Η ελληνική Διασπορά (sic) στη Γερμανία

Γερμανία.- Ποιο είναι το προφίλ των Ελλήνων και Ελληνίδων που ζουν στη Γερμανία; Πώς εντάχθηκαν οικονομικά και κοινωνικά στη γερμανική κοινωνία; Αντιμετώπισαν διακρίσεις; Πώς είναι η ζωή τους και ποια είναι τα συναισθήματά τους απέναντι στις δύο χώρες; Σε ποιο βαθμό και με ποιον τρόπο διατηρούν επαφές με την Ελλάδα; Επιθυμούν να επιστρέψουν; Οι συγγραφείς σχεδίασαν ένα εκτενές ερωτηματολόγιο δεκάδων ερωτήσεων για πολλά θέματα. Αξιοποίησαν δίκτυα (Respondent-Driven Sampling) και έβαλαν διαφημίσεις στα social media (Online Convenience Sampling), ώστε να συμπληρωθεί ένα δείγμα 855 ατόμων. Στάθμισαν τα δεδομένα κατάλληλα (post-stratification) ώστε αυτά να αντανακλούν τα δημογραφικά χαρακτηριστικά ολόκληρης της ελληνικής Διασποράς στη Γερμανία, όπως τα αποτυπώνει η έρευνα Mikrozensus των Στατιστικών Υπηρεσιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των κρατιδίων της Γερμανίας. Η τελική ανάλυση μπορεί να γενικευθεί στον πληθυσμό (έως 70 ετών) της ελληνικής Διασποράς στη Γερμανία. Σήμερα
Μια έρευνα της διαΝΕΟσις
Μετά την πρώτη μελέτη για την ελληνική Διασπορά στο Ηνωμένο Βασίλειο από κοινού με το SEESOX στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (2021), η νέα δημοσίευση της διαΝΕΟσις εστιάζει στην ελληνική Διασπορά στη Γερμανία. H έρευνα περιλαμβάνει την πρώτη ποσοτική έρευνα πεδίου για τους Έλληνες στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια, καθώς και μια αναλυτική έκθεση με τα αποτελέσματά της. Σχεδιάστηκε και υπογράφεται από τον Μανώλη Πρατσινάκη, από το Χαρο- κόπειο και την Οξφόρδη, τη Γιούλη Α. Παναγιωτοπούλου από το Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, τη Μαριλένα Αναστασοπούλου από το Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Δουβλίνου και την Οξφόρδη, και τον Όθωνα Αναστασάκη, επίσης από την Οξφόρδη. Οι συγγραφείς εξετάζουν βασικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων από διαφορετικά μεταναστευτικά κύματα, με πιο πρόσφατο αυτό της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 2010, που ζουν στη Γερμανία.
Έλληνες στη Γερμανία
Παρότι υπάρχουν αναφορές για Έλληνες σε γερμανικές πόλεις ήδη από τον 18ο αιώνα, η μεγάλη μετανάστευση άρχισε τη δεκαετία του 1960. Στη μεταπολεμική Ελλάδα κυριαρχούσαν η ανεργία και η φτώχεια, ενώ την ίδια στιγμή οι βιομηχανίες, κυρίως μετάλλου και αυτοκινήτων, της τότε Δυτικής Γερμανίας αναζητούσαν εργαζόμενους. Το 1960 το ελληνικό και το γερμανικό κράτος υπέγραψαν διμερή συμφωνία που προέβλεπε οργανωμένη μαζική μετανάστευση εργατών και εργατριών.
Από το 1960 έως το 1973, περισσότεροι από 600.000 Ελληνίδες και Έλληνες, οι μισοί και πλέον Έλληνες μετανάστες της περιόδου, μετακινήθηκαν στη Γερμανία, ως «φιλοξενούμενοι εργάτες» («Gastarbeiter», λέξη που έφτασε να χρησιμοποιείται υποτιμητικά και να συνδέεται με διακρίσεις). Οι περισσότεροι από αυτούς προέρχονταν από αγροτικές και ορεινές περιοχές, σε μεγάλο βαθμό από τη Βόρεια Ελλάδα, και ήταν νέοι χαμηλής εκπαίδευσης. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι Έλληνες αποτελούσαν την τέταρτη μεγαλύτερη σε αριθμό ξένη κοινότητα στη Δυτική Γερμανία, μετά τους Τούρκους, τους Γιουγκοσλάβους και τους Ιταλούς.
