2001: Η Οδύσσεια της γεωπόνου που τα έβαλε με τη διαφθορά και κυνηγήθηκε

To mononews.gr αποκαλύπτει μια ιστορία με απίστευτες παρανομίες, μίζες, απειλές και δικαστικές διαμάχες, ακόμη και πριν από τον ΟΠΕΚΕΠΕ
Αθήνα.- Η υπόθεση μιας γεωπόνου στην Αργολίδα, που αρνήθηκε να κλείσει τα μάτια σε ένα καθεστώς συστηματικής παρανομίας, αναδεικνύει σχεδόν 25 χρόνια μετά όχι μόνο την παθογένεια των μηχανισμών ελέγχου στις αγροτικές επιδοτήσεις, αλλά και το τίμημα της ακεραιότητας στο ελληνικό Δημόσιο.
Και μπορεί όλοι να μιλούν για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, την αδιαφάνεια στον τρόπο που μοιράζονταν κοινοτικά κονδύλια στους αγρότες τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, τέτοιες άθλιες καταστάσεις με παρανομίες, μίζες, εκβιασμούς και απειλές είχαμε εδώ και δεκαετίες.
Όταν το 2001 ανατέθηκε στην υπάλληλο της Διεύθυνσης Γεωργίας Κρανιδίου ο έλεγχος επιδοτήσεων σιτηρών, βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα διάτρητο σύστημα: πλαστά έγγραφα, εικονικές καλλιέργειες, απουσία επιτόπιων ελέγχων και ένας άγραφος νόμος ότι… δεν το ψάχνουμε και πολύ.
Η ίδια, όμως, απαίτησε να γίνουν πραγματικοί έλεγχοι και σύντομα αποκάλυψε σειρά περιπτώσεων παράνομων επιδοτήσεων. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια πραγματική οδύσσεια με μηνύσεις εις βάρος της και πολυετείς δικαστικές διαμάχες, με την ίδια να φτάνει μέχρι το Εφετείο για να δικαιωθεί, ηθικά και νομικά.
Η υπόθεση, την οποία χειρίστηκε το δικηγορικό γραφείο Δ. Μαρκάτος και Συνεργάτες, δεν αφορά μόνο μία προσωπική περιπέτεια. Είναι και μια μικρογραφία του πώς ένα ολόκληρο σύστημα ανέχθηκε, υπέθαλψε και τελικά ενοχλήθηκε από την επιμονή για εφαρμογή του νόμου. Οι καταδικασθέντες δεν δίστασαν να παραδεχτούν, ακόμη και ενώπιον των δικαστηρίων, ότι οι επιδοτήσεις δίνονταν χωρίς ελέγχους και με αντάλλαγμα χρήματα και μάλιστα διαμαρτυρήθηκαν επειδή μόνον σε αυτούς έγιναν έλεγχοι ζητώντας αναιδέστατα “ισότητα στην παρανομία”.
Η αποκάλυψη του μηχανισμού παράνομων επιδοτήσεων
Η αρχή της υπόθεσης εντοπίζεται το 2001, όταν η γεωπόνος και υπάλληλος της Διεύθυνσης Γεωργίας Κρανιδίου, Δέσποινα Δημουλά, έλαβε εντολή να διενεργήσει δειγματοληπτικούς ελέγχους επί των αιτήσεων επιδότησης σιτηρών στην περιοχή της Ερμιονίδας. Οι έλεγχοι αυτοί δεν ήταν τυπικοί, όπως είχε καθιερωθεί προηγουμένως, αλλά περιελάμβαναν επιτόπιες αυτοψίες με τη συνδρομή οριοδείκτη, κάτι που η ίδια απαίτησε, προκειμένου να εντοπιστεί η πραγματική έκταση και καλλιέργεια των δηλούμενων αγροτεμαχίων.
Η υπάλληλος προέβη με εντιμότητα και ευσυνειδησία στη διενέργεια των ελέγχων και ανέφερε άμεσα στην προϊστάμενη υπηρεσία πλήθος ανακριβών ή και παραπλανητικών δηλώσεων από αγρότες, οι οποίοι ζητούσαν επιδότηση για καλλιέργειες που δεν υπήρχαν.
Η πρακτική αυτή, ωστόσο, δεν ήταν εξαίρεση αλλά κανόνας: Επί σειρά ετών, οι αιτήσεις επιδοτήσεων υποβάλλονταν με αμφισβητούμενα έγγραφα, πλαστά μισθωτήρια και χωρίς κανέναν ουσιαστικό έλεγχο, οδηγώντας σε κατ’ εξακολούθηση καταβολές χρημάτων σε μη δικαιούχους και αντίστοιχη στέρηση επιδοτήσεων από τους πραγματικούς καλλιεργητές.
