«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 32ο

Ο Αθηναγόρας

Ήταν σπαρμένα με πολλά αγκάθια τα πρώτα χρόνια της ποιμαντορίας του Αθηναγόρα. Η οικονομική κρίσις είχε πλήξει σκληρά τις κοινότητες, με αποτέλεσμα να κλείσουν προσωρινά πολλοί ναοί. Η προσπάθεια του Αθηνα­γόρα να ενίσχυση το κύρος της Αρχιεπισκοπής τερματίζοντας την κατάτμησι και τον φατριασμό των κοινοτήτων, συνήντησε στην αρχή την πείσμονα και μυωπική αντίδρασι πολλών που είχαν εθισθή επί δυο δεκαετίες στην ασυνάρ­τητη πολυαρχία του παρελθόντος. Ο θόρυβος, βέ6αια, για την συγκεντρωτική πολιτική του Αθηναγόρα ήταν μάλλον υπερβολικός, όταν σκεφθή κανείς ότι η Αρχιεπισκοπή δεν είχε καν την δύναμι να επιβάλη ούτε ενός δολλαρίου τον χρόνο τακτική εισφορά, και αναγκαζόταν να εξαρτάται από τις εθελοντικές συνεισφορές των πιστών. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 1942, το ετήσιο εισόδημα της Αρχι­επισκοπής ανήρχετο στο ηγεμονικό(!) ποσόν των 41.000 δολλαρίων. Και μετά την εισαγωγή του θεσμού του ενός δολλαρίου (μονοδολλάριο) το 1943, τα έσοδα της Αρχι­επισκοπής παρέμειναν μάλλον πενιχρά. Το 1944 ήσαν 62.657, το 1945, 92.000, το 1948, 100.320, και το 1950, 82.000.

Παρ’ όλους τους περιωρισμένους πόρους της Αρχιεπισκοπής, ο Αθηναγόρας επετέλεσε αξιόλογο έργο. Όταν εξελέγη πατριάρχης το 1948, και έφυγε με το προσωπικό αεροπλάνο του προέδρου Τρούμαν για το Φανάρι, η Αρχιεπισκοπή είχε κάτω από την δικαιοδοσία της τριακόσιες και πλέον κοινότητες, με πολυάριθμους επιβλητικούς ναούς.

Το σπουδαιότερο, οι ανταγωνισμοί και οι διαμάχες που τόσο είχαν ταλανίσει τις ελληνορθόδοξες κοινότητες επί δυό δεκαετίες, αποτελούσαν τώρα μια μακρυνή, ξεθωριασμένη, δυσάρεστη ανάμνησι. Βγαλμένη μέσα από τα σπλάγ­χνα της πρώτης γενεάς των μεταναστών, προχωρούσε με σταθερά βήματα η δεύτερη και τρίτη γενεά, γέννημα και θρέμμα της Αμερικής, νέοι και νέες με ελληνική καταγωγή, αλλά ταυτόχρονα ένας καινούργιος κόσμος ποτι­σμένος με την αμερικανική κουλτούρα, βασικά αγγλόφω­νος, με νέες απαιτήσεις και νέα προβλήματα, που εκαλούσε την ορθόδοξη Εκκλησία να πάρη θέσι και να δια­μόρφωση λύσεις. Ήδη, ο Αθηναγόρας με την κρυστάλλινη διορατικότητα που πάντοτε τον διέκρινε, είχε διαγνώσει την ανάγκη να δημιουργηθή γηγενής κλήρος, ιερείς γεν­νημένοι στην Αμερική, που να έχουν κοινές πολιτιστικές εμπειρίες με το ορθόδοξο πλήρωμα των κοινοτήτων τους, έτοιμοι να πάρουν στά χέρια τους τον πυρσό της Ορθοδο­ξίας, όταν αναπόφευκτα η ηγεσία των κοινοτήτων θα περνούσε από τα χέρια των πρώτων μεταναστών στους εκπροσώπους της δεύτερης και της τρίτης γενεάς. Το 1937, με την οικονομική ενίσχυσι Ελληνοαμερικανών που είχαν επι­τύχει στον επιχειρηματικό τομέα, ο Αθηναγόρας ίδρυσε, στην πόλι Πόμφρετ (Pomfret) της Κοννέκτικατ την Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, που δέκα χρόνια αργότερα μεταφέρ­θηκε στην σημερινή της έδρα στο Μπρούκλιν (Brookline) της Μασσαχουσέττης.

