«Γιατί είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα να μένουν στη χώρα άνθρωποι που δεν έχουν καταγωγή από εδώ;»

Ο συλλογικός τόμος «Οριακές Αντιστάσεις» έρχεται να καλύψει ένα κενό στην επιστημονική βιβλιογραφία για τη μετανάστευση. Η επιμελήτρια Όλγα Λαφαζάνη μιλάει στο in.
Όταν η Όλγα Λαφαζάνη πρωτομπήκε στο αμφιθέατρο του τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας να διδάξει ένα μάθημα σχετικό με τη μετανάστευση, διαπίστωσε μία έλλειψη. Τα τελευταία χρόνια -και ιδίως μετά το προσφυγικό κύμα του 2015- είχε μεν παραχθεί ένας υπολογίσιμος όγκος μελετών για το θέμα, όμως η βιβλιογραφική παραγωγή ήταν αποσπασματική: οι περισσότερες δουλειές που κυκλοφορούσαν αφορούσαν μελέτες περίπτωσης ή πολύ ειδικές όψεις του ζητήματος.
Κοινώς, δεν υπήρχε ένα βιβλίο που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διδακτικό εγχειρίδιο για τη μετανάστευση. Όπως λέει η ίδια μιλώντας στο in, τέτοιες εκδοτικές δουλειές υπήρξαν στο παρελθόν, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, έχοντας τότε την αλβανική μετανάστευση στο επίκεντρο. Έκτοτε, σταδιακά εξέλειψαν, αφήνοντας ένα κενό που δεν είναι μόνο διδακτικό, αλλά στην πραγματικά αφορά όλους τους ανθρώπους που θέλουν να έχουν μια κριτική γνώση στο ζήτημα.
Στην κάλυψη αυτού του κενού στοχεύει ο συλλογικός τόμος Οριακές Αντιστάσεις: Κριτικές Προσεγγίσεις στη Μετανάστευση που επιμελήθηκε η Όλγα Λαφαζάνη μαζί με τη Νέλλη Καμπούρη, επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστήμιου, ο οποίος κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Το βιβλίο, αναλυτική παρουσίαση του οποίου δημοσιεύτηκε στο in στις αρχές Σεπτεμβρίου, ανθολογεί πρωτότυπα κείμενα επιστημόνων από την Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων και επιφανή ονόματα του πεδίου όπως ο Σάντρο Μετσάντρα, ο Νίκολας Ντε Τζένοβα και ο Ραναμπίρ Σαμαντάρ. Τα κείμενα καταπιάνονται με την ιστοριογραφία της μετανάστευσης, τον αστικό χώρο και το δικαίωμα στην πόλη, την κριτική κατανόηση της μεταναστευτικής εργασίας, τις ιδιαιτερότητες της μετακίνησης για ΛΟΑΤΚΙ άτομα και πολλές ακόμα όψεις.
Όπως σημειώνουν οι επιμελήτριες στον πρόλογο, ο στόχος του βιβλίου είναι «να σταθεί κριτικά απέναντι στις άρρητες παραδοχές των επίσημων λόγων για τη μετανάστευση που παρουσιάζονται ως αυτονόητες και δεδομένες».
Εν αναμονή της παρουσίασης του βιβλίου την την Τρίτη 25 Νοεμβρίου στις 19:00 στον χώρο της πολύγλωσσης βιβλιοθήκης We need books (Ευβοίας 7, Κυψέλη), η Όλγα Λαφαζάνη μίλησε στο in για τους λόγους πίσω από το βιβλιογραφικό κενό που διαπίστωσε, την κατασκευή της μετανάστευσης ως πρόβλημα και τις διαφορετικές πολιτικές γύρω από το ζήτημα.

Σε τι οφείλεται το βιβλιογραφικό κενό που διαπιστώσατε στη μελέτη της μετανάστευσης;
Νομίζω ότι όσοι και όσες κάνουμε μετανάστευση, διαβάζουμε πάρα πολλή ξενόγλωσση βιβλιογραφία και έτσι δεν αντιληφθήκαμε ότι υπήρχε αυτό το κενό. Αν δεν έμπαινα σ’ ένα αμφιθέατρο ώστε να χρειαστώ ένα διδακτικό εγχειρίδιο, ίσως να μην συνειδητοποιούσα κι εγώ ότι τα βασικά μας κείμενα υπάρχουν μόνο στα αγγλικά.
