«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 18o

Η Μικρασιατική Καταστροφή

Όταν τον Αύγουστο του 1922 άρχισε να καταρρέη το μέτωπο στην Μικρά Ασία, πολλοί από εκείνους που τα προηγούμενα επτά χρόνια είχαν πρωτοστατήσει στην δια­μάχη τού Διχασμού, άρχισαν να συνειδητοποιούν τις τραγικές επιπτώσεις του φανατισμού που είχε κατευθύνει τις σκέψεις και την δράσι τους. Σε μια συγκέντρωσι που έγινε τον Αύγουστο του 1922 στην Ουάσιγκτον, οι βασιλόφρονες ενορίτες της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου και οί βενιζελικοι της  Αγίας Σοφίας –και οι εκκλησίες είχαν τότε διχασθή– συνήλθαν για πρώτη φορά υστέρα από τόσα χρό­νια σε κοινό χώρο για να θρηνήσουν μαζί για την συμφορά που εκτυλισσόταν στην Μικρά Ασία.

Στις 17 Σεπτεμβρίου, Κυριακή, χιλιάδες Ελληνοαμερικανοί κατέκλυσαν τους ναούς για να αναπέμψουν δεή­σεις προς τον Ύψιστο για την σωτηρία της Ελλάδος. Οι ακραιφνείς βασιλόφρονες είχαν περιέλθει φυσικά σε δεινή θέσι. Η ευθύνη για την Μικρασιατική Καταστροφή απεδίδετο εξ ολοκλήρου στο καθεστώς του Κωνσταντίνου. Στις 8 Σεπτεμβρίου, ο Εθνικός Κήρυξ σε κύριο άρθρο του ετάχθη χωρίς επιφυλάξεις με το μέρος εκείνων που υπεστή­ριζαν την κατάργησι της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Την γραμμή αυτή υιοθέτησαν και οι Φιλελεύθεροι του Σικάγου. Σε συγκεντρώσεις τους και σε ψηφίσματα που εξέδωκαν τότε, υπεστήριζαν ότι ο ελληνικός λαός θα ζούσε καλύτερα κάτω από ενα Σύνταγμα Αβασίλευτης Δημοκρατίας, δεδομένου ότι, όπως έγραφαν, η “προδοτική δυναστεία” είχε καταπατήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς και είχε οδηγήσει τον Ελληνισμό στην ταπείνωσι και τον εξανδραποδισμό. Οι βασιλόφρονες, αλλά και πολλοί μετριοπαθείς βενιζελικοί, εξακολουθούσαν να θεωρούν την βασιλευομένη δημοκρατία ως το πολίτευμα που θα μπορούσε καλύτερα να εξασφαλίση πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα.

 

Να επιβληθή η αβασίλευτος

 

Ακόμα  και  ο ίδιος  ο Βενιζέλος  την εποχή εκείνη δεν είχε τελείως προσανατολισθή προς την επιβολή της Αβασίλευτης. Πολλοί επίστευαν ότι η παραίτησις του Κωνσταντίνου θα έκλεινε το θέμα χωρίς δραστικότερες επιπτώσεις πάνω στο μέλλον της δυναστείας και του θρόνου. Η ορκωμοσία του Γεωργίου[1] εφάνηκε προς στιγμήν να δικαιώνη τις σκέψεις αυτές. Αλλά τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αμερική, το ρεύμα προς την Αβασίλευτο είχε ήδη αρχίσει να ογκώνεται. Ο Εθνικός Κήρυξ υπεδέχθη την είδησι της παραιτήσεως του Κωνσταντίνου με τον πηχυαΐο τίτλο στην πρώτη σελίδα “Πίπτει ο Προδότης.

Παράλληλα, και ο Εθνικός Κήρυξ αλλά και οι βενιζελικές οργανώσεις στις μεγάλες αμερικανικές πόλεις, άρχισαν να υποστηρίζουν με εντεινόμενη επιμονή την εγκαθίδρυσι Α6ασίλευτης Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα έντονη υπήρξε η αντιμοναρχική κίνησις στο Σικάγο. Πολυάριθμα τηλεγραφήματα εστάλησαν στην Επαναστα­τική Κυβέρνησι των Αθηνών, ενώ παράλληλα, Ελληνοαμερικανοί σε επιστολές τους προς αμερικανικές εφημε­ρίδες ζητούσαν την αμερικανική συμπαράστασι και εξηγούσαν γιατί επεβάλλετο η εγκαθίδρυσις της Δημοκρα­τίας “στην χώρα που γεννήθηκε η δημοκρατία.”