Παράλληλα, ο Αθηναγόρας έστρεψε την προσοχή του προς την διατήρησι και διαιώνισι της ελληνικής γλώσσας     –γιατί, όπως θα έλεγε αργότερα, “μιά εθνότης που ξεχνά την γλώσσα της, χάνει την υπόστασί της.” Τον Σεπτέμβριο του 1944, η Φιλόπτωχος Αδελφότης που ο Αθη­ναγόρας είχε ιδρύσει το 1931, αγόρασε για 55.000 δολλάρια την θαυμάσια έπαυλι Ρούπερτ (Rupert) εις το Γκάρισον (Garrison) της Νέας Υόρ­κης για την εγκατάστασι της Ακαδημίας του Αγίου Βασιλείου, που θα γινόταν το φυτώριο για την εκπαίδευσι κυρίως αμερικανογεννημένων διδασκάλων της ελληνικής [γλώσσας] για τα παιδιά της νέας γενεάς. Τά ιδρύματα αυτά ήταν η “σπορά του καλού σπορέως”, που θα απέδιδε καρπούς, όπως ήλπιζε ο Αθηναγόρας, αργότερα.

Για την Ομογένεια, η γλώσσα και η Ορθοδοξία αποτελούσαν τα δυο βασικά κριτήρια, αλλά και τις δυο θεμελιακές προϋποθέσεις για την διατήρησι της ελληνικής υφής της. Κιόσο μεν η τεράστια πλειοψηφία απετελείτο από τους μετανάστες που είχαν έλθει από την Ελλάδα, δεν υπήρχε καν πρόβλημα. Αλλά με τους περιορισμούς των “αναλογιών” που είχαν επιβάλει οι μεταναστευτικοί νόμοι του 1921 και 1924, η ανανέωσι του ελληνοαμερικανικού στοιχείου με καινούργιο αίμα άπό την Ελλάδα είχε σχε­δόν στερέψει, ενώ ταυτόχρονα έφευγαν από την ζωή ο ένας μετά τον άλλο οι πρωτοπόροι. Η δεκαετία του 1950, ήταν ίσως η πιο κρίσιμη για την επιβίωσι του ελληνοαμε­ρικανικού στοιχείου και ιδιαίτερα της Εκκλησίας. Με το πέρασμα των ελληνογεννημένων μεταναστών, καταθλι­πτικά ερωτήματα επίεζαν όλους εκείνους που ενδιεφέροντο για την Ομογένεια και την μελλοντική της εξέλιξι. Θα χανόταν η δεύτερη και η τρίτη γενεά μέσα στο παμφάγο αμερικανικό χωνευτήρι; Θα έπαιρναν μαζί τους στον τάφο τους την ελληνικότητα τους οι μετανάστες της πρώτης γενεάς; Ο γράφων θυμάται τον αρχιεπίσκοπο Μιχαήλ να λέη σε συντροφιά ομογενών σε ενα φιλικό σπίτι στην πόλι Σύρακιουζ[1] της Νέας Υόρκης: “Οι αριθμοί μιλούν εναντίον μας, αγαπητοί μου. Ο αδυσώπητος νόμος της Φύσεως μας παίρνει έναν-έναν τους πρωτοπόρους. Μόνον βασική αλλαγή της μεταναστευτικής νομοθεσίας είναι δυνατόν να μεταβάλη τά πράγματα.” Κατά την κρίσιμη εκεί­νη καμπή, όταν η Ομογένεια αντιμετώπιζε την προσαρ­μογή της στις νέες συνθήκες της μεταπολεμικής Αμερι­κής, και την μεταλαμπάδευσι του ομογενειακού πυρσού στις νέες Αμερικανογεννημένες γενεές, έτυχε να 6ρεθή στο πηδάλιο ένας εμπνευσμένος και διορατικός ιεράρχης, ο Μιχαήλ, που διεδέχθη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον μεγάλο Αθηναγόρα.

