Η ελληνική παρουσία στη Νιγηρία: Μετανάστευση, επιχειρηματικότητα και πολιτιστική επιβίωση

Ο ιστορικός και ερευνητής Αντώνης Χαλδαίος με μαθητές του σχολείου Lumbubashi στο Κονγκό. Φωτογραφία: Παραχώρηση του Αντώνη Χαλδαίου.

Από τον Εθνικό Κήρυκα

«Η ελληνική παρουσία στη Νιγηρία έχει τις ρίζες της στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η εμπορική εταιρεία ‘Πάτερσον και Ζοχώνης’ (PZ) άρχισε να δραστηριοποιείται στην περιοχή, ξεκινώντας από τη Σιέρα Λεόνε και επεκτεινόμενη στο Λάγκος. Η εταιρεία αυτή στελέχωσε τα καταστήματά της με Ελληνες υπαλλήλους, οι οποίοι στη συνέχεια ανέλαβαν διευθυντικές θέσεις. Ετσι ξεκίνησε το πρώτο κύμα Ελλήνων μεταναστών στη Νιγηρία», σημείωσε ο ιστορικός και συγγραφέας Αντώνης Χαλδαίος σε συνέντευξή του στον «Εθνικό Κήρυκα» με αφορμή το νέο του βιβλίο «Η ελληνική κοινότητα στη Νιγηρία».

Η χώρα αποτελούσε ελκυστικό προορισμό, όπως είπε ο ίδιος, λόγω των οικονομικών ευκαιριών, ιδιαίτερα στον εμπορικό τομέα και αργότερα στη βιομηχανία, καθώς γνώριζε σημαντική οικονομική ανάπτυξη λόγω των κοιτασμάτων πετρελαίου. Οι Ελληνες μετανάστες ασχολήθηκαν αρχικά κυρίως με το εμπόριο, ιδίως φοινικέλαιου, κακάο και βαμβακερών προϊόντων. Σταδιακά, από τη δεκαετία του 1940 και μετά, εισήλθαν και σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς.

«Ο Αναστάσιος Λεβέντης, με καταγωγή από την Κύπρο, έφτασε στη Νιγηρία το 1934 και το 1936 ίδρυσε τη δική του εμπορική επιχείρηση, η οποία εξελίχθηκε στην A.G. Leventis. Το 1951 προχώρησε στην ίδρυση της βιομηχανίας εμφιάλωσης Nigerian Bottling Company, η οποία σταδιακά κατέστη ο ηγέτης στον τομέα της εμφιάλωσης στη Νιγηρία και επεκτάθηκε και σε άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα (σημερινή 3Ε).

Ο Αντώνης Χαλδαίος στο Durban της Νοτίου Αφρικής. Φωτογραφία: Παραχώρηση του Αντώνη Χαλδαίου

Στη δεκαετία του 1960, ο Γεώργιος Κουμάνταρος ίδρυσε τη Flour Mills of Nigeria, την πρώτη και μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής αλεύρων στη χώρα. Οι Ρωμαίος και Ιωάννης Μπαρμπερόπουλος προχώρησαν το 1969 στην ίδρυση της Nigerian Foundries, του μεγαλύτερου χυτηρίου στη Νιγηρία, το οποίο μέχρι και σήμερα (2025) πρωτοπορεί, εισάγοντας ακόμα και την τεχνολογία 3D εκτύπωσης μηχανημάτων. Αλλες σημαντικές ελληνικές εταιρείες της εποχής περιλαμβάνουν επιχειρήσεις σαπωνοποιίας και μικρότερες εμπορικές μονάδες όπως αυτές των Φλιώνη, Θωμόπουλου και Μαυρίδη.

Κατά τις επόμενες δεκαετίες, οι Ελληνες ασχολήθηκαν και με τον τομέα των κατασκευών. Τη δεκαετία του ’70 η ΕΔΟΚ ΕΤΕΡ ανέλαβε μεγάλα έργα υποδομής, ενώ η κυπριακή εταιρεία Vita Constructions είχε σημαντικό ρόλο στην κατασκευή κυβερνητικών κτιρίων και στη συντήρηση της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Λάγκος, καθώς και στην κατασκευή του νέου Μητροπολιτικού Ναού στην Αμπούτζα. Ακόμα και τις τελευταίες δεκαετίες, μετά την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, νέοι Ελληνες επιχειρηματίες μετακινήθηκαν στη Νιγηρία, κυρίως στο Λάγκος και την Αμπούτζα, δραστηριοποιούμενοι κυρίως στο εμπόριο και τις κατασκευές», επεσήμανε ο κ. Χαλδαίος.

Σε σχετική δε ερώτηση για την ενσωμάτωση των Ελλήνων μεταναστών στη νιγηριανή κοινωνία, ο ιστορικός και συγγραφέας τόνισε ότι «δεν υπήρξε εύκολη». «Αντιμετώπισαν σοβαρό ανταγωνισμό, ιδιαίτερα από μεγάλες πολυεθνικές, όπως η Unilever και άλλες βρετανικές και γαλλικές εταιρείες, που προσπάθησαν να τους αποκλείσουν από την αγορά μέσω εμπορικών συμφωνιών και δημιουργίας καρτέλ. Επιπλέον, η χώρα αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα, όπως εμφύλιους πολέμους, τρομοκρατία και απαγωγές, με κάποιους Ελληνες να γίνονται θύματα».

«Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική παροικία παρέμεινε στη Νιγηρία, διατηρώντας στενούς δεσμούς με την πολιτική και οικονομική ηγεσία της χώρας, καθώς και μέσω φιλανθρωπικού έργου των ελληνικών εταιρειών, που συνέβαλαν στην τοπική κοινωνία ως ένδειξη ευγνωμοσύνης», πρόσθεσε.

Το εξώφυλλο του νέου βιβλίου του Αντώνη Χαλδαίου για την ελληνική παρουσία στη Νιγηρία. Φωτογραφία: Παραχώρηση του Αντώνη Χαλδαίου

Εν τω μεταξύ, η ελληνική ταυτότητα στη Νιγηρία διατηρήθηκε ισχυρή, κυρίως χάρη στις επιχειρήσεις, που λειτούργησαν και ως τόποι συγκέντρωσης των μελών της παροικίας. Οπως εξήγησε ο κ. Χαλδαίος, «η Ελληνική Κοινότητα ιδρύθηκε επίσημα το 1959 στο Λάγκος και το καταστατικό της προέβλεπε τη συμμετοχή στο Διοικητικό Συμβούλιο εκπροσώπων από κάθε μεγάλη ελληνική εταιρεία. Επιπλέον, κομβικό ρόλο στη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας έπαιξε η προσπάθεια των παροίκων για ίδρυση σχολείου και ναού. Μέχρι και σήμερα, η εκκλησία της Αναστάσεως στο Λάγκος αποτελεί πνευματικό σημείο αναφοράς για την Ομογένεια».

«Σήμερα, αν και η ελληνική παροικία στη Νιγηρία είναι ολιγάριθμη (περίπου 150-180 άτομα), παραμένει ενεργή, διατηρώντας ζωντανές τις επιχειρήσεις, την πολιτιστική της ταυτότητα και τη σύνδεσή της με την πατρίδα».

Το βιβλίο για τον Ελληνισμό στη Νιγηρία είναι το 12ο του ιστορικού-ερευνητή Αντώνη Χαλδαίου με θέμα την Ομογένεια στην αφρικανική ήπειρο.

Μάλιστα, η έκδοση του βιβλίου του για την ελληνική παρουσία στην Τυνησία, μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον Σπύρο Αμπελά και παρουσιάστηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο του Σφαξ στα τέλη Σεπτεμβρίου. «Αποτέλεσε μια συγκινητική και ιδιαίτερη στιγμή, τόσο για μένα όσο και για την τοπική ελληνική κοινότητα. Η ελληνική κοινότητα της Τυνησίας ιδρύθηκε το 1647 και αποτελεί μια από τις παλαιότερες οργανωμένες ελληνικές κοινότητες σε ολόκληρο τον κόσμο. Παρότι αριθμητικά δεν είναι μεγάλη, υπήρξε έντονη παρουσία και θερμή ανταπόκριση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπήρξε και από την τοπική κοινωνία του Σφαξ καθώς πολλοί από τους παρευρισκόμενους αναγνώρισαν στο βιβλίο στοιχεία ανθρώπων που σημάδεψαν την τοπική ιστορία, αφού ο Ελληνισμός του Σφαξ είχε καίρια θέση στην οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης. Αυτές οι στιγμές επιβεβαιώνουν τη σημασία της καταγραφής και της ανάδειξης των μικρών, αλλά ουσιαστικών κοινοτήτων του Ελληνισμού στο εξωτερικό», είπε ο ίδιος καταληκτικά.

ekirikas.com