Οι Ελληνοαμερικανοί, και ιδίως οι Φιλελεύθεροι, δεν περιωρίσθηκαν σε φραστικές εκδηλώσεις. Διενήργησαν εράνους και απέστειλαν χρήματα στην Κυβέρνησι των Αθηνών. Και επί πλέον, ανταποκρινόμενοι στις εισηγήσεις των εφημερίδων και ιδίως του Εθνικού Κήρυκος, πολλοί άρχισαν να στέλνουν επιστολές στους συγγενείς των στην Ελλάδα για να τους πείσουν να υποστηρίξουν το επανα­στατικό καθεστώς που υπέσχετο να ανανεώση τον πολιτικό κόσμο πάνω σε δημοκρατικές βάσεις. Δεν έλειψαν βέβαια και οι αντίθετες απόψεις, ιδίως μετά την εκτέλεσι των Έξι.[2]

Παρ’ όλο που ο Εθνικός Κήρυξ υπεδέχθη την εκτέ­λεσι με ικανοποίησι, πολλοί, ακόμα και μεταξύ των βενιζελικών, αισθάνθηκαν αποτροπιασμό για την σκληρή αυτή ενέργεια. Πάντως, αρκετοί απέστειλαν τηλεγραφήματα και επιστολές επιδοκιμασίας προς το καθεστώς, ώστε ο ίδιος ο Πλαστήρας[3] να απευθυνθή από τις στήλες του Εθνικού Κήρυκος στις 11 Δεκεμβρίου 1922 προς την Ομογένεια εκφράζοντας “την ευγνωμοσύνην της Πατρίδος” για την συμπαράστασι των Ελληνοαμερικανών στις δύσκολες ώρες που περνούσε η χώρα.

Τό ενδιαφέρον των Ελληνοαμερικανών δεν περιορίσθηκε βέβαια στις πολιτικές και συνταγματικές εξελίξεις. Ένα από τα κύρια θέματα που συνεκίνησαν την Ομογένεια στο σύνολο της, πέρα από κομματικές τοποθετήσεις κατά μέγα μέρος, ήταν η οικονομική ενίσχυσις της Ελλά­δος και ιδίως η αποκατάστασις των χιλιάδων προσφύγων που εΐχαν συρρεύσει στην Ελλάδα με την Μικρασιατική Καταστροφή.

Η μεταναστευτική νομοθεσία είχε ήδη κλείσει τις πύλες της Αμερικής για τους Έλληνες με το περίφημο σύστημα των “αναλογιών”. Δεν υπήρχε πια δυνατότης να απορροφηθή από την Αμερική ένα τουλάχιστον ποσοστό των προσφύγων. Οι διαδικασίες ήταν τέτοιες που ούτε καν συγγενείς Ελληνοαμερικανών δεν μπορούσαν να έλθουν “εκτός αναλογίας”. Επί πλέον, πολλοί Ελληνοαμερικανοί που είχαν έλθει από τις ελληνικές περιοχές της  Μικράς. Ασίας, δεν είχαν αποκτήσει την αμερικανική υπη­κοότητα κι’ έτσι δεν μπορούσαν να επωφεληθούν ούτε και από αυτές ακόμη τις διατάξεις που ευνοούσαν τους άμε­σους συγγενείς Αμερικανών πολιτών.

 

Βοήθεια προς τα θύματα της Καταστροφής

Κάτω άπό τις συνθήκες αυτές, η μόνη πρακτική μορφή βοηθείας που μπορούσαν να προσφέρουν οι Ελληνοαμερικανοί ήταν οικονομική. Χιλιάδες ομογενείς, και ιδίως εκείνοι που είχαν έλθει από την “εν Ασία Τουρκία”, έπαι­ξαν σημαντικό ρόλο στην αποκατάστασι των προσφύγων συγγενών τους με εμβάσματα, με ρουχισμό, με δέματα, και με την παντοειδή ενίσχυσι που τους έστελναν κατά τα πρώτα μετά την Καταστροφή χρόνια. Υπολογίζεται ότι γύρω στα 85.000.000 δολλάρια της εποχής εκείνης εισέρρευσαν στην Ελλάδα είτε ως εμβάσματα είτε ως προϊόν εράνων από την Ομογένεια κατά την  εξαετία 1924 – 1930.

Κατά την περίοδο αυτή, ο Ελληνισμός της Αμερικής ήταν συγκριτικά το πιο εύρωστο οικονομικά και ψυχικά κομμάτι του Έθνους. Ήταν τότε ακόμα η εποχή που η ολότης σχεδόν των ομογενών άνηκαν στην πρώτη ή το πολύ στην δεύτερη γενεά. Πάντως οι ενήλικες ήσαν κατά την τεραστία πλειοψηφία τους μετανάστες της πρώτης γενεάς, με ισχυρότατους τους ψυχικούς δεσμούς με την γενέτειρα –δεσμούς που δεν είχαν αφηρημένη την υπόστασι, αλλά επήγαζαν από την αγάπη προς γονιούς, αδέλφια, συγ­γενείς και φίλους που ζούσαν στην Ελλάδα. Ήταν, συνεπώς, αναπόφευκτο να υπάρξουν πολλοί που έβλεπαν τον ρόλο των Ελληνοαμερικανών πολύ πιο άμεσο και εκτετα­μένο. Οι πιο απόλυτοι έφθασαν μέχρι του να προτείνουν την εκπροσώπησι της Ομογενείας στην ελληνική Βουλή. Άλλοι, περισσότερο μετριοπαθείς, περιωρίζοντο στο να ζητούν την αποδοχή των ελληνοαμερικανικών απόψεων και συμβουλών κατά την διαμόρφωσι της πολιτικής στην Ελλάδα. Η εμπειρία που είχαν αποκτήσει στην δημοκρα­τική Αμερική, παρείχε το δικαίωμα, κατά την άποψι αυτή, στους Ελληνοαμερικανούς να πάρουν μέρος στην διαμόρφωσι των δημοκρατικών θεσμών.

