Καϋμακι, βύσσινο και μισίρες

Το συνηθίζουν τέτοια εποχή οι παφλασμοί της θάλασσας να σβήνουν χαδιάρικα στο λιμάνι νανουρίζοντας και σιγοντάροντας τα κυματάκια που κάνουν αταξίες και παιχνιδίζουν με τις αραγμένες βάρκες.
Τα ψαροπούλια μαζί με τα θαλασσοπούλια το έριξαν στον ύπνο. Στην απέναντι όχθη μιά άλλη ήπειρος αναπνέει τον ίδιο αέρα με την δική μας. Ενα φορτωμένο βαπόρι που πέρασε σαν την Αργώ σώο και αβλαβές ανάμεσα από τις Συμπληγάδες Πέτρες, μη θέλοντας να ταράξει την γλύκα της βραδιάς, χαμηλώνει τα φώτα και τις μηχανές του, κόβει ταχύτητα σκίζοντας, όσο πιο αθόρυβα μπορεί, τα νερά του Βοσπόρου, εν πλω για άλλα λιμάνια.
Μυρωδιασμένη βραδιά φορτισμένη με αρώματα που μόνο οι βραδιές σ΄αυτό το κομμάτι τoυ πλανήτη μονοπωλούν. Περασμένες οκτώ, ο απαραίτητος περίπατος στην παραλία μετά το δείπνο, στα αριστερά το τσαρσί, στα δεξιά ο δρόμος που πάει στην Αγία Παρασκευή και στην μέση το πάρκο, στα μισά του λιμανιού. Βαρκούλες ταπεινές, και σκάφη πολυτελείας με πανιά και κατάρτια, συνυπάρχουν και λικνίζονται αμέριμνα. Εστιατόρια, καζινάκια με όλα τα καλά. Κάπου εκεί κοντά στην μέση, συναντιούνται τα πάντα και οι πάντες. Καλοκαιρινοί παραθεριστές και ντόπιοι. Από τα ενδότερα, τον Φραγκομαχαλά τα Τσερκέζικα και από τον Ντερέ. Παρέες από νιάτα και γεράματα, οικογένειες και ζευγάρια με μισοκοιμισμένα παιδιά που τα τραβούν απ΄το χέρι, μωρά στα αραμπαδάκια και στις πουσέτες που γκρινιάζουν κουρασμένα από το παιχνίδι της ημέρας. Που να τα αφήσουν; Ολοι έχουν έξοδο, παππούδες και γιαγιάδες που όσο αντέχουν τα πόδια τους, βγαίνουν και αυτοί να πάρουν αέρα, να απολαύσουν την ακροθαλασσιά με το φεγγάρι, να πουν καμιά κουβέντα στο πόδι, <τι κάνετε; Ζέστη σήμερα! Τι μαγειρέψατε;> Θα βρεθεί κάποιο παγκάκι αν χρειαστεί, ποιός ξέρει αν θα είμαστε του χρόνου……
Μέσα στο καζάνι βράζουν μισίρες (καλαμπόκια), <Taze sutlu mιsιr (φρέσκο, ζουμερό καλαμπόκι)> φωνάζει ο μισιρντζής που μόλις διακρίνεται πίσω από τον ατμούς που ανεβαίνουν να ανταμώσουν τον ουρανό και η ουρά μεγαλώνει. Οι χρυσοκίτρινες αχνιστές μισίρες βγαίνουν με την μασιά (λαβίδα) με ταχύτητα και με δεξιοτεχνία μαέστρου. Τα βρεγμένα τους μαλλιά, ανάμεσα στα δυο-τρία κολλημένα φύλλα, στάζουν καυτές σταγόνες. Ο πωλητής πασπαλίζει το καλαμπόκι με μπόλικο αλάτι που λιώνει στην στιγμή, το τυλίζει σε ένα-δυο φρέσκα φύλλα και το δίνει στον αγοραστή που προσπαθεί να μην κάψει τα χέρια του. “Αϊντε” φωνάζουν οι ανυπόμονοι από πίσω.
Λίγο παραπέρα μια άλλη ουρά, του Dondurmaci (παγωτατζή) συναγωνίζεται σε μέγεθος και μάκρος αυτήν του μισιρντζή. Οποιος δοκίμασε το παγωτό καϋμάκι και το παγωτό βύσσινο του Βελή δεν μπορεί να το ξεχάσει. Αμαν, μην τελειώσει… Παραδοσιακή συνταγή, η διαδικασία της προετοιμασίας και της παρασκευής πάνω στον πάγο που καταφθάνει με τα τσουβάλια, παραμένει μυστική και Κύριος οίδε. .
Τα Θεραπειά, λουσμένα στα αρώματα του καλοκαιριού, της γλυκιάς αλμύρας, της άγριας φράουλας, τις μανόλιες από τον μπαξέ του Χαριτωνίδη, του σαλκιμιού και της γαζίας από το μπαλκόνι της Λίτσας, πιάνονται χέρι με την νύχτα που τυλιγμένη στα πέπλα της κατεβαίνει. Τελειώνει το σήμερα. Και άυριο μέρα είναι.
Ξημερώνει το αύριο, μέρα κι αυτή που γεννιέται για να βραδιάσει και να αραδιάσει άλλα χρώματα κι άλλα αρώματα. Ως εδώ – ως εκεί, οι κατσιβέλες θα κατεβάσουν από τα τσιφλίκια και τα χωράφια μυρωδάτες σμέουρες, θα καθίσουν στην άκρη στο πεζοδρόμιο, ξέρουν αυτές, <Σμέουρες, Agaç çilek, ahududu> και όπου πάρει ο κόσμος. Οποιος προλάβει. Ευωδιάζει ο τόπος. Γιατρεύει τα σωθικά. Οσο πουθενά. Κάτι ήξερε η Μήδεια, κάτι ήξερε ο Πατριάρχης Αττικός.
Πέρασε η ώρα, χτύπησε και η τρίτη καμπάνα. Της Αγίας Παρασκευής σήμερα.
Η γιορτή της Μεταμόρφωσης για να ευλογηθούν τα σταφύλια του Ζελκίφι, πλησιάζει, λίγες μέρες ακόμη. Ενα τσαμπάκι, δυο-τρεις ρώγες, άρτος με γλυκάνισο και Θεοτόκε Παρθένε. Αλλιώς δεν γίνεται.
Νίκη
Βuckingham, Αγγλία,
Ιούλιος 2025
Σχόλια Facebook