Το ελληνικό κράτος συμφώνησε και στήριξε τη μετανάστευση στη Γερμανία, με την ελπίδα ότι οι μετανάστες θα αποκτούσαν τεχνικές δεξιότητες και, καθώς θα βρίσκονταν τουλάχιστον στην ίδια ήπειρο, θα επέστρεφαν αργότερα για να συμβάλουν στην ανάπτυξη της χώρας. Αλλά και το γερμανικό κράτος θεωρούσε ότι οι ξένοι εργάτες θα επέστρεφαν σύντομα στις πατρίδες τους και, επομένως, δεν σχεδίασε πολιτικές για τη μόνιμη εγκατάστασή τους ή την εκπαίδευση των παιδιών τους.
Ωστόσο, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά: Πολλοί παρέμειναν για χρόνια, δημιουργώντας επίσης οικογένειες, και μετά το τέλος του μεταναστευτικού κύματος, το 1973. Τότε μεν η Δυτική Γερμανία επέβαλε «παύση νέων προσλήψεων» (Anwerbestopp) και το μεταναστευτικό ισοζύγιο έγινε αρνητικό: Περισσότεροι έφευγαν παρά έμεναν. Ωστόσο στην πράξη, πολλοί Έλληνες που σκόπευαν να επιστρέψουν αποφάσισαν να παραμείνουν, φοβούμενοι ότι δεν θα μπορούσαν να γυρίσουν ξανά στη Γερμανία. Έτσι, η προσωρινή μετανάστευσή τους μετατράπηκε σε μόνιμη εγκατάσταση. Ακόμα και τότε προστέθηκε πληθυσμός: Πολλές οικογένειες έφτασαν στη Γερμανία για να ενωθούν ξανά με το μέλος τους που είχε μεταναστεύσει ή και έκαναν παιδιά (δεύτερης γενιάς μετανάστες) που επίσης παρέμειναν στη Γερμανία.
Στις δεκαετίες 1970 και 1980, δημιουργήθηκαν οι πρώτες ελληνικές κοινότητες και οι σχετικοί σύλλογοι, που βοήθησαν τους μετανάστες να οργανωθούν κοινωνικά και πολιτικά. Τότε ιδρύθηκαν και τα πρώτα ελληνικά σχολεία στη Γερμανία, ώστε τα παιδιά να μπορούν εκεί να μάθουν ελληνικά αλλά και να αποφύγουν τις διακρίσεις στα γερμανικά σχολεία.
H Eλληνική Διασπορά στη Γερμανία – Η Έκθεση των Ερευνητών (.PDF)
Μετά το 1988, η ελεύθερη κυκλοφορία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΟΚ μέχρι το 1993) έφερε ένα νέο κύμα μετακίνησης, όχι τόσο σημαντικό όσο της δεκαετίας του 1960, αλλά διακριτό. Αυτή τη φορά, περιλάμβανε πιο ποικιλόμορφες ομάδες: μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, παλιννοστούντες από την πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά και πολλούς νέους πτυχιούχους που αναζητούσαν εξειδικευμένες δουλειές. Η Γερμανία παρέμεινε βασικός προορισμός, κυρίως λόγω της ισχυρής οικονομίας της, η οποία συνέχιζε να χρειάζεται νέους εργαζόμενους.
Η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας μετά το 2009 και η βαθιά, δεκαετής κρίση που ακολούθησε προκάλεσαν το επόμενο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα. Πολλοί νέοι εγκατέλειψαν τότε ξανά τη χώρα για το εξωτερικό. Η (ενωμένη πια, από το 1990) Γερμανία ήταν και πάλι ένας από τους βασικούς προορισμούς. Το 2012, οι εκροές Ελλήνων προς τη Γερμανία ήταν υπερτριπλάσιες σε σχέση με το 2009, κοντά στα 35.000 άτομα.