Αλλά οι καλοπροαίρετες και πατριωτικές αυτές σκέ­ψεις δεν ήταν δυνατόν παρά να βρουν περιωρισμένη πρα­κτική ανταπόκρισι στην Ελλάδα – όπου η πολιτική ηγεσία εδέχετο μεν την συμπαράστασι, ιδίως την οικονομική, αλλά δεν είχε διάθεσι να εκχώρηση στους Ελληνοαμερικανούς δικαιώματα που τα εθεωρούσε αποκλειστικά δικά της– αλλά και στην ίδια τήν Αμερική, όπου η Ομογένεια περνούσε ήδη μια μεταβατική περίοδο, που τελικά θα την έφερνε σε εντελώς νέους ψυχολογικούς και πρακτικούς προσανατολισμούς. Πράγματι, η επταετία 1923 -1930 είδε δραματικές και θεμελιακές αλλαγές στους βασικούς προσανατολισμούς των Ελλήνων και στην Ελλάδα και στην Αμερική. Στην Ελλάδα, η Μικρασιατική Καταστροφή έθεσε με δραματικό τρόπο τέλος  το όραμα της Μεγάλης Ελλάδος, και ενταφίασε δια παντός την πολιτική της “Μεγάλης Ιδέας”. Στην Αμερική, η μεταβολή της μεταναστευτικής νομοθεσίας από την μια πλευρά, και η επιχειρηματική άνθισις της Ομογενείας από την άλλη, έσβυσαν τα όνειρα της επιστροφής στην Ελλάδα.

 


[1] Γεώργιος Β’ (20 Ιουλίου 1890, Τατόι – 1 Απριλίου 1947, Αθήνα) , βασιλιάς των Ελλήνων  από τον  Σεπτέμβριο του 1922 έως τον Μάρτιο του 1924 και από τον Οκτώβριο του 1935 μέχρι το θάνατό του. Η δεύτερη βασιλεία του σημαδεύτηκε από την εγκαθίδρυση του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά.

[2] Στις 31 Οκτωβρίου 1922 άρχισε η συνεδρίαση του Έκτακτου Στρατοδικείου που δίκασε τους οκτώ αξιωματικούς και πολιτικούς, οι οποίοι κατηγορούνταν ως πρωταίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Οι κατηγορούμενοι ήταν ο αρχιστράτηγος Γ. Χατζηανέστης, οι στρατηγοί Μ. Γούδας, Ξ. Στρατηγός, και οι πολιτικοί Δημ. Γούναρης, Νικ. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ. Μπαλτατζής και . Θεοτόκης. Η απόφαση βγήκε στις 15 Νοεμβρίου. Καταδικάστηκαν σε θάνατο οι έξι ενώ ο Γούδας και ο Στρατηγός καταδικάστηκαν σε ισόβια.  Εκτελέστηκαν στις 11.30 το πρωί της επομένης ημέρας

[3] Νικόλαος Πλαστήρας (Μορφοβούνι Καρδίτσας, 1883 – Αθήνα 1953): Στρατιωτικός και Πολιτικός  με πρωταγωνιστικό ρόλο στα πράγματα της χώρας καθ’ όλη τη μεσοπολεμική και την αμέσως μεταπολεμική περίοδο. Βενιζελικός αξιωματικός, προσχώρησε στο κίνημα της “Εθνικής Αμύνης”, πήρε μέρος, ως διοικητής του 5/42 ευζωνικού συντάγματος στην εκστρατεία της Ουκρανίας εναντίον των Μπολσεβίκων (όπου προήχθη επ’ ανδραγαθία σε συνταγματάρχη), και πολέμησε σε όλες της φάσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας, και μετά την Καταστροφή αναδείχθηκε ηγέτης της Επανάστασης του 1922.. Το 1933 αντέδρασε στο αποτέλεσμα των εκλογών της 5ης Μαρτίου που ανέδειξαν νικητές τους αντι-βενιζελικούς και οργάνωσε στρατιωτικό πραξικόπημα. ΤΟ κίνημα αντιμετώπισε την αντίθεση όλου του πολιτικού κόσμου και απέτυχε. Ο ίδιος ο Πλαστήρας διέφυγε στο εξωτερικό. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επανήλθε στο πολιτικό προσκήνιο και διετέλεσε επανειλημένα πρωθυπουργός  (1945, 1950, 1951-52.

ΑΥΡΙΟ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ – Η Ομογένεια ρίχνει ρίζες