Αντί, όμως, η υπηρεσιακή κινητοποίηση να ενισχύσει το έργο της υπαλλήλου, πυροδότησε μια έντονη αντίδραση από τους θιγόμενους. Οι πρώτοι έλεγχοι αποκάλυψαν εκτεταμένες παρατυπίες, και τότε οι ελεγχόμενοι εμφανίσθηκαν στο γραφείο της και της ζήτησαν να μην προχωρήσει περαιτέρω, δηλώνοντας ότι η διαδικασία που ακολουθούσε ήταν ασυνήθιστη και ζημιογόνα για αυτούς.
Σύντομα, η κατάσταση κλιμακώθηκε. Οι ενδιαφερόμενοι δεν περιορίστηκαν σε λεκτικές πιέσεις, αλλά προχώρησαν στην προσφορά χρηματικού ανταλλάγματος, ζητώντας από την υπάλληλο να εγκρίνει τις επιδοτήσεις χωρίς ελέγχους. Συγκεκριμένα, στις 16 Ιουλίου 2001, οι κατηγορούμενοι εμφανίστηκαν στο γραφείο της και την πίεσαν να ανακαλέσει τους ελέγχους. Όπως κατέθεσε η ίδια, «μου ζήτησαν το λόγο γιατί τους ελέγχω […] μου απάντησαν ότι δεν τους συμφέρει να ελεγχθούν».
Η αντίδρασή της υπήρξε άμεση, ζητώντας τους να ξεχάσουν ό,τι ήξεραν μέχρι τώρα και να αποχωρήσουν από το γραφείο της.
Αντί να καμφθούν από την άρνηση της υπαλλήλου, οι εμπλεκόμενοι την απείλησαν ότι θα προχωρήσουν σε ψευδή καταγγελία εις βάρος της για εκβίαση και δωροληψία, κάτι που τελικά έκαναν.
Έτσι, η υπάλληλος βρέθηκε στη δίνη μιας αήθους αντίδρασης που στόχο είχε όχι μόνο την παρεμπόδιση των ελέγχων, αλλά και την προσωπική της εξόντωση, όμως η ίδια δεν έμεινε άπραγη και προχώρησε σε αντεπίθεση, με τη δικαίωση τελικά να έρχεται, αν και όχι χωρίς κόστος και μακρόχρονη ταλαιπωρία.
Από καταγγέλλουσα… κατηγορούμενη
Απέναντι στις πιέσεις που δέχθηκε προκειμένου να “κλείσει τα μάτια” στις παρανομίες των επιδοτήσεων, η υπάλληλος δεν επέλεξε την ανοχή, αλλά τη νομική οδό. Με την απειλή για μήνυση που κρεμόταν ως δαμόκλειος σπάθη, αποφάσισε να ακολουθήσει δυναμική στάση και να προχωρήσει πρώτη σε μήνυση κατά όσων την απείλησαν.
Ωστόσο, η υπόθεση έλαβε τραγική τροπή, όταν μετά την αρχική μήνυση κατά των προσώπων που επιχείρησαν να τη δωροδοκήσουν, οι ίδιοι απάντησαν με καταγγελίες και μηνύσεις εναντίον της. Η αρχή έγινε με αναφορά προς τον Νομάρχη Αργολίδας, η οποία κατηγορούσε την ελεγκτική υπάλληλο και τον οριοδείκτη για χρηματισμό και εκβιασμό.
Η προσπάθεια αυτή κλιμακώθηκε με την υποβολή μηνύσεως στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Ναυπλίου σε βάρος της Δημουλά και του οριοδείκτη Τσιρτσίκου.
Οι μηνυτές ισχυρίστηκαν ότι η Δημουλά «απαίτησε εκβιαστικώς από αυτούς και έλαβε το χρηματικό ποσόν των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών», ώστε να εγκρίνει τις αιτήσεις επιδοτήσεως που υπέβαλαν.
Αυτή η δήλωση αποτέλεσε την καρδιά του οργανωμένου σχεδίου των παραγωγών να παγιδεύσουν την υπάλληλο, ουσιαστικά από εκδικητική διάθεση απέναντι στο πρόσωπό της. Ευτυχώς, η πανηγυρική της αθώωση και οι μετέπειτα κινήσεις της την δικαίωσαν, όμως σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να αγνοηθεί το τίμημα που κλήθηκε να πληρώσει, όταν απλώς έκανε το καθήκον της, επιλέγοντας την τιμιότητα απέναντι σε μια παγιωμένη τακτική δεκαετιών.
Η τελική δικαίωση και η αποζημίωση
Το δικαστήριο με την υπ’ αρ. 3278/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου διαπίστωσε ότι όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί ήταν παντελώς αβάσιμοι, αντιφατικοί μεταξύ τους και ανίκανοι να στηρίξουν το παραμικρό κατηγορητήριο. Όπως επισημαίνει η απόφαση, «το γεγονός τούτο (της παράδοσης χρημάτων) δεν αποδείχθηκε ούτε άμεσα ούτε έμμεσα».