Παρότι οι ροές μειώθηκαν μετά το 2015, το ισοζύγιο παρέμεινε αρνητικό: Περισσότεροι έφευγαν παρά επέστρεφαν. Αυτό το νέο κύμα μετανάστευσης διέφερε από τα προηγούμενα. Δεν αφορούσε πια μόνο εργάτες χαμηλής ειδίκευσης, αλλά και επιστήμονες, επαγγελματίες και ευρύτερα νέους ανθρώπους με καλές σπουδές. Συνολικά, υπολογίζεται ότι τη δεκαετία μετά το 2009 περισσότεροι από 114.000 Ελληνίδες και Έλληνες είχαν μεταναστεύσει μόνο στη Γερμανία. Όπως και οι πρώτοι μετανάστες, αντιμετώπισαν και εκείνοι προκλήσεις στην ένταξή τους καθώς και γραφειοκρατικά εμπόδια.
Συνοπτικά, οι συγγραφείς της έρευνας της διαΝΕΟσις χωρίζουν τη μετανάστευση προς τη Γερμανία σε τέσσερις βασικές περιόδους: α) 1960 έως 1973: οι «φιλοξενούμενοι εργάτες», β) 1974 έως 1987: περίοδος οικογενειακής επανένωσης όσων έμειναν στη Γερμανία, γ) 1988 έως 2009: περίοδος ελεύθερης μετακίνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, τέλος, δ) από το 2010 έως σήμερα που αφορά τη νέα ελληνική μετανάστευση, μέρος της οποίας είναι και το “brain drain”. Διατηρούν τις παραπάνω κατηγορίες στην ανάλυση της ποσοτικής έρευνας.
Η Διασπορά σήμερα
Πίσω στο παρόν, η «μικροαπογραφή» («Mikrozensus»), μια ετήσια έρευνα των Στατιστικών Υπηρεσιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των κρατιδίων της Γερμανίας στο 1% του πληθυσμού στη χώρα, δίνει κάποια ενδιαφέροντα βασικά μεγέθη για την ελληνική Διασπορά στη Γερμανία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2019, οι Ελληνίδες και οι Έλληνες που ζουν στη Γερμανία ανέρχονται σε περίπου μισό εκατομμύριο άτομα (498.426). Από αυτούς, περίπου οι 6 στους 10 μετανάστευσαν οι ίδιοι και οι υπόλοιποι είναι δεύτερης ή τρίτης γενιάς Έλληνες, δηλαδή γεννήθηκαν στη Γερμανία από γονείς ελληνικής καταγωγής.
Ο πληθυσμός αυτός περιλαμβάνει λίγο περισσότερους άνδρες (54%) παρά γυναίκες, μια αναλογία που διατηρείται σε όλες τις γενιές μεταναστών. Ο πληθυσμός δεύτερης ή τρίτης γενιάς Ελλήνων μεταναστών είναι, ίσως αναμενόμενα, πιο νεανικός: Περισσότεροι από τους μισούς είναι κάτω των 30 ετών.
Συνοπτική Παρουσίαση των Αποτελεσμάτων (.PDF)
Η ελληνική Διασπορά είναι κυρίως συγκεντρωμένη στα τρία μεγαλύτερα κρατίδια της χώρας: στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία (το 31%), στη Βάδη-Βυρτεμβέργη (23%) και στη Βαυαρία (20%). Οι περιοχές αυτές ήταν και οι κύριοι προορισμοί των πρώτων «Gastarbeiter» της δεκαετίας του 1960, και φαίνεται ότι οι κοινότητες που ιδρύθηκαν τότε παραμένουν ενεργές. Οι νέοι μετανάστες και μετανάστριες (μετά το 2009) συγκεντρώνονται επίσης στο Βερολίνο και στην Έσση, όπου ζουν πολλοί νέοι επαγγελματίες και φοιτητές.