 

Αντάξιος συνεχιστής ο Μιχαήλ

 

Ο αρχιεπίσκοπος Μιχαήλ υπήρξε πραγματικά αντάξιος συνεχιστής του έργου του Αθηναγόρα. Με πλατειά μόρφωσι, βαθειά γνώσι ανθρώπων και πραγμάτων, χωρίς φθηνή οίησι ή έπαρσι, σοβαρός στην σκέψι και “ντόμπρος” στην αντιμετώπισι των ποικίλων θεμάτων, από τα ελαχι­στότατα εως τά πιο θεμελιακά, μειλίχιος αλλά και ανυπο­χώρητος  στα   μεγάλα  πιστεύω   του,   ο   Μιχαήλ   εκράτησε σταθερά το πηδάλιο της Εκκλησίας σε μια δύσκολη περί­οδο, καθώς η Ομογένεια περνούσε στις νέες συνθήκες που εδημιουργούσε η σταθερή προώθησις των γεννημένων στην Αμερική Ελληνοαμερικανών σε ηγετικούς ρόλους.

Όταν απεδήμησε εις Κύριον στίς 13 Ιουλίου 1958, ο Μιχαήλ είχε ήδη επιτελέσει ενα πλούσιο έργο υποδομής; που οι καρποί του θα ωρίμαζαν στις επόμενες μετά τον θάνατο του δεκαετίες. Στην δεκαετία της ποιμαντορίας του, ο Μιχαήλ διηύρυνε και εβελτίωσε Την δομή και το πρόγραμμα της Θεολογικής Σχολής, ίδρυσε το Γηροκομείο, ενίσχυσε τον θεσμό των βοηθών επισκόπων, επεξέτεινε το έργο των Φιλόπτωχων, προήγαγε την ίδρυσι κοινοτικών κέντρων, και έθεσε τις βάσεις για την δημιουργία οργα­νώσεως τών νέων.

Πρακτικός ο Μιχαήλ, στην πρώτη του κιόλας επαφή με την λαϊκή ηγεσία της Ομογενείας, μεταχειρίσθηκε την γνωστή ρήσι του Δημοσθένους “δει δη χρημάτων…” Στην 10η κληρικολαϊκή συνέλευσι του 1951, ο Μιχαήλ επέτυχε να καθιερωθή το “δεκαδολλάριο”. Επί δεκαετίες η αρχιεπισκοπή στηριζόταν στην εθελοντική συνδρομή των πι­στών, που δεν υπήρξε ποτέ υπερβολικά γενναιόδωρη. Το 1943, ο Αθηναγόρας είχε επιτύχει να καθιερωθή η συνδρομή ενός δολλαρίου τον χρόνο(!) για κάθε εγγεγραμμένο μέλος της Εκκλησίας. Η απόφασις του Μιχαήλ να δεκαπλασιάση με μια μονοκονδυλιά την ετησία συνδρομή ήταν, θα τολμούσε να πη κανείς, ηρωϊκή για την εποχή εκείνη. Πολλοί του είπαν, οτι με την αύξησι αύτη θα έφευ­γαν και όσοι από τους “παλιούς” έμεναν στις κοινότητες, ενώ θα απεμάκρυνε τελεσίδικα και τους νέους της δεύτε­ρης γενεάς. Ο Μιχαήλ, σε μια σταράτη απόκρισί του έβα­λε το θέμα στις πραγματικές του διαστάσεις. Αν πρόκει­ται, είπε, η αγάπη τους για την Εκκλησία να μην μετριέται ούτε σε δέκα δολλάρια τον χρόνο, τότε δεν έχομε καμμιά θέσι εδώ.

Η καθιέρωσις του δεκαδολλαρίου είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν τα έσοδα της αρχιεπισκοπής από 81.956 δολλάρια το 1950 σε 329.726 το 1951, για να φθάσουν σε 585.698 το 1958. Παράλληλα, ο Μιχαήλ έθεσε τις βάσεις για την ίδρυσι της Ελληνορθόδοξης Νεολαίας Αμερικής (Greek Orthodox Youth of America – G.O.Y.A. με αντικειμενικό σκοπό να προσέλκυση και να κράτηση κοντά στην Ομογένεια και την Ορθοδοξία τα αμερικανογεννημένα αγόρια και κορίτσια. Με την φωτισμένη και ρεαλιστική χειραγώγησι του Μιχαήλ, η G.O.Y.A. απέφυγε από την αρχή να πάρη ενα στενά θρη­σκευτικό χαρακτήρα, κι’ αντίθετα προσεπάθησε να δημιουργήση μια εστία για την ανάπτυξι κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των νέων ομογενών, την μεταλαμπάδευσι της ελ­ληνικής κουλτούρας με τους χορούς και! τα τραγούδια της γενέτειρας, και την αβίαστη μεταμόσχευσι της αγάπης προς την Ελλάδα και την Ορθοδοξία. Ίσως ο θερισμός ως τώρα να μην υπήρξε όσο πλούσιος τον είχε οραματισθή ο Μιχαήλ, αλλά το σημερινό σφρίγος των κοινοτήτων σχε­δόν μια ολόκληρη γενεά μετά την ποιμαντορία του Μιχαήλ, αποτελεί ορατή απόδειξι ότι η σπορά δεν έμεινε χωρίς καρπούς.