Επιπλέον, το δικαστήριο επεσήμανε ότι οι πράξεις που αποδόθηκαν στους κατηγορουμένους είχαν ήδη διερευνηθεί από την Εισαγγελία με βάση την αρχική μήνυση της υπαλλήλου και υπήρχε προγενέστερη ποινική δίωξη, οπότε οι ισχυρισμοί των μηνυτών κρίθηκαν ως «προβαλλόμενοι με πρόθεση να παραπλανήσουν τις αρχές και να προκαλέσουν την ποινική δίωξη της υπαλλήλου, η οποία ανέτρεψε κατεστημένες πρακτικές».
Η υπόθεση κατέληξε στην πανηγυρική αθώωση της Δημουλά και του συναδέλφου της. Με την ίδια απόφαση, αναγνωρίστηκε ουσιαστικά ότι η μήνυση σε βάρος της ήταν μέρος ενός οργανωμένου σχεδίου σπίλωσης και αντιπερισπασμού.
Στην πορεία, εκδικάστηκε και η αρχική μήνυση της υπαλλήλου, η οποία με την απόφαση 1883/2005 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου έγινε δεκτή, κάνοντας λόγο για «πρωτοφανή πράξη δωροδοκίας, αλλά και εκβίασης» και καταδικάζοντας τους κατηγορούμενους για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία
Μάλιστα, ακολούθησε από την ίδια και δεύτερη μήνυση, αυτή τη φορά για ψευδορκία των κατηγορουμένων για όσα υποστήριξαν στο πρώτο δικαστήριο. Και αυτή η μήνυση ευδοκίμησε με την υπ’ αριθμ. 1430/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, επιβεβαιώνοντας ότι είχαν δώσει ψευδείς καταθέσεις ενώπιον των αρχών και των δικαστηρίων.
Σύμφωνα με την απόφαση, η ενέργεια των κατηγορουμένων «υποκινούνταν από εκδικητικότητα και σκοπό εξόντωσης της υπαλλήλου, η οποία εμπόδισε το παράνομο καθεστώς επιδοτήσεων να συνεχιστεί».
Μετά τις αλλεπάλληλες ποινικές μάχες που έδωσε και τις καταδίκες των δραστών, η γεωπόνος προσέφυγε και στα πολιτικά δικαστήρια, διεκδικώντας αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις ψευδείς καταγγελίες και τον δημόσιο διασυρμό.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου, με την απόφαση υπ’ αρ. 684/2008, αναγνώρισε ότι οι καταγγελίες και οι ψευδείς μηνύσεις σε βάρος της ενάγουσας έγιναν με σκοπό «να την πλήξουν ηθικά και επαγγελματικά». Το δικαστήριο έλαβε υπόψη του όχι μόνο την αντικειμενική προσβολή της τιμής της, αλλά και τη δημόσια διάσταση που είχε λάβει το περιστατικό, αφού το ζήτημα είχε απασχολήσει τον τοπικό τύπο, γεγονός που επέτεινε την προσβολή της αξιοπρέπειάς της.
Τελικά, η υπάλληλος, αφού αναγκάστηκε να κάνει έφεση, για να αυξήσει την αποζημίωση που της επιδικάστηκε, έλαβε ως αποζημίωση 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη, ένα ποσό που όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ταλαιπωρία που υπέστη.
Η δικαίωση τόσο στο ποινικό όσο και στο αστικό σκέλος ήρθε μεν, καθυστερημένα δε, και σίγουρα θα είναι πολύ δύσκολο για την ίδια να ξεχάσει το γεγονός ότι βρέθηκε στο στόχαστρο μόνο και μόνο επειδή ακολούθησε την τίμια οδό και δεν φοβήθηκε να συγκρουστεί με πάγιες τακτικές και κατεστημένα σε έναν από τους πιο διεφθαρμένους χώρους στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες.
Πηγή:mononews.gr
PHP: Το έτος 2001
Το 2001, η Ελλάδα κυβερνούνταν από την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, η οποία είχε σχηματιστεί μετά τις εκλογές του 2000. Ήταν η δεύτερη συνεχόμενη θητεία του Σημίτη ως πρωθυπουργού.
Η κυβέρνηση του 2001 ανήκε στο κόμμα του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ). Στις εκλογές του 2000, το ΠΑΣΟΚ είχε κερδίσει με μικρή διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία, με ποσοστό 43,79% έναντι 42,74%.
- Ευάγγελος Βενιζέλος, Υπουργός Εθνικής Οικονομίας
- Νίκος Χριστοδουλάκης, Υπουργός Οικονομικών
- Άκης Τσοχατζόπουλος, Υπουργός Δημόσιας Τάξης
- Βάσω Παπανδρέου, Υπουργός Ανάπτυξης
- Μιχάλης Σταθόπουλος, Υπουργός Δικαιοσύνης
Σχόλια Facebook