ιταλίας ανέτρεψε τις συμφωνίες και εδημιούργησε μια νέα οδυνηρή αβεβαιότητα για τους Έλληνες που διαβιούσαν στην περιοχή της “Βορείου Ηπείρου”. Το ότι η Ιταλία, παρά την περιωρισμένη συμβολή της στην συμμαχική υπόθεσι, συγκατα­λεγόταν μεταξύ των νικητών και μάλιστα διεκδικούσε και τον τίτλο της Μεγάλης Δυνάμεως, καθιστούσε το πρόβλημα της “Βορείου Ηπείρου” ακόμη πιο βασανιστικό. Παρά ταύτα, οι Ηπειρώτες της Αμερικής εστήριζαν τον αγώνα τους στην αρχή της αυτοδιαθέσεως των λαών, που είχε θέσει ο πρόεδρος Ουίλσων ως τον ακρογωνιαίο λίθο της αμερικανικής πολιτικής στην Διάσκεψι της Ειρήνης. Η ελπίδα ότι, παρά τις Ιταλικές αντιδράσεις, η νίκη τών Συμμάχων θα ευνοούσε μία συμφέρουσα προς την Ελλάδα λύσι του “Βορειοηπειρωτικού,” έδωσε νέα ώθησι στις προσπάθειες των Ηπειρωτών, που χωρίς αμφιβολία αποτελούν ένα από τα δυναμικώτερα στοιχεία του Ελληνισμού,  με εντονώτατο το πατριωτικό αίσθημα.

Η φτώχεια της περιοχής υπήρξε ανέκαθεν ένα απωθητικό στοιχείο, σπρώχνοντας τους Ηπειρώτες προς άλλες χώ­ρες σε αναζήτησι καλύτερης τύχης. Αλλά όπου  κι’ αν τους φέρουν οι άνεμοι της μοίρας, η σκέψι τους μένει κοντά στον βράχο που λέγεται Ελλάς. Το οτι οι περισσότεροι μεγά­λοι “Εθνικοί Ευεργέτες,” που από τον δέκατο ένατο αιώνα στόλισαν την Αθήνα και την Ελλάδα με καλλιμάρμαρα μέγαρα και εθνικά ιδρύματα όπως το Ζάππειο, το Αρσάκειο, το Μετσόβειο Πολυτεχνείο, η Ριζάρειος κ.ά. ήσαν Ηπειρώτες, αποτελεί δραματική μαρτυρία για τον πατριωτισμό των Ηπειρωτών όπου κι’ αν ευρίσκωνται.[9]

Η ιταλική κατοχή της “Βορείου Ηπείρου” ενέτεινε αντί να αποθαρρύνη τις προσπάθειες τών Ηπειρωτών στήν Αμερική. Μέσα στο 1919, η Πανηπειρωτική Ένωσις είχε τοπικές οργανώσεις σε εικοσιπέντε και πλέον αμερικανικές πό­λεις. Με χρήματα που είχαν συλλέξει σε εράνους, οι οργανώσεις  αυτές  εξέδιδαν   και  κυκλοφορούσαν  φυλλάδια, προκηρύξεις, πληροφοριακό υλικό και εκκλήσεις για την ένωσι της “Βορείου Ηπείρου” με τήν Ελλάδα. Η Πανηπειρωτική και οι τοπικές της επιτροπές επέδειξαν αξιοθαύ­μαστη δραστηριότητα, κατατοπίζοντας την αμερικανική κοινή γνώμη πάνω στον ελληνικό χαρακτήρα της “Βορείου Ηπείρου” και δημιουργώντας ευνοϊκό κλίμα ανάμεσα στους κύκλους ιδίως εκείνους που ασκούσαν επιρροή στην διαμόρφωσι της εξωτερικής πολιτικής.

Στην προσπάθεια τους αύτη, είχαν να αντιμετωπίσουν την αναπόφευκτη αντίδρασι ίταλοαμερικανικών οργανώσεων, που ήταν φυσικό να ευθυγραμμισθούν με τις ιταλικές αξιώσεις. Αλλά οι αντενέργειες των ιταλικών οργανώ­σεων, δεν ήταν δυνατόν να βρουν πλατειά απήχησι στον αμερικανικό λαό, δεδομένου ότι οι ιταλικές βλέψεις δεν είχαν καμμιά απολύτως δικαιολογία. Όπως έγραφε σε μια προκήρυξί της η Πανηπειρωτική οργάνωσις της Βοστώνης, “αι ιταλικαί βλέψεις αποτελούν ιταμήν πρόκλησιν κατά των αρχών δια τας οποίας εθυσιάσθησαν εκατομμύ­ρια υπάρξεων και ανοικτόν κόλαφον κατά των Δεκατεσσά­ρων Σημείων του Μεγάλου Αμερικανού Προέδρου.[10]

Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούσε να αγνόηση κανείς την πολιτική επιρροή των Ιταλοαμερικανών, που ήσαν πολύ πιο πολυάριθμοι. Αλλά οι Ηπειρώτες δεν περιώρισαν τους αγώνες τους μόνο στην υπόθεσι της “Βορείου Ηπείρου”. Μαζί με τον υπόλοιπο Ελληνισμό της Αμερικής, απεδύθησαν σε μια έντονη εκστρατεία για την εθνική αποκατάστασι των “αλυτρώτων” Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης, που εξακολουθούσαν να ζουν κάτω από τήν τουρκική κυριαρχία. Την 1η Ιουλίου 1918, εξαπολύθηκε μια εντατική εκστρατεία μεταξύ των Ελλήνων της Αμερικής με σκοπό την συλλογή χρημάτων για την ανακούφισι των “αλυτρώτων” και για την οικονομική ενίσχυσι του αγώνος γιά την απελευθέρωσι των δυο και πλέον εκατομμυρίων Ελλήνων που διαβιούσαν εντός των ορίων της οθωμανικής επικρατείας. Με πατριωτικά συνθή­ματα πού εθύμιζαν τις παραμονές των Βαλκανικών πολέ­μων, όταν οι ελληνικές οργανώσεις στην Αμερική ωραματίζονταν την δίωξι του Τούρκου “ως την Κόκκινη Μηλιά” και την γαλανόλευκη πάνω απ’ την Αγιά Σοφιά, ο Ελληνισμός της Αμερικής εκαλείτο να δώση από το υστέρημα του για την ολοκλήρωσι των εθνικών διεκδικήσεων.


[1]  Ο πρόεδρος Ουίλσων πήγε στις 2 Απριλίου 1917 στο Κογκρέσο  για να ζητήση κήρυξη πολέμου, έτσι ώστε “να δημιουργηθεί ένας κόσμος ασφαλής για τη Δημοκρατία”.

[2]  Nicholas Murray Butler (2 Απριλίου 1862,Elizabeth,New Jersey – 7 Δεκεμβρίου 1947, Νέα Υόρκη):  Δημοσιολόγος, Εκπαιδευτικός και πολιτική φυσιογνωμία της εποχής του, ο οποίος μαζί με την κοινωνική μεταρρυθμίστρια  Jane Addams μοιράστηκε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1931. Υπήρξε πρόεδρος του Columbia University από το 1901έως το 1945.

[3] Everybody’s Magazine: Ξεκίνησε την κυκλοφορία του στο τέλος ακριβώς του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 1899. Υπήρξε ένα από τα δημοφιλέστερα περιοδικά της Αμερικής. Με ποικίλη ύλη, ειδήσεις, και σοβαρά αλλά και σκανδαλοθηρικά άρθρα εκδιδόταν μέχρι τον Μάρτιο του 1929.

[4] Η Ήπειρος είχε ήδη ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Ο συγγραφέας πιθανόν να εννοεί τη “Βόρειο Ήπειρο”.

[5] Η Διάσκεψη έλαβε χώρα από το 1919 έως το 1920 και είχε ως στόχο την τακτοποίηση των διεθνών εκκρεμοτήτων μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

[6] Ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε το θρόνο κατόπιν απαίτησης των Δυνάμεων που συγκροτούσαν την Entente στις 12 Ιουνίου 1917, υπέρ του γιου του Αλέξανδρου.

[7]  Ο Jacob G. Schurman πρόεδρος του Πανεπιστημίου Cornell ήταν σημαντική προσωπικότητα στο χώρο της πολιτικής και της διπλωματίας., και είχε ηγηθεί εξεταστικής αποστολής το 1899 στις Φιλιππίνες,  για να ερευνήσει την επικίνδυνη κατάσταση που επικρατούσε τότε στη χώρα, μετά τη λήξη της εξέγερσης των ντόπιων (1896-98) εναντίον της ισπανικής κυριαρχίας.

[8] Δεν πρόκειται για Διεθνή Διάσκεψη αλλά για ένα σύμφωνο που υπέγραψαν εκπρόσωποι των 6 ευρωπαϊκών δυνάμεων (Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Αυστρία) και εκπρόσωποι των ελλήνων αυτονομιστών, τον Μάιο του 1914. Εκεί αποφασίστηκε η αυτονομία της επαρχίας του Αργυροκάστρου (όχι όμως και της επαρχίας της Κορυτσάς).  Κατά τα άλλα ο Βενιζέλος είχε ήδη δώσει εντολή για αποχώρηση του ελληνικού στρατού, η οποία ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1914, με αντάλλαγμα τα νησιά του Αιγαίου πελάγους. Ωστόσο, 2 περίπου μήνες νωρίτερα ελλαδίτες αξιωματικοί και πολιτικοί μαζί με εθνικιστές Βορειοηπειρώτες είχαν κηρύξει την αυτονομία της “Βορείου Ηπείρου” και συγκρότησαν κυβέρνηση υπό τον Γ. Χρηστάκη-Ζωγράφο

[9] Για τις ευεργεσίες και τα κληροδοτήματα των Ηπειρωτών, βλ. μεταξύ άλλων, Στέφανος Παπαγεωργίου, Έλληνες Ευεργέτες. ‘Αξιοι της Εθνικής Ευγνωμοσύνης, [Παπαζήσης-Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων], Αθήνα 1997.

[10] Πρόκειται για τη διακήρυξη της 8ης Ιανουαρίου 1918 –στο αμερικανικό Κογκρέσο–που ουσιαστικά είναι οι προτάσεις του  αμερικανού προέδρου για έναν μεταπολεμικό ειρηνικό διακανονισμό.

Ο Βενιζέλος για την Ομογένεια