ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Τ΄ όνειρο!

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

 

Ξύπνησε νύχτα κι είδε μπροστά του καντηλανάφτη,

μεσ΄ το σκοτάδι να καυγαδίζει  με ένα ναύτη.

πιο πέρα έπαιζαν μέσα στις λάσπες κάτι παιδάκια

και παρακάτω με λύσσα σκούζανε δύο σκυλάκια!

 

Είπε, δε γίνεται πρέπει  ν’ αλλάξω τη γειτονιά μου.

Να βρω μια άλλη να χουζουρεύω τη μοναξιά μου.

Μα όσο κι αν έψαξε, όσο κι αν έτρεξε,  όπου κι αν πήγε,

παιδιά και σκύλους, καντηλανάφτες  και ναύτες είδε!

 

Όλα είναι ίδια σε έναν κόσμο που όλο αλλάζει.

Το χθες με τ αύριο και με το σήμερα σε όλα μοιάζει!

Σκάνδαλα, μίζες, φοροφυγάδες και τζαμπατζήδες,

πάνε αντάμα με τις μαϊμούδες, τους χιμπατζήδες…

 

Γίναμε ζούγκλα, θεριά ανήμερα και σαρκοβόρα

Μια κοινωνία χωρίς συμπάθεια και αιμοβόρα.

Καθένας κλείστηκε μες το δικό του μικρό καβούκι

Και πως θα έβγει μονάχα νοιάζεται από το λούκι!

 

Τριγύρω πέφτουνε, ανάμεσά μας  κορμιά και βόλια.

Κλαίει  χτυπιέται, στερνά σπαράζει  η μάνα η δόλια.

Και μείς αλύπητοι να κυνηγάμε  το φακελάκι

και το αυθαίρετο δίπλα να στήνουμε στο ποταμάκι.

 

Χίλια μνημόνια, χιλιάδες φόροι και ραβασάκια,

της εφορίας και της ΔΕΗ τα χαρατσάκια!

Και αυτός ανήμπορος , φτωχός και άφραγκος  να συλλογιέται,

μόνο μια μέρα  για να πεθάνει, αν  ειν’  που γεννιέται.

 

Πάνω που έλεγε στο ίδιο τσουκάλι βράζουμε όλοι,

μέσα στο τρένο κάποιος του άρπαξε το πορτοφόλι.

Κι αυτός  εγέλαγε με την ψυχή του καθώς  νογούσε

πως ήταν άδειο εδώ και μήνες και πως  περνούσε,

 

με δανεικά απ το χασάπη, το  μανάβη και τον μπακάλη,

από τις τράπεζες  και ζεσταινότανε  μ’  ένα μαγκάλι!

Κι είπε  μια μέρα να το αφήσει ναν’  αναμμένο

να κοιμηθεί  και να ξυπνήσει  αναστημένο,

 

σ’  ένα παράδεισο που ‘θάνε κόλαση  ή κι αντιστρόφως.

Μα δεν θα σκιάζεται ούτε θα κρύβεται μέσα στο σκότος!

Ούτε θα νοιάζεται για κάθε  Αλέξη, κάθε  Αντώνη,

Για κάθε  Άκη,  κάθε  Γιωργάκη κάθε τρομπόνι!

 

Μα πάλι σκέφθηκε στον άλλο κόσμο θα είχε τάξη

Κι ίσως του χάλαγε το αραλίκι που ‘ταν εντάξει.

Ίσως τον βάζανε να λιβανίζει νύχτα και μέρα

Αρνιά να φύλαγε ή και να έπαιζε με μια φλογέρα.

 

Κι είπε καλύτερα στη γη που ξέρω και υπομένω!

Και ίσως αύριο λαμόγιο  γίνομαι κι άλλο δεν μένω

φτωχός,  ανήμπορος και πεινασμένος.

Πλούσιος γίνομαι  και δοξασμένος!..

 

Αυτά σκεφτότανε όταν πετάχτηκε απ΄ το κρεβάτι,

Πως ήταν όνειρο ευθύς στοχάστηκε κι ένοιωσε κάτι

Να φτερουγίζει με μια λαχτάρα μέσα στα στήθια

Για τη ζωή και  για τον ήλιο, για την αλήθεια.