Γεννημένος πολιτικός και διπλωμάτης, ο Μιχαήλ προσπάθησε επίσης να κινητοποίηση τις πολιτικές δυνάμεις της Ομογενείας για να επιτυχή την προβολή της Ορθοδοξίας στην Αμερική και την επιβολή της στην συνείδησι των αμερικανικών αρχών. Μια ακόμη συμβολική εκδήλωσις της προόδου που είχε επιτευχθή, ήταν και η παρουσία του προέδρου Αϊζενχάουερ στά θυρανοίξια του καθεδρικού ναού της Αγίας Σοφίας στην Ουάσιγκτων. Όταν έκλεινε τα μάτια του στις 13 Ιουλίου 1958, ο Μιχαήλ μπορούσε να πη σαν τον καλό λευίτη “νυν απολύεις τον δούλον σου…”

 

Η άφιξις του Ιακώβου

Με την άφιξι του Ιακώβου την 1η Απριλίου 1959, η Αρχιεπισκοπή Αμερικής άνοιξε μια καινούργια σελίδα στην Ιστορία της. Στο φύλλο της επομένης, ο Εθνικός Κήρυξ έδωσε εκτενή περιγραφή της υποδοχής που επεφύλαξε η Ομογένεια στο νέο αρχιεπίσκοπο κατά την άφιξί του με το υπερωκεάνειο Βασίλισσα Ελισάβετ αργά την νύκτα προς την 1η Απριλίου. “Η γενομένη εις τον πρωθιεράρχην υποδοχή εκ μέρους της Ομογενείας, η οποία είχε πληροφορηθή εγκαίρως υπό του ‘Εθνικού Κήρυκος’ τα του καθυστερηθέντος κατάπλου του δονηθέντος σφοδρότατα υπό πρωτοφανούς τρικυμίας εις τον Ατλαντικόν υπερωκεανείου, υπήρξε, παρά το προκεχωρημένον της ώρας, ογκώ­δης, συγκινητική, και επιβλητική. Άνω των δύο χιλιάδων ομογενών της Νέας Υόρκης και άλλων πόλεων, ιδία εκ Βοστώνης, Σικάγου, Ντητρόϊτ και Λος Άντζελες, είχαν προσέλθει ενωρίς εις την αποβάθραν δια να καλωσορίσουν τον αφικνούμενον Ιεράρχην  και δεχθούν τας  ευλογίας του.”

Ο νέος αρχιεπίσκοπος βρήκε μια οικονομικά εύπορη και οργανωτικά σφριγηλή Αρχιεπισκοπή. Φιλοδοξώντας να φέρη την εν Αμερική Ελληνική Ορθοδοξία στις πρώτες   γραμμές   της   εκκλησιαστικής   ηγεσίας ο   Ιάκωβος ανέλαβε πρωτοβουλίες μέσα στα πλαίσια του Συμβουλίου Εκκλησιών και ακόμη μέσα στην ιστορική προσπάθεια για την αποκατάστασι κανονικών σχέσεων μεταξύ του Βατικανού και της Ορθοδοξίας.

Ο αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος ανέπτυξε στενές ανέσεις συνεργασίας με όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις και το 1970 επέτυχε την ίδρυσι ενός θερινού κέντρου κατασκηνώσεων για παιδιά της Ομογενείας ηλικίας 12 μέχρι 15 ετών, στην περιοχή του Βαρθολομιού στην Πελοπόννησο. Παράλ­ληλα, έθεσε σε εφαρμογή μια ευρεία αναδιοργάνωσι της Αρχιεπισκοπής με αντικειμενικό σκοπό την συγκεντρωτικώτερη διοίκησί της, με αποτέλεσμα να επικριθή με Την κατηγορία ότι αφαιρεί από το λαϊκό πλήρωμα της Εκκλη­σίας κάθε δυνατότητα επηρεασμού των δραστηριοτήτων της Αρχιεπισκοπής.[2]

 

