ΓΝΩΜΗ: Εκκλησία και νέος ελληνισμός- Oπτικές και απόψεις για το ρόλο και τη συμβολή της Εκκλησίας

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΑΠΑΛΙΑΡΗ

Η Εκκλησία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποτελεί μια συνεχή παρουσία, υπεισέρχεται με πολλούς τρόπους στην σύγχρονη πραγματικότητα, παρά την πτώση του θρησκευτικού συναισθήματος και την ιεράρχηση κατ` εξοχήν με κοσμικά κριτήρια του σύγχρονου κόσμου.

Η παρουσία της στο χρόνο και στο χώρο, μπορεί να ιδωθεί ή και να αποτιμηθεί από διάφορες κύριες ή δευτερεύουσας σημασίας οπτικές. Στην ελληνική περίπτωση από την οπτική της συμβολής της στη διαμόρφωση και τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης και τις αντινομίες που παρουσίασε επί τουρκοκρατίας σε σχέση με τα αιτήματα της εθνικής χειραφεσίας. Από τις σχέσεις της με την οθωμανική εξουσία, το ειδικό ιδεολογικό βάρος των διδαχών της, την απήχηση τους στην θρησκευτική και κοινωνική συμπεριφορά των πιστών, αλλά και την πολιτική στάση τους απέναντι στην οθωμανική εξουσία. Από άλλες περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέρουσες οπτικές: από την σύγκρουση του χριστιανισμού με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, από την εξ ορισμού θέση και υπερεθνική αποστολή της Εκκλησίας. Τη δογματική διδασκαλία της, την συμβολή της στην ελληνική παιδεία και την αποτροπή εξισλαμισμού των ελληνικής καταγωγής πληθυσμών, που ορισμένοι τονίζουν εμφατικά. Ή τέλος από την ιστορική οπτική της παρουσίας της ως ρυθμιστικού παράγοντα στην κοινοτική οργάνωση επί οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως και σήμερα στην περίπτωση της κοινοτικής οργάνωσης του Ελληνισμού της Διασποράς.

Ι. ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ

Εξετάζοντας εδώ, κατά κύριο λόγο την παρουσία της στον ιστορικό κόσμο της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της εθνικής εθνεγερσίας, επικρατέστερη ως τώρα άποψη αποτελεί αυτή που θεωρεί ότι η Εκκλησία συντηρούσε την εθνική συνείδηση και εξαγίαζε την εξέγερση εναντίον των αλλοθρήσκων. Ωστόσο, αποτελεί άποψη που φαίνεται να χάνει συνεχώς έδαφος από την συνεχώς ανανεωμένη ιστορική έρευνα και την αναψηλάφηση των δεδομένων. Μια από τις πολλές διιστάμενες, αλλά ανερχόμενες απόψεις για τον ρόλο και τη συμβολή της Εκκλησίας επί τουρκοκρατίας εμφανίζεται να υποστηρίζει, πως αντίθετα με την άποψη ότι η Εκκλησία συντηρούσε την εθνική συνείδηση και εξαγίαζε την εξέγερση εναντίον των αλλοθρήσκων, αντιθέτως, ο ελληνικός λαός, ασπαζόμενος τις δογματικές διδαχές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, παρουσιάζεται να δέχτηκε με χριστιανική εγκαρτέρηση την τουρκική κατάκτηση. Μάλιστα, ως έχει λεχθεί, ως «παιδείαν Θεού διά τας αμαρτίας ημών», παρά ως μια εθνική καταστροφή που υπαγόρευε την αντίσταση των χριστιανών στους Οθωμανούς κατακτητές και την στήριξη σε αυτό τον αγώνα της Εκκλησίας ως υποτιθέμενης «μητέρας-τροφού» του έθνους. «Την αντίληψη αυτή», ως «παιδείας Θεού» όπως αναφέρεται σε σχετική προσέγγιση, «είχε υιοθετήσει ή υπαγόρευε η Ανατολική Εκκλησία, ακολουθώντας την πανάρχαιη εβραιοχριστιανική αντίληψη για τον ρου της ανθρώπινης ιστορίας» ( Πατρινέλης Χ., 1998: 60)

