Τα Πρακτικά του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών του Ιουλίου 2015 παρουσιάζει κατ αποκλειστικότητα το in.gr

Αθήνα.- Τα πρακτικά του πολυσυζητημένου Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών που έλαβε χώρα στις 6 Ιουλίου 2015, την επομένη του δημοψηφίσματος,  εξασφάλισε και παρουσιάζει σε αποκλειστικότητα το in.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πρακτικά του κρίσιμου αυτού Συμβουλίου αποτέλεσαν ζήτημα της πολιτικής επικαιρότητας μέχρι και πρόσφατα, όταν ο Αλέξης Τσίπρας αιτήθηκε από τον νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τασούλα, να τα δώσει στη δημοσιότητα, αίτημα το οποίο ο ίδιος απέρριψε, καθώς το Συμβούλιο αποτελεί άτυπο όργανο και όχι συνταγματικά κατοχυρωμένο θεσμό.

Δικαιολογώντας τη διαρροή και δημοσίευση των Πρακτικών το in.gr υποστηρίζει τα ακόλουθα:

<<Το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών είναι ένα άτυπο όργανο. Η λειτουργία του δεν ορίζεται από άρθρο του Συντάγματος ή νόμο. Γι’ αυτό και στην περίπτωσή του δεν έχει εφαρμογή η νομοθεσία που ισχύει για τα κυβερνητική όργανα (το Υπουργικό Συμβούλιο, το ΚΥΣΕΑ κ.λπ.) όπου υπάρχει ρητή πρόβλεψη ότι τα πρακτικά είναι απόρρητα για διάστημα 30 ετών. Τα πρακτικά του Συμβουλίου Αρχηγών δεν είναι ένα διαβαθμισμένο έγγραφο. Τα πρόσωπα που συμμετείχαν σε αυτή τη σύσκεψη, δηλαδή οι πολιτικοί αρχηγοί, εκπροσωπούσαν κόμματα, στα οποία λογοδοτούσαν και τα οποία ενημέρωσαν για τη συζήτηση. Δεν ήταν, επομένως, μια ιδιωτική συζήτηση. Σημεία που οι συμμετέχοντες δεν ήθελαν να καταγραφούν, όντως δεν καταγράφηκαν. Με βάση όλα αυτά και με δεδομένη την ανάγκη να έχει, δέκα χρόνια μετά, η ελληνική κοινωνία μια πλήρη εικόνα της ίδιας της ιστορικής αλήθειας, η δημοσιοποίηση των πρακτικών είναι επιβεβλημένη πράξη ευθύνης>>.

H Panhellenic Post σεβόμενη την αποκλειστικότητα, δεν θα αναδημοσιεύσει τα Πρακτικά περιοριζόμενη μόνον στα συμπεράσματα του In.gr από την επεξεργασία τους.

 Τα Πρακτικά , όπως γράφει  καταληκτικά στο ρεπορτάζ του το in.gr:

<<Από την αναδρομή στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών, καθίσταται σαφής η διαπραγματευτική στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης και ο ρόλος της αντιπολίτευσης σε αυτή.

Έχοντας στα χέρια του την απόρριψη του τελεσίγραφου των δανειστών μέσω του δημοψηφίσματος από τη μία και τις γέφυρες που έχει ανοίξει η βελτιωτική πρόταση Γιουνκέρ από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει να ενισχύσει την ελληνική πρόταση διασφαλίζοντας τη συναίνεση των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων.

Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης προτείνει τη σύσταση μίας διακομματικής γνωμοδοτικής επιτροπής για τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, ενώ αναφέρει ότι αντίστοιχες προτάσεις έχει κάνει και η Φώφη Γεννηματά.

Είναι, επίσης, σαφές ότι ο Αλέξης Τσίπρας έρχεται στη σύσκεψη επιμένοντας στη γραμμή ότι το πιο καταστροφικό ενδεχόμενο θα ήταν μια διαδρομή ρήξης με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, μέσα από κάποια παραλλαγή Grexit. Αντιθέτως, αυτό που προτείνει είναι να αξιοποιηθεί η ηχηρή έκφραση της λαϊκής βούλησης στο δημοψήφισμα ώστε να εξασφαλιστεί μια συμφωνία που με τη σειρά της θα διασφάλιζε την παραμονή της Ελλάδας μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και την οριστική έξοδο από την κρίση.

Η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη, δηλώνουν πρόθυμοι να υποστηρίξουν την ελληνική κυβέρνηση στις επικείμενες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, αρκεί να μην υπάρχει στο κάδρο καμία ευρωσκεπτικιστική ερμηνεία του δημοψηφίσματος – πράγμα που δηλώνει ρητά εξαρχής ο τότε πρωθυπουργός και το οποίο διασφαλίζεται έτι περαιτέρω από τη στάση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας.

Ωστόσο, το πλαίσιο που εισηγείται ο Αλέξης Τσίπρας για οποιαδήποτε συμφωνία είναι σαφές. Χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους και χωρίς εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, θα επαναληφθεί ό,τι γινόταν ήδη για πέντε χρόνια: τα εκάστοτε μέτρα θα αποτυγχάνουν και η ελληνική πλευρά θα είναι συνεχώς αναγκασμένη να προβαίνει σε πρόσθετα, προκειμένου να καλυφθούν οι πάγιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας.

Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με την όλη ρητορική ή «μυθολογία» περί «οπίσθιας κυβίστησης» ή «συνθηκολόγησης» στη διαπραγμάτευση. Τα πρακτικά της Σύσκεψης δείχνουν ότι εξαρχής έχει διαμορφωθεί μια σχετικά κοινή τοποθέτηση, ένα είδος «εθνικής γραμμής», που προτάσσει τον σαφή ορίζοντα για το θέμα του χρέους, δηλαδή την αναδιάρθρωση των όρων αποπληρωμής, την εξασφάλιση χρηματοδότησης με κριτήριο τις πραγματικές ανάγκες, την «ημερομηνία λήξης» και κυρίως την αποφυγή μιας διαρκούς διαπραγμάτευσης (και αντίστοιχα διαρκούς εκβιασμού) με αντικείμενο την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών, που τελικά θα διαμόρφωνε διαρκή κηδεμονία.

Είναι, επίσης, σαφές, ότι υπάρχει συναίνεση για την εξασφάλιση χρηματοδότησης, που όλες οι πλευρές κρίνουν αναγκαία. Η θεωρία περί «επιπλέον κόστους» ως αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, που έκτοτε αναπαράχθηκε ενίοτε και με τερατολογικούς υπολογισμούς, δεν βρίσκει βάση στις συζητήσεις των πολιτικών αρχηγών, καθώς η εκτίμηση ότι θα χρειαστεί νέα χρηματοδότηση είναι δεδομένη και πως αυτή δεν μπορεί να είναι η αρχική πρόταση, αλλά κάτι που ταυτόχρονα να καλύπτει ανάγκες και να δίνει προοπτική εξόδου.

Σε αντίθεση με όσα κατά καιρούς γράφτηκαν, το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος κυριαρχεί στη σκέψη όσων συμμετέχουν και μάλιστα ως κάτι που δεν μπορεί παρά να γίνει σεβαστό.

Οι συμμετέχοντες, ακόμη και εάν διαφώνησαν με αυτό ή τοποθετήθηκαν διαφορετικά από τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης ή θεώρησαν διχαστική την επιλογή, εντούτοις αναγνωρίζουν ότι θέτει ένα δεδομένο που δεν μπορεί να προσπεραστεί, αφού αποτυπώνει τη λαϊκή βούληση την οποία και αναγνωρίζουν.

Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης δηλώνει την διαφωνία του με το κοινό ανακοινωθέν, όμως μετά την ανάγνωσή του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, συνυπογράφεί με τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς – πλην του Δημήτρη Κουτσούμπα που έχει δηλώσει εκ των προτέρων ότι δεν θα συνυπέγραφε.

Αντιθέτως, συζητούν μια διαπραγματευτική γραμμή εντός της λαϊκής βούλησης, όπως τουλάχιστον την ορίζουν: δηλαδή ως μια λαϊκή εντολή για καλύτερη συμφωνία, σαφή ορίζοντα εξόδου από τη λιτότητα και οριστική ρύθμιση του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο και σίγουρα όχι ως εντολή ρήξης με το ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Δέκα χρόνια μετά από την πιο κρίσιμη καμπή της ελληνικής κρίσης, τα πρακτικά της συνάντησης των πολιτικών αρχηγών μας δίνουν τη δυνατότητα να δούμε νηφάλια και λεπτομερειακά τη μοναδική στιγμή που συγκροτήθηκε μία εθνική στρατηγική γύρω από την πιο καθοριστική πιθανώς στιγμή της μεταπολιτευτικής Ιστορίας της χώρας.

Προφανώς, ο καθένας και η καθεμιά μπορεί να αποτιμήσει και να κρίνει τα βήματα και τις επιλογές που έγιναν τότε, υπό το φως και των μεταγενέστερων εξελίξεων, μπορεί να υποστηρίξει ότι υπήρχαν – ή δεν υπήρχαν – εναλλακτικές λύσεις και διαδρομές.

Όμως, η δημοσιοποίηση των πρακτικών επιτρέπει να ανοίξει μια συζήτηση που να πατάει πάνω στο ποια ακριβώς ήταν τα δεδομένα, ποιες οι απτές επιλογές, με βάση έναν πολύ συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων – πρωτίστως στο ευρωπαϊκό επίπεδο -, ποιες ήταν οι πραγματικές θέσεις των πολιτικών δυνάμεων, ποιες οι διαπραγματευτικές γραμμές. Και σε αυτή τη βάση να επιτρέψει μια ουσιαστική – και αναγκαστικά αυστηρή – ιστορική αποτίμηση, απαλλαγμένη, όμως, από το βάρος μυθολογιών και «ιστορικών κατασκευών» που ακόμη ταλανίζουν τον πολιτικό βίο της χώρας>>.

Από το in.gr