Τι πιστεύει όμως αυτός ο πληθυσμός; Πώς είναι η εμπειρία της μετανάστευσής τους; Πότε και γιατί έφυγαν από την Ελλάδα; Ποια εμπόδια αντιμετωπίζουν στη Γερμανία; Τι συναισθήματα και παραστάσεις έχουν για τη Γερμανία και για την Ελλάδα, καθώς και για τους θεσμούς στις δύο χώρες; Βίωσαν διακρίσεις; Διατηρούν δεσμούς με την Ελλάδα και πώς τη βλέπουν από μακριά; Θα επέστρεφαν – και με ποιες προϋποθέσεις;
Οι συγγραφείς της έρευνας σχεδίασαν ένα εκτενές ερωτηματολόγιο δεκάδων ερωτήσεων με βάση τα παραπάνω θέματα. Αξιοποίησαν δίκτυα (με τη μέθοδο Respondent-Driven Sampling, όπου οι συμμετέχοντες προτείνουν άλλους συμμετέχοντες που γνωρίζουν) και έβαλαν διαφημίσεις στα social media (με το λεγόμενο Online Convenience Sampling), ώστε να συμπληρωθεί ένα δείγμα 855 ατόμων. Στη συνέχεια στάθμισαν τα δεδομένα κατάλληλα (post-stratification) ώστε αυτά να αντανακλούν τα δημογραφικά χαρακτηριστικά της ελληνικής Διασποράς στη Γερμανία, όπως αυτά αποτυπώνονται στο Mikrozensus. Με αυτό τον τρόπο, η τελική ανάλυση θεωρείται αξιόπιστη και μπορεί να γενικευθεί στον πληθυσμό της ελληνικής Διασποράς στη Γερμανία, τουλάχιστον για τα άτομα έως 70 ετών. Μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά τη μεθοδολογία που ακολούθησε η ερευνητική ομάδα στο Κεφάλαιο 2 της μελέτης.
Γιατί έφυγαν από την Ελλάδα
Είναι ενδιαφέρον ότι σχεδόν 1 στους 4 πρώτης γενιάς μετανάστες (εξαιρώντας και όσους μετανάστευσαν ως παιδιά) δηλώνουν ότι πριν εγκατασταθούν στη Γερμανία είχαν προηγούμενη εμπειρία μετανάστευσης – είτε στη Γερμανία, περίπου για το ένα τρίτο από αυτούς, είτε σε άλλες, συχνότερα ευρωπαϊκές, χώρες. Επομένως, πολλοί από τους σημερινούς μετανάστες είχαν ήδη διεθνείς παραστάσεις και δεσμούς. Η εμπειρία αυτή είναι μάλιστα πιο συχνή ανάμεσα στα νεότερα και πιο μορφωμένα άτομα που έφυγαν μετά το 2009, πολλοί από τους οποίους είχαν ζήσει στο εξωτερικό αρχικά για σπουδές.
Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι οι περισσότεροι (αλλά λιγότεροι από την αντίστοιχη έρευνα για το ΗΒ) δηλώνουν ότι είχαν δουλειά πριν μεταναστεύσουν. Μόνο οι 4 στους 10 δηλώνουν ότι ήταν άνεργοι την περίοδο που άφησαν πίσω την Ελλάδα. Στην ομάδα των μεταναστών της κρίσης μάλιστα είναι πολύ πιο πιθανό όσοι εργάζονταν στην Ελλάδα πριν φύγουν να δηλώνουν ότι είχαν τότε επισφαλή απασχόληση.
Η έρευνα δείχνει επίσης ότι η μετανάστευση προς τη Γερμανία είναι κυρίως αποτέλεσμα ανάγκης και όχι προσωπικής επιθυμίας. Περίπου 7 στους 10 συμμετέχοντες δήλωσαν ότι έφυγαν από ανάγκη ή από συνδυασμό ανάγκης και επιλογής. Μόνο το 19% (περίπου οι μισοί από όσους δήλωσαν το ίδιο στην προηγούμενη έρευνα για το ΗΒ) χαρακτήρισε τη μετανάστευση καθαρά ως προσωπική επιλογή. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το ποσοστό (13%) των ερωτώμενων που δήλωσαν ότι η μετανάστευσή τους δεν ήταν ούτε ανάγκη ούτε επιλογή· συνήθως πρόκειται για άτομα που ακολούθησαν συντρόφους ή γονείς.
Γιατί όμως πήραν την απόφαση να μεταναστεύσουν; Ποιοι παράγοντες έπαιξαν ρόλο στην απόφασή τους; Στις απαντήσεις για τα κίνητρα της μετανάστευσης, κυριαρχούν οι οικονομικοί λόγοι: Περίπου 4 στους 10 ανάφεραν τις «καλύτερες οικονομικές απολαβές», λίγο λιγότεροι την «οικονομική κρίση στην Ελλάδα» που τους επηρέασε προσωπικά αλλά και τη δυνατότητα να είναι οικονομικά αυτόνομοι (32 και 27% αντίστοιχα). Αν κάποιος εστιάσει στους νέους μετανάστες μετά το 2009, η σειρά είναι λίγο διαφορετική: Περίπου οι μισοί (47%) αναφέρουν ως κίνητρο το ότι η οικονομική κρίση επηρέασε την προσωπική ζωή τους.