Ο σάλος της 20ης Κληρικολαϊκής

Η σοβαρώτερη κρίσις στις σχέσεις του αρχιεπισκόπου Ιακώβου με την Ομογένεια, εξέσπασε τον Ιούνιο του 1970, όταν με δική του πρωτοβουλία η 20η κληρικολαϊκή συνέλευσις απεπειράθη να αντικαταστήση την ελληνική γλώσσα στο τελετουργικό της Εκκλησίας με την “επιχώριο” γλώσσα και, επίσης, να “ανεξαρτοποιήση” την Αρχιεπισκοπή Αμερικής από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η αντίδρασις του ελληνοαμερικανικού Τύπου και ενός μεγάλου τμήματος της Ομογενείας υπήρξε άμεση και αποφασιστική. Οι περισσότερες οργανώσεις, περιλαμβανομέ­νης της ΑΧΕΠΑ, εξεδήλωσαν με ψηφίσματα και ανακοι­νώσεις την απόλυτη αντίθεσί τους προς τις αποφάσεις της Κληρικολαϊκής. Ουσιαστικά, οι αποφάσεις αυτές της 20ης Κληρικολαϊκής αποτελούσαν την σοβαρώτερη απειλή κατά του ελληνικού χαρακτήρος της εν Αμερική Ορθοδοξίας. Η Εκκλησία είχε αντιμετωπίσει και άλλες δύσκολες ώρες εις το παρελθόν, ιδίως την εποχή του διχασμού και της πολυαρχίας, αλλά τότε δεν απειλούντο οι θεμελιακές βά­σεις του θεσμού. Το 1970, όμως, η απειλή εστρέφετο εναν­τίον της ελληνικής υφής της Ορθοδοξίας και η απειλή προερχόταν από τον ίδιο τον προκαθήμενο της Εκκλησίας.

Η προσπάθεια εκείνη τελικώς απέτυχε, αφού το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε επίσημη συνοδική Απόκρισι υπέ­μνησε στην εν Αμερική Αρχιεπισκοπή ότι βάσει του 1ου άρθρου   του   Καταστατικού  της,   αποτελεί   “Επαρχία  του Κλίματος του Αγιοτάτου Αποστολικού και Πατριαρχικού Οικουμενικού θρόνου…” και ότι, βάσει επίσης του 2ου άρθρου του Καταστατικού της Αρχιεπισκοπής, “λειτουργική γλώσσα εστίν η Ελληνική, εν η εγράφησαν τα Άγια Ευαγγέλια…”. Η μόνη παραχώρησις του Πατριαρχείου συνίστατο στην επανάληψι της αποδοχής των αποφάσεων του 1964 για την ανάγνωσι του Ευαγγελίου και της Απο­στολικής Επιστολής και στην αγγλική.

Η Αρχιεπισκοπή Αμερικής προσεπάθησε στην αρχή να μείωση την εντύπωσι από την αυστηρή υπόμνησι του πατριάρχου, αλλά τελικά ανέκρουσε πρύμναν και, στην 21η κληρικολαϊκή συνέλευσι, ο αρχιεπίσκοπος εδήλωσε κατά τον “επισημότερον τρόπον” οτι η Αρχιεπισκοπή σκο­πεύει να πολιτευθή του λοιπού επί τη βάσει “του 1ου και του 2ου άρθρου του Συντάγματος της Ιεράς Αρχιεπισκο­πής” όπως είχε υποδείξει το Πατριαρχείο. Παρά ταύτα, πολλοί ιερείς συνεχίζουν να απαγγέλλουν ή να ψάλλουν σε αγγλική μετάφρασι ύμνους καί ευχές άπό την θεία λειτουργία, με κωμικά ενίοτε αποτελέσματα.

ΑΥΡΙΟ: Πολιτικές πρωτοβουλίες

 


 

[1]Syracuse: Πόλη της κομητείας Onondaga, στο κέντρο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης.

[2] Ιάκωβος (κοσμικό όνομα Δημήτριος Κουκούζης). Γεννήθηκε στην Ίμβρο το 1911. Το 1950 εκλέχτηκε επίσκοπος Μιλήτου και ταυτόχρονα διορίστηκε Σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής Χάλκης. Στη συνέχεια εκλέχτηκε επίσκοπος Μελίτης (Μάλτας, 1954), μόνιμος εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο “Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών” (1955-1968), ενώ το 1956 προήχθη σε μητροπολίτη. Τον Φεβρουάριο 1959 εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής.