Betreff: Σήμα κινδύνου.

Ηλιοφάνεια και καιρός αίθριος την Δευτέρα μετά το πρώτο Σαββατόβραδο του Οκτώβρη και την Κυριακή την άλλη μέρα που ο αέρας κόντεψε να παρασύρει τις πόρτες και τα παράθυρα. Δεν έμεινε ούτε ένα μήλο στην μηλιά που στην πραγματικότητα πρέπει να είναι πράσινα και ξινόμηλα, τα τελευταία δυο-τρία χρόνια άλλαξαν μοντέλο και άρχισαν να εμφανίζουν ρόδινα μαγουλάκια. Μάζεψα όσα μπόρεσα, άλλα μισοκτυπημένα με γραντζουνιές, άλλα δίχως ίχνος τραύματος και μια αρμαθιά μολοπισμένα που θα τα καταβροχθίσουν τα χιλιάδες μικροζωύφια που έχουν τις εστίες του πάνω στα χώματα και κάτω από αυτά. Και ότι απομείνει θα το χειριστεί η γη με τον καλύτερο τρόπο.    
 
Δεν είμαι σιγουρη για τα χρόνια της, περασμένα σαράντα οπωσδήποτε, και κάτι παραπάνω. Πρέπει να ήταν τέλος Ανοιξης  αρχές καλοκαιριού όταν  πρωτοσυναντηθήκαμε.  Στολισμένη απ την κορφή ως τα νύχια με άσπρα ανθάκια σαν νύφη έτοιμη να συναντήσει τον καλό της να την περιμένει στα σκαλιά της Εκκλησίας. Γύρω στα τριάντα της κάτι έπαθε, τα φύλλα της κιτρίνισαν ακόμα και μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού, τα κλαδιά της έγιναν εύθραυστα, οι καρποί της έπεφταν στο χώμα πρόωρα και είχε πάρει την κάτω βόλτα για τα καλά. Ρωτήθηκε ο ειδικός tree doctor, <δεν υπάρχει γιατρειά> μας είπε <δεν υπάρχει ελπίδα διάσωσης, είναι καταδικασμένη> πρόσθεσε. Δηλαδή; <Αποκεφαλισμός> πρόσθεσε στην πρόσθεση κουνώντας το δικό του κεφάλι. 
 
Τι λέει αυτός τωρα; Σκέφτηκα τα φρούτα που η περιπεσούσα πλέον μηλιά μας πρόσφερε από τότε που συστηθήκαμε, τα apple jellies -η ειδικότητά μου- που με τόσο μεράκι ετοίμαζα. Αρκετα μεγάλη όσο και απλή η διαδικασία της παρασκευής και εκτέλεσης του ζελέ  μήλου. Να τα καθαρίσεις, να βγάλεις τα κουκούτσια, να τα βράσεις όσο χρειάζεται (με τις φλούδες και τα κουκούτσια μαζί, μέσα σε ένα τουλπάνι) να τα στραγγίξεις στο τρυπητό δίχως να τα ζουπήξεις -αλλιώς θα συννεφιάσει δηλαδή   θα είναι θαμπό το αποτέλεσμα. Χρόνια και χρόνια περίμεναν γνωστοί τε και φίλοι την σπεσιαλιτέ μου ( απολογούμαι για την ξενική λέξη, ω συμφορά!) που πρόσφερα σε γνωστούς τε και φίλους, σε μικρά γυάλινα καβανοζάκια, στολισμένα με κορδελίτσες και χαρούμενα μπιχλιμπιδάκια και δαντελένια κολλαριστά καλύμματα την Πρωτοχρονιά. 
Εφυγε ο εμπειρογνώμων με την βεβαιότητα ότι το μεγάλο πριόνι που κόβει και σφάζει κορμούς θα έμπαινε στην πρίζα και το εκτελεστικό απόσπασμα θα εκτελούσε διαταγάς. Κοίταξα τον σύντροφο της ζωής μου, κοίταξε εκείνος εμένα κι οι δυο μαζί σηκώσαμε το βλέμμα μας στο αγλαόκαρπο, μέχρι πρόσφατα, δέντρο, δεν είπαμε λέξη, μίλησαν τα μάτια μας, αντάμωσε η σκέψη μας,  let’s give it another chance, ας το δώσουμε μιαν ακόμα ευκαιρία.  Και καλά κάναμε. Το κλαδέψαμε, το φροντίσαμε και χαλάλι ο κόπος.         
Γέμισα την ποδιά και τις τσέπες μου και μερικά έπεσαν και πάλι στο χώμα, τ’ αφησα εκεί. Θα έπρεπε να είχα κανένα καλάθι, κάτι τέλος πάντων. Αυτά έχουν οι <αμυαλιές> όπως θα έλεγε η μαμά μου που πάντα έπρεπε να έχει τον τελευταίο λόγο και αυτή την φορά θα με έβρισκε σύμφωνη. Ενα, κύλησε λίγο πιό μακριά από τα άλλα και στρογγυλοκάθησε πάνω στο γρασίδι. Στρογγυλό ήταν, στρογγυλά κάθισε. Πως αλλοιώς; Στα μάτια μου φάνταξε σαν χρυσαφένιο. Φαντάστηκα για μιά στιγμή πως έτσι κάπως θα ήταν το μήλο της Εριδος που ήταν η αφορμή και η αιτία και άλλα πολλά, ήταν και η Αφροδίτη στην μέση, για να ξεσπάσει ο Τρωϊκός Πόλεμος. Μη γουστάροντας πολέμους και μαλώματα από κουτσομπόλες γυναίκες, πέταξε η φαντασία μου σε ένα άλλο μήλο. Σε εκείνο που χάρισε ο Θεόφιλος στην Θεοδώρα. Που θα το έπαιρνε η Κασσιανή αν δεν ήταν τόσο έξυπνη. Μάλλον καλύτερα. Για να έχουμε την τύχη να απολαμβάνουμε το τροπάριο της.
Μπήκα στο σπίτι, με την αγκαλιά γεμάτη, για να ξαναβγώ με ένα φλυτζάνι καφέ στο χέρι, είπαμε, λιακάδα, γλυκιά η ατμόσφαιρα θυμίζοντας κιουτσούκ καλοκαιράκι της Πόλης, και τον φρεσκοαλεσμένο καφέ του Kurukahveci Mehmet Efendi στο Balιk Pazar, (την Ψαραγορά ) του Πέρα. Περασμένα μεγαλεία, ανάγκα και οι θεοί ακόμα πείθονται, όπου γης εκεί πατρίς και με όσα γνωμικά και άλλα διάφορα που πέρασαν σαν ταινία μικρού μήκους από την Πολίτικια μνήμη μου, κάθησα κάτω από την συκιά να τον απολαύσω. Το μοναχικό μήλο, θαρρείς και με κοίταζε περιμένοντας να το μαζέψω για να καταλήξει στον φούρνο, με κανέλα και μοσχοκάρφια.
Τέτοια εποχή, κιουτσούκ καλοκαιράκι ή όχι,  οι καλοκαιρινοί είχαν πια μαζέψει τα γκιότσια τους και επέστρεφαν να ανοίξουν τα στα σπίτια τους στα παρταμέντα τους στο Τζιχανγκίρι και στο Κουμπαρατζί, στο Φερικιόϊ και στο Κουρτουλούς, Οσμανμπεϊ και στο Σισλί και όπου τέλος πάντων είχαν στημένα τα σπιτικά τους. Ετσι και αλλοιώς η θάλασσα ήταν πλέον κρύα, ήταν βέβαια και τα σχολεία και το ανεβοκατέβα με τα λεωφορεία, τα ντολμούς και τα καπτί-κατστί δεν ήταν πάιξε-γέλασε. Ετσι  άδειαζαν τα Θεραπειά από τους παραθεριστές. Μίκραινε και το Εκκλησίασμα στην Αγία Παρασκευή τις Κυριακές και στις γιορτές και μετά τις απελάσεις του εξήντα τέσσερα, λιγόστεψε περισσότερο. Αχ αυτές οι απελάσεις! Αφήνοντας τις φωλιές και τα σπιτικά τους και αποχαιρετώντας την Βασίλισσα των Πόλεων και τις παραλίες της, τα στενά της σοκάκια και τα καμπαναριά της, τον τραγουδισμένο Βόσπορο και τα νησιά της, έφευγε ο ένας, από πίσω ακολουθούσε ο άλλος και ο συγγενής, ο φίλος ο αδελφός και τράβα κορδέλα….
 
Προσπαθώντας να ξεχάσει αυτά που γινόταν γύρω της και αυτούς που αποχωριζόταν μέρα με την μέρα, η θεία Λεμονίτσα θα καταγινόταν γεμίζοντας μπουκάλια με σπιτικές σάλτσες τυλίγοντας τα πώματα με κομμάτια από βαμβακερό ύφασμα για να μην μπουν μυρμήγκια,  ρετσέλια και βύσσινο γλυκό,  ντομάτες,  μελιτζανάκια  και αγγουράκια σε ξύδι, μάλαθρο, άνηθο και κόκκους kara biber για τον χειμώνα. Φυσικά δεν θα έλειπαν οι μηλόπιτες και εκείνη η Πάστα Φλώρα με φρέσκα μήλα (δική της επινόηση) και η άλλη της ειδικότητα, το χοιρινό με μήλα. Παντού μήλα, μήλα από την εποχή του Αδαμ και της Ευας, αλλά ότι και να έκανε, ή να μην έκανε,  η Πόλη άδειαζε…
 
Χαρισματική ήταν φέτος η συκιά, δεν μας απογοήτευσε, μοιραστήκαμε μπόλικα φρούτα με μέλισσες, πουλιά και ότι άλλο πετούμενο. Παραμεγάλωσε, κοντεύει να φτάσει στο μπόι, μήκος και πλάτος,  αυτήν του Γερμανικού (Tarabya Alman Sefareti), που ήταν σύριζα-σύριζα στον τοίχο, αντίκρυ από την θάλασσα, Θα χρειαστεί κλάδεμα, προς το τέλος του χειμώνα. Η φετινή σοδειά τέλειωσε, τα φύλλα της είναι καταπράσινα ακομα, έχουν μείνει αρκετά σύκα πάνω στα κλαδιά, μερικά θα είναι έτοιμα σε μιά δύο μέρες, τα υπόλοιπα θα μείνουν στα αζήτητα.
 
Ο ήλιος  σε λίγο θα αποσυρθεί στα ιδιαίτερά του για να τον πάρει στην αγκαλιά του ο Μορφέας την ώρα που ο Ορφέας θα τον νανουρίζει ονειρεύοντας την Ευρυδίκη του.  Προς το παρόν, γενναιόδωρα,  στέλνει τις τελευταίες του αναλαμπές, για σήμερα,  στα πόδια της συκιάς που κάνει τα κάτω φύλλα της να πρασινοχρυσίζουν. Η ασπρόμαυρη γάτα, με το κοκκινο περιλαίμιο και το κουδουνάκι, η οποία είναι καινούργια στην γειτονιά, μπαινοβγαίνει και ανεβοκατεβαίνει απροσκάλεστη με το έτσι θέλω,  άδραξε την ευκαιρία για να αράξει  την αρίδα της  στην ρίζα του δέντρου. Μισοξάπλωσε ακίνητη με τα αυτιά τεντωμένα και με τα μπροστινά της πόδια έτοιμα για να σαλτάρει. Ακούμπησα τον καφέ μου στο τραπεζι, ο θόρυβος  και η κίνησή μου την ενόχλησε. Κινήθηκε και εκείνη, κουδούνησε το κουδουνάκι. Δυό μαυροπούλια φτερούγισαν στα βιαστικά από την καρδιά του δέντρου που όπως ανακάλυψα έχτισαν την φωλιά τους.  
 
Σήμα κινδύνου ….
Και ερχόμαστε στο κλάδεμα, τι θα γίνει η φωλιά; 
 
Σε λίγες μέρες έρχεται η γιορτή του Ιακώβου του Αδελφοθέου, γιόρταζε ο δεσπότης μας, γιορτάζαμε και εμείς. Του Αη,- Δημήτρη, δεν θα αργήσει. Η Πάμελα δεν ξεχνά το Αγίασμα στο Κουρού Τσεσμέ.
Νίκη,
Μπάκινγκχαμ, Αγγλία,
Φθινόπωρο, 2025