Άλλα κίνητρα, που αναφέρθηκαν από περισσότερους από 2 στους 10 ερωτώμενους περιλαμβάνουν τις καλύτερες εργασιακές συνθήκες, την οικονομική βοήθεια προς την οικογένεια, την αναζήτηση της αξιοκρατίας και την κάλυψη των αναγκών βιοπορισμού. Όλες οι παραπάνω απαντήσεις επιλέγονταν σταθερά πιο συχνά από τους νέους μετανάστες.
Γιατί όμως πήγαν στη Γερμανία και όχι σε κάποια άλλη χώρα; Οι απαντήσεις ασφαλώς φαίνονται στο παραπάνω γράφημα, ωστόσο διαφορετικές ομάδες των πρώτης γενιάς μεταναστών απαντούν αρκετά διαφορετικά. Για παράδειγμα, συγκριτικά περισσότερες γυναίκες λένε ότι επέλεξαν τη Γερμανία, γιατί εκεί θεώρησαν ότι θα βρουν δουλειά (30%, έναντι 19% των ανδρών), ενώ περισσότεροι άνδρες την επιλέγουν ως προορισμό σπουδών (18%, έναντι 8% των γυναικών). Τα άτομα με υψηλότερο εισόδημα και ανώτερο εκπαιδευτικό επίπεδο είναι πιο πιθανό να επέλεξαν τη Γερμανία επειδή γνώριζαν τη γλώσσα. Τέλος, οι προσδοκίες για εύρεση εργασίας, η γνώση της γλώσσας, όπως και οι προϋπάρχοντες δεσμοί με τη χώρα είναι πιο σημαντικά για όσες και όσους μετανάστευσαν μετά το 2009.
Η σημασία των δικτύων και των συγγενών
Οι απαντήσεις στην παραπάνω ερώτηση επιβεβαιώνουν ένα ευρύτερο συμπέρασμα της έρευνας: τη σημασία των κοινωνικών δικτύων τόσο στην απόφαση της μετακίνησης στη Γερμανία, όσο και στη ζωή στη χώρα. Περίπου 1 στους 3 απαντούν ότι διάλεξαν τη Γερμανία επειδή είχαν φίλους ή συγγενείς. Αν αθροίσουμε σε αυτούς περίπου 11% που λένε ότι ο/η σύντροφός τους ζούσε ήδη στη χώρα και ένα 5% που δηλώνουν ότι έχουν γερμανική καταγωγή, καταλήγουμε με ένα ποσοστό άνω του 45% που υπογραμμίζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη σημασία των κοινωνικών ή οικογενειακών δικτύων.
Η σημασία και η ανθεκτικότητα των δικτύων αυτών φαίνεται καθαρά σε αρκετά ακόμη σημεία της έρευνας. Για παράδειγμα, ο πιο συνηθισμένος τρόπος εύρεσης δουλειάς είναι μέσω φίλων ή συγγενών ελληνικής καταγωγής (34% – υπερδιπλάσιο ποσοστό σε σχέση με το αντίστοιχο στο ΗΒ). Αντιστοίχως, σχεδόν 7 στις 10 Ελληνίδες και Έλληνες στη Γερμανία λένε ότι έλαβαν βοήθεια και, ευρύτερα, καθοδήγηση από συγγενείς ή φίλους όταν έφτασαν στη χώρα, είτε για δουλειά είτε για στέγη. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι οι νεότερες γενιές –δεύτερη και τρίτη– δηλώνουν ότι συμμετέχουν πιο συχνά σε ελληνικούς συλλόγους: 12% δηλώνουν ότι έχουν πάει πολλές φορές σε σχετικές συναντήσεις, έναντι 6% του συνόλου του δείγματος.