Ο Ν. Σβορώνος, στο έργο του Το Ελληνικό έθνος. Γένεση και Διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού (2004), παρότι σε πολλά σημεία αποδίδει αρνητικά πρόσημα στο ρόλο του χριστιανισμού θεωρώντας ότι η αποδοχή και η επικράτηση του προκάλεσε βαθμιαία εξασθένιση της συνείδησης του Ελληνισμού , σε άλλο σημείο φαίνεται να θεωρεί θεμελιακή τη συμβολή της Εκκλησίας στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Υπό το πρίσμα της συμβολής της στην ελληνική παιδεία, της αποτροπής εξισλαμισμού των ελληνικών πληθυσμών και του γεγονότος ότι η εθνική ιδέα συνδέθηκε με τη χριστιανική ορθοδοξία και την Εκκλησία (Σβορώνος Ν., 2004: 84).

Είναι πράγματι γεγονός ότι εθνική ιδέα ειδικά υπό τις συνθήκες της οθωμανικής κατάκτησης υπερκεράστηκε με χριστιανικό περιεχόμενο. Ωστόσο, έχοντας υπόψη την υπερεθνική αποστολή της Εκκλησίας και το ιστορικό υπόβαθρο της σύγκρουσης της χριστιανικής θρησκείας με τον Ελληνισμό και την ελληνική σκέψη, πέραν από τα όσα οικειοποιήθηκαν οι πατέρες της Εκκλησίας να θεμελιώσουν τη δογματική της, η συμβολή αυτή, ως προς την παιδεία του γένους, ασκούμενη κατά κύριο λόγο σε σχέση με τη θρησκευτική της αποστολή, είναι προφανές ότι απέρρεε από τα εξ ορισμού καθήκοντα και τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα της Εκκλησίας. Αυτό, είναι προφανές από το έντονα θρησκευτικό περιεχόμενο που έδωσε στην παρεχόμενη ελληνόγλωσση εκπαίδευση, όπως προκύπτει από τη διδασκόμενη ύλη και την κατεύθυνση της παιδείας υπό την αιγίδα της . Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι η παρερχόμενη από την Εκκλησία εκπαίδευση στόχευε πρωτίστως στη χριστιανική αγωγή, στην παραγωγή και αναπαραγωγή πιστών στην Εκκλησία. Πράγμα που δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει ως τώρα την ελληνική ιστοριογραφία, έτσι που πολλοί εξαίρουν το ρόλο της, ατεκμηρίωτα σε σχέση με αυτή την παράμετρο της παρουσίας της στην ελληνική παιδεία.

Εκτός αυτού, για την παρεχόμενη διδασκαλία, η οποία γινόταν κυρίως από μοναχούς, από περιηγητές εκείνης της εποχής, φέρεται οι μαθητές να κατέβαλαν δίδακτρα . Από την άλλη, κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας, αντιθέτως, με τα λεγόμενα της Εκκλησίας για τη συμβολή της στην παιδεία, όπως προκύπτει από τη νεώτερη ιστορική έρευνα, «η ίδρυση και η λειτουργία των περισσότερων σχολείων του ελληνικού χώρου οφείλονται στο ενδιαφέρον των κοινοτήτων, που ανέλαβαν όχι μόνον την μισθοδοσία των δασκάλων αλλά και τη φροντίδα για την παροχή υποτροφιών στους μαθητές» (Σφυρόερας Β., 1998: 28). Πέραν δε τούτου, είναι ευρύτερα γνωστό, πως η ίδρυση και η χρηματοδότηση πλήθους σχολείων την εποχή εκείνη οφειλόταν στη γενναιοδωρία διαφόρων φιλογενών, κατά μεγάλο μέρος προερχομένων από τον παροικιακό Ελληνισμό των διαφόρων χωρών.

Ιδωμένη από αυτή την ιδιαίτερη οπτική, η εισφορά της στην ελληνική παιδεία, εξυπηρέτησε τη διατήρηση του χριστιανισμού και την επικοινωνία της Εκκλησίας με το ποίμνιο της, σε τελευταία ανάλυση την επιβίωση της ίδιας της Εκκλησίας. Δεν στόχευε, εξ ορισμού, εκ του αντικειμένου της αποστολής της στην διατήρηση του ελληνισμού ως διακριτής εθνότητας, στην εξυπηρέτηση της ελληνικής εθνικής ιδέας. Ιδέα, η οποία μάλιστα υπό τις επιδράσεις του χριστιανισμού, την ανεθνική αποστολή της Εκκλησίας και τις σχέσεις της με την οθωμανική εξουσία υπέπεσε σε χειμέρια νάρκη ως προς τις μεγάλες μάζες του Ελληνισμού. Για να αναβιώσει τα νεώτερα χρόνια με την Επανάσταση του `21 υπό τις επιδράσεις των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού, την αστική ανάπτυξη του παροικιακού Ελληνισμού και την καθοδική και διαλυτική πορεία ισχύος της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

ΙΙ. Η ΣΥΜΒΟΛΗ «ΑΛΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ» ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

Είναι βέβαια γνωστό πως οι Έλληνες δεν περίμεναν την Γαλλική Επανάσταση και το Διαφωτισμό για να ξεσηκωθούν, όπως έδειξαν τα προ της Γαλλικής Επανάστασης προεπαναστατικά κινήματα.

Ο Σβορώνος αναφερόμενος σε αυτά σε σχέση με την παρουσία και τη συμβολή της Εκκλησίας, υποστηρίζει ότι «στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία όχι μόνο δεν ανατίθεται στα απελευθερωτικά κινήματα που υποκινούνται από τις δυτικές χριστιανικές δυνάμεις, αλλά συχνά συμμετέχει ενεργά και πολλές φορές τα κατευθύνει». (σ. 85)

Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, αντιπαρέρχεται το γεγονός ότι τα κινήματα αυτά υπήρξαν αδύναμα, μικρής λαϊκής συμμετοχής, και όπου συμμετέχουν σε αυτά κληρικοί εμφανίζονται να συμμετέχουν αποσπασματικά, ιδία πρωτοβουλία και κατά παρέκκλιση της γραμμής νομιμοφροσύνης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν τα αποτυχημένα κινήματα του Μητροπολίτη Λαρίσης Διονύσιου (1600 και 1611). Κινήματα, τα οποία, αν και υπήρξαν τα πιο σημαντικά στους πρώιμους χρόνους της τουρκικής κατάκτησης, αντί να τύχουν ευρείας υποστήριξης έστρεψαν εναντίον τελικά και τις μάζες, αλλά και την ίδια την Εκκλησία. Η τελευταία μάλιστα, κατά τις σχετικές ιστορικές αναφορές, τον αφόρισε , και οι άνθρωποι της τον παρώδησαν ως «Σκυλόσοφο», παρά την επικρατούσα άποψη ότι η Εκκλησία συντηρούσε την εθνική συνείδηση και εξαγίαζε την εξέγερση εναντίον των αλλοθρήσκων.

Ο Σβορώνος, σε άλλο σημείο στο προαναφερόμενο έργο, προφανώς αναλογιζόμενος την πολυπλοκότητα του ζητήματος και την ευρύτητα του περιεχομένου της εθνικής συνείδησης η οποία δεν αποτελεί μονοδιάστατο φαινόμενο, σημειώνει σχετικά ότι: «Ο πλουτισμός του περιεχομένου της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων, η προσπάθεια της αποσαφήνισης και της εναρμόνισης των διαφόρων στοιχείων που την συνθέτουν, θα γίνει ουσιαστικά από τις δυνάμεις που αναπτύχθηκαν σε αντίθεση με την τουρκική κατάκτηση και έξω από αυτήν» (Σβορώνος Ν., 2004: 92). Αυτές, ως αναφέρεται στη συνέχεια, ήταν οι αντάρτικες ομάδες που σχηματίστηκαν από τα πρώτα χρόνια της κατάκτησης, οι οποίες αντετίθεντο στο πνεύμα της παθητικής αντίστασης και της προσαρμογής των ηγετικών ομάδων του Ελληνισμού, κι ακόμα οι ομάδες των λογίων μεταναστών στην Δύση. Λόγιοι, οι οποίοι καλλιεργούσαν την ιδέα της σύνδεσης με την αρχαία Ελλάδα και την ιδέα της συνέχειας του Ελληνισμού, που, ως αναφέρει, «… είχε εν τω μεταξύ εγκαταλειφτεί από την Εκκλησία» (Σβορώνος Ν., 2004: 93). Η δράση των λογίων αυτών, όπως αναφέρει σε άλλο σημείο, «συνδέει τον Ελληνισμό και την εθνική ιδέα με το πνεύμα της δυτικής Αναγέννησης και τον ανθρωπισμό».

ΙΙΙ. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΡΟΙΚΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Σε αντιδιαστολή με την Εκκλησία, στις «άλλες δυνάμεις», ιδιαίτερα ειδικό βάρος, μπορεί να λεχθεί, είχε ο Ελληνισμός της Διασποράς, ο οποίος συγκροτούσε τον κύριο κορμό της τότε αστικής τάξης διασκορπισμένος και συγκροτημένος σε ελληνικές παροικίες και κοινότητες σε διάφορες χώρες . Το ειδικό του βάρος ήταν αναπόφευκτα μεγάλο, καθώς η ανάπτυξη του εμπορίου και η συσσώρευση κεφαλαίων στα χέρια Ελλήνων εμπόρων έδωσε την δυνατότητα να διαθέτουν αξιόλογα χρηματικά ποσά για τη γενίκευση και την άνοδο της ελληνικής παιδείας και την προετοιμασία του αγώνα. Με την ίδρυση και συντήρηση ελληνικών εκπαιδευτικών και πολιτιστικών ιδρυμάτων. Τόσο σε όλες τις περιοχές της ελληνικής διασποράς, όσο και στον ελλαδικό χώρο, θεωρώντας ότι η παιδεία, με τη νεωτερική έννοια, προείχε και αποτελούσε προϋπόθεση για την εθνική χειραφεσία και την πολιτική αποκατάσταση του Ελληνισμού. Μάλιστα, η κίνηση αυτή συνδεδεμένη με την προσπάθεια εισαγωγής των νεωτερικών ιδεών του Διαφωτισμού στην ελληνική παιδεία από την Ευρώπη και την παλιννόστηση Ελλήνων της διασποράς που είχαν φοιτήσει σε ξένα πανεπιστήμια και ανάλαβαν θέσεις διδασκαλίας, φέρεται να αντιμετώπισε σοβαρές αντιδράσεις από την Εκκλησία. Ως προς τα διδασκόμενα αντικείμενα (αστρονομία, φυσική, μαθηματικά, κ.λπ. ), αλλά και ως προς τις νεωτερίζουσες φιλοσοφικές θέσεις των διδασκόντων. Όπως. Π.χ. του Μεθόδιου Ανθρακίτη, τον οποίο η Ιερά Σύνοδος καταδίκασε (1723) και υποχρέωσε να καούν τα επίδικα φιλοσοφικά του τετράδια, όπως και ορισμένων διδασκόντων στην «Ηγεμονική Ακαδημία» του Ιασίου (Μοισιόδακα, κ.ά.) οι οποίοι υποχρεώθηκαν να απομακρυνθούν. (Πατρινέλλης Χ., 1998: 42-43, Αγιάνογλου Π., 1982: 19)

Οι δράσεις των Ελλήνων αστών, ωστόσο, δεν ήταν μόνο προσανατολισμένες στην υποστήριξη της ανάπτυξης της Ελληνικής Παιδείας και των Γραμμάτων, πους τους έφερναν σε σύγκρουση με την Εκκλησία και την οθωμανική αυτοκρατορία. Το σπουδαιότερο: όταν έφθασε η ώρα της προετοιμασίας για τον ένοπλο αγώνα και το ξέσπασμά του, οι Έλληνες της διασποράς ήταν έτοιμοι και πρόθυμοι να τον υποστηρίξουν ενεργά, ως αρωγοί στο έργο της Φιλικής Εταιρείας, αλλά και ως ένοπλοι στο κίνημα της επανάστασης του 1821. Πράγμα για το οποίο αναφέρεται με πολύ γλαφυρότητα, το 1858, στα «Απομνημονεύματα» του ο Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος, 1798-1879), υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη, ανατρέχοντας και στις περιστάσεις υπό τις οποίες κατόρθωσαν να εξεγερθούν:

«Εις όλους τους Έλληνας», όπως γράφει ο Φωτάκος, υπήρχε πατροπαράδοτος η ιδέα της ελευθερώσεως των… Αλλ` εχρειάζοντο και περιστάσεις να τους συντρέξουν εις τούτο βοηθητικαί και τοιαύται δεν έλλειψαν…».

«Όχι δε ολίγον εξύπνισε το πνεύμα των Ελλήνων προς την ελευθερίαν και η Γαλλική επανάστασις του 1789… βλέποντες τους άλλους Ευρωπαίους ελευθέρους και ευτυχείς και τον εαυτόν των δούλον και καταφρονεμένον».

Κατά το 1817 άρχισαν να έρχονται εις την Ελλάδα… διάφοροι απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας, καθώς ο μεγαλόνους Αναγνωσταράς… ο Αρχ. Γρηγόριος Φλέσσας… … έμβαιναν κάθε ημέραν εις την Πελοπόννησον, και ακατηχούσαν πρώτον όλους τους κλέπτας… έπειτα τους αρχιερείς και αυτοί μαζί με τους άλλους τους Ελληνοδιδασκάλους … ολίγον κατ` ολίγον και τους άρχοντας και τον μικρότερον λαόν» (Φωτάκος, 1858: 2-5).

Θα χρειαστούν λοιπόν, οι «άλλες δυνάμεις», κατά καθοριστικό δε τρόπο ο τότε Ελληνισμός της Διασποράς από τους κόλπους του οποίου προήλθε η Φιλική Εταιρεία και οι επιφανέστεροι φιλικοί για να διαμορφώσουν με καθοριστικό τρόπο τις υλικές και πνευματικές προϋποθέσεις διαμόρφωσης της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης. Να συνειδητοποιεί η ανάγκη της εθνεγερσίας και να εγερθεί συνολικά ο λαός και αναπόφευκτα ο ως τότε αδρανής κλήρος που δεν συμμετείχε ενεργά πειθαρχώντας στην επίσημη πολιτική νομιμοφροσύνης του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην οθωμανική εξουσία.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αγιάνογλου Π., 1982, Το Πέρασμα από τη Φεουδαρχία στον Καπιταλισμό στην Ελλάδα, έκδοση του συγγραφέα, Αθήνα.

Αρβανίτη Ι. Βασιλείου, (επιθεωρητή σχολείων), Η Εκπαίδευσις των Ελληνοπαίδων επί Τουρκοκρατίας. αχρ. έκδοση του συγγραφέα, Αθήνα

Πατρινέλης Χ., 1998, «Αντιτουρκικές κινήσεις και εξεγέρσεις (15ος-17ος αιώνας)», στο Ελλάς. Η Ιστορία και ο Πολιτισμός του Ελληνικού Έθνους. Από τις Απαρχές μέχρι Σήμερα, Εκδ. Οργανισμός Πάπυρος, 1998, Αθήνα, τόμος 2ος, σ. 60-62.

Πατρινέλλης Χ., 1998, «Η εκπαίδευση κατά την τουρκοκρατία. Σχολεία και δάσκαλοι στην Ελληνική Ανατολή (15ος -17ος αιώνας)» στο Ελλάς. Η Ιστορία και ο Πολιτισμός του Ελληνικού Έθνους. Από τις Απαρχές μέχρι Σήμερα, Εκδ. Οργανισμός Πάπυρος, 1998, Αθήνα, τόμος 2ος, σ. 38-43

Σβορώνος Ν., 2004, To Ελληνικό Έθνος. Γένεση και Διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, εκδ. Πόλις, Αθήνα.

Σφυρόερας Β., 1998, «Κοινότητες και συντεχνίες», στην εγκυκλοπαιδική σειρά Ελλάς, εκδ. Οργανισμός Πάπυρος, 1998, Αθήνα, τόμος 2ος, σ. 27-29.

Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος), 1858, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τύποις και βιλιοπωλείο Π.Λ. Σακελαρίου, Αθήνα

πηγή:neoskosmos.com