Η σύγκριση με την Ελλάδα
Πώς ζουν, πώς δουλεύουν και πώς συμμετέχουν στη γερμανική κοινωνία οι Ελληνίδες και οι Έλληνες που μετανάστευσαν στη Γερμανία; Ποιες είναι οι ευκαιρίες και τα εμπόδια που συναντούν; Τέλος, πώς αντιλαμβάνονται τη ζωή σε σχέση με την Ελλάδα;
Οι περισσότεροι Έλληνες της Διασποράς δηλώνουν γενικώς ικανοποιημένοι από τις περισσότερες πτυχές της ζωής τους στη Γερμανία, όταν καλούνται να τη συγκρίνουν με την Ελλάδα. Ο μεγαλύτερος βαθμός ικανοποίησης αφορά την οικονομική κατάσταση (μέσος όρος 8,1 στα 10) και την εργασία (7,6). Δηλώνουν ικανοποιημένοι, αλλά σαφώς σε μικρότερο βαθμό, και από την ποιότητα ζωής και την καθημερινότητα στη χώρα (6,1). Ωστόσο, είναι σαφώς χειρότερη η εμπειρία τους στην κοινωνική ζωή (5,2 – ενώ περίπου 1 στους 3 δηλώνουν σε άλλη ερώτηση ότι αισθάνονται μοναξιά) και στην ενασχόληση με τα κοινά (3,9). Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι δεν υπάρχουν πολύ σημαντικές διαφορές στους παραπάνω δείκτες ούτε από την προηγούμενη έρευνα για το Ηνωμένο Βασίλειο, ούτε μεταξύ του συνόλου και των νέων μεταναστών (μετά το 2009).
Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες της Γερμανίας φαίνεται να αποτελούν μια καλά ενταγμένη ομάδα στην αγορά εργασίας. Οι περισσότεροι δηλώνουν ότι εργάζονται (62%), ενώ σε μικρότερα ποσοστά είναι άνεργοι (2%), συνταξιούχοι (11%) ή φοιτητές (11%). Μετά τους φίλους και συγγενείς από την ελληνική κοινότητα, το Διαδίκτυο έρχεται δεύτερο (14%) στη σειρά των τρόπων με τον οποίο βρίσκουν δουλειά. Ένα αξιοσημείωτο ποσοστό (11%) λένε ότι βρήκαν δουλειά απευθείας, δίνοντας το βιογραφικό τους «πόρτα πόρτα».
Είναι ίσως αναμενόμενο ότι οι καλύτερα εκπαιδευμένοι μεταξύ της Διασποράς βρήκαν δουλειά πιο εύκολα. Περίπου οι μισοί απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης λένε ότι βρήκαν εξαρχής εργασία στο αντικείμενό τους, ενώ σχεδόν 4 στους 10 βρήκαν σχετική δουλειά αργότερα. Όμως, η ελληνική Διασπορά στη Γερμανία, ειδικά σε σύγκριση με εκείνη στο Ηνωμένο Βασίλειο, περιλαμβάνει επίσης πολλά άτομα χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση. Για όσους δεν είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση, η μετανάστευση συχνά σήμαινε εργασία σε κατώτερες θέσεις, αλλά με καλύτερες αποδοχές από εκείνες που θα είχαν στην Ελλάδα.
Τα εισοδήματα είναι γενικώς αισθητά υψηλότερα από τα ελληνικά, και ξεπερνούν τις διαφορές μεταξύ των δύο χωρών στην αγοραστική δύναμη. Μόνο 16% λένε ότι έχουν ατομικό εισόδημα κάτω από €1.000. Περίπου 6 στους 10 δηλώνουν ότι έχουν εισόδημα μεταξύ €1.500 και €3.000, καθαρά τον μήνα. Παράλληλα, η εργασιακή ασφάλεια είναι πολύ υψηλή: 83% έχουν μόνιμη ή πολυετή σύμβαση, ποσοστό επίσης πολύ μεγαλύτερο από εκείνο της ελληνικής Διασποράς στο Ηνωμένο Βασίλειο (στο 66%).
Το εμπόδιο της γλώσσας
Από την άλλη πλευρά, ένα από τα πιο σημαντικά εμπόδια για τη ζωή στη Γερμανία, σε αντίθεση με το ΗΒ, αναδεικνύεται η γνώση της γλώσσας. Η γνώση της γλώσσας φαίνεται να συνδέεται με πολλές όψεις της ζωής στη χώρα. Για παράδειγμα, όσοι δηλώνουν ότι δεν μιλούν καλά γερμανικά απαντούν πιο συχνά ότι αισθάνονται μοναξιά και βαθμολογούν χειρότερα την κοινωνική ζωή τους. Επιπλέον, δηλώνουν πιο συχνά ότι έχουν υποστεί διακρίσεις ή έχουν ακούσει υποτιμητικά σχόλια. Αντίστροφα, μια πλειοψηφία (45%) αναφέρει την ελληνική γλώσσα μεταξύ των πιο σημαντικών πτυχών της ελληνικής ταυτότητας.
Συνολικά, οι Ελληνίδες και οι Έλληνες της Γερμανίας βαθμολογούν σχετικά καλά τη γνώση των γερμανικών τους, με κατά μέσο όρο με 7,9 στα 10 για την ομιλία, και με 7,4 για τη γραφή. Όμως, η γλωσσική επάρκεια αυτή διαφέρει σημαντικά από γενιά σε γενιά. Η δεύτερη και τρίτη γενιά Ελληνίδων και Ελλήνων δηλώνει σχεδόν άριστη γνώση γερμανικών (άνω του 9,6 σε ομιλία και γραφή), ενώ όσοι μετανάστευσαν μετά το 2009 αυτοαξιολογούν το επίπεδό τους κοντά στο 6.
Η γνώση των ελληνικών παραμένει πολύ καλή ακόμη και στις νεότερες γενιές (μ.ό. 9,1 στην ομιλία και 8,4 στη γραφή για το σύνολο – 7,8 και 6,7 για τη δεύτερη και τρίτη γενιά), κάτι που πιθανόν οφείλεται στην αρκετά συστηματική προσπάθεια διατήρησης των δεσμών: 30 ελληνικά σχολεία λειτουργούν στη χώρα, ενώ σε διάφορες περιοχές λειτουργούν επίσης τάξεις εκμάθησης της μητρικής γλώσσας.
Η εμπειρία των διακρίσεων
Παρά τα θετικά στοιχεία, η έρευνα καταγράφει επίσης σημαντικές εμπειρίες διακρίσεων και ρατσισμού απέναντι στους Έλληνες. Περίπου 7 στους 10 δηλώνουν ότι έχουν δεχθεί υποτιμητικά σχόλια ή άδικη μεταχείριση λόγω της ελληνικής τους καταγωγής τουλάχιστον μία φορά, ενώ περίπου 1 στους 6 λένε ότι αυτό συνέβη «πολλές φορές». Το ποσοστό αυτό είναι διπλάσιο σε σχέση με το αντίστοιχο της Διασποράς στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η εργασιακή ανισότητα φαίνεται ότι είναι επίσης πιο έντονη: περίπου 7 στους 10 της πρώτης γενιάς λένε ότι έχουν βιώσει αδικία στη δουλειά εξαιτίας της καταγωγής τους, το 39% μερικές ή πολλές φορές. Αντίθετα, οι νεότερες γενιές, που έχουν γεννηθεί στη Γερμανία και μιλούν πολύ καλύτερα γερμανικά, φαίνεται να αντιμετωπίζουν λιγότερα προβλήματα στον χώρο εργασίας (45% έχουν βιώσει αδικία στη δουλειά, 23% πολλές ή μερικές φορές).
Είναι όμως ενδιαφέρον ότι οι εμπειρίες αυτές δεν ανατρέπουν τη μεγάλη εικόνα. Η πιο συχνά αναφερόμενη απάντηση στην ερώτηση «Τι αισθάνεστε όταν σκέφτεστε τη Γερμανία;» είναι η «ευγνωμοσύνη» (την ανάφερε το 44%). 3 στους 10 αναφέρουν επίσης το «ενδιαφέρον» και 1 στους 4 την «ελπίδα».
Δεσμοί με την Ελλάδα
Ηελληνική Διασπορά στη Γερμανία φαίνεται ότι με τις δεκαετίες έχει εξελιχθεί σε μια ζωντανή κοινότητα ανθρώπων που μοιράζονται κοινές αξίες, γλώσσα και μνήμες. Οι περισσότεροι αισθάνονται Έλληνες και Ευρωπαίοι ταυτόχρονα, αναγνωρίζοντας ότι οι δύο ταυτότητες μπορούν να συνυπάρξουν. Η σχέση τους με την Ελλάδα, από την άλλη, μοιάζει αντιφατική: Αισθάνονται κοντά, αλλά και βλέπουν κριτικά πολλές όψεις της ζωής στη χώρα. Υπάρχει αγάπη, αλλά και απογοήτευση.
Αναλυτικά: https://www.dianeosis.org/2025/10/i-elliniki-diaspora-sti-germania/
Σχόλια Facebook