Ταυτόχρονα, είναι και λίγο περίεργο ότι πολύ λιγότεροι άνθρωποι ασχολούνται με σοβαρό κι επιστημονικό τρόπο απ’ όσο αναλογεί στο ζήτημα της μετανάστευσης στην Ελλάδα. Αυτό συνδέεται βέβαια και με την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στο δημόσιο Πανεπιστήμιο: δεν ανοίγουν θέσεις ή δεν υπάρχουν χρηματοδοτήσεις έρευνας, οπότε και κάποιοι άνθρωποι, πάρα πολύ καλοί συνάδελφοι, συναδέλφισσες που έχουν κάνει διδακτορικά, δεν μπορούν να συνεχίσουν. Δεν υπάρχουν δηλαδή ευκαιρίες, οπότε κάπως διακόπτεται αυτή η πορεία.
Πολύς κόσμος ο όποιος έχει ερευνήσει μέσα από τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες τη μετανάστευση, στράφηκε για επαγγελματική απασχόληση στο πεδίο. Μήπως είναι κι αυτός ένας παράγοντας;
Έτσι νομίζω. Την περίοδο που ακολούθησε αυτό που ονομάζεται προσφυγική «κρίση» του 2015, η ανθρωπιστική βιομηχανία άνθισε στην Ελλάδα, είχαμε την πρώτη ανθρωπιστική επέμβαση σε ευρωπαϊκό έδαφος. Έτσι, ήρθαν αρκετά χρήματα και αρκετές θέσεις εργασίας, οπότε πάρα πολλοί άνθρωποι των κοινωνικών επιστημών δούλεψαν στον τομέα των ανθρωπιστικών οργανώσεων.
Και επιστρέφει αυτή η εμπειρία στη θεωρία;
Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση που δεν μπορεί να απαντηθεί μονοσήμαντα. Υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύοντας σε οργανώσεις, είδαν μια πραγματικότητα από πολύ κοντά και σίγουρα δίνουν κάτι αυτή τη στιγμή σε επίπεδο θεωρητικής γνώσης και επιστημολογίας.
Κυριαρχεί ωστόσο η βιομηχανία μιας επείγουσας κατάστασης, με την επιταγή της διαρκούς παραγωγής έργων. Και οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζω ότι μπαίνουν στη λογική ενός διαχειριστικού καθεστώτος και μετά συνεχίζουν σ’ αυτό, ψάχνοντας το επόμενο πρόγραμμα, την επόμενη δουλειά, την άλλη οργάνωση – γιατί αυτές οι θέσεις εργασίας δεν είναι και σταθερές.
Νομίζω ότι οι πιο πολλοί εγκλωβίζονται σε αυτό το κομμάτι κι αυτός ο εγκλωβισμός, βέβαια, δεν είναι πάντα επιλογή. Είναι και ζήτημα επιβίωσης το να έχεις μία δουλειά.
Και μάλιστα, η διαχείριση είναι στο πεδίο της «διαχείρισης κρίσεων». Όπως λέτε, όμως, στον πρόλογο του βιβλίου, η προσφυγική/μεταναστευτική «κρίση» είναι μια εννοιολόγηση κάπως αυθαίρετη.
Αυτό το ζήτημα ήταν πολύ κεντρικό στο βιβλίο: να συζητήσουμε δηλαδή πώς, γιατί και από ποιους κατασκευάζεται η μετανάστευση ως πρόβλημα και όχι ως ένα κοινωνικό φαινόμενο που τέλος πάντων με διαφορετικούς τρόπους και μορφές υπήρχε από πάντα και θα υπάρχει για πάντα. Όσο υπάρχουν τόσο έντονες κοινωνικές ανισότητες, πόλεμοι, φτώχεια σε ένα τεράστιο μέρος του πλανήτη, το ερώτημα για μένα θα ήταν όχι γιατί μετακινούνται τόσοι πολλοί άνθρωποι, αλλά γιατί τόσο λίγοι;
Προσκεκλημένη από ένα ερευνητικό κέντρο, έχω κάνει δύο ταξίδια στην Ινδία την τελευταία πενταετία. Είναι σοκαριστικές οι συνθήκες που επικρατούν στο μεγαλύτερο μέρος αυτού του κόσμου. Γιατί θα έπρεπε οι άνθρωποι να ζουν σε αυτές τις συνθήκες; Γιατί δεν πρέπει να διεκδικούν μια καλύτερη ζωή ή έστω την επιβίωσή τους; Γιατί πολλές φορές γι’ αυτό το πράγμα μιλάμε: για επιβίωση.
Οι Ινδοί που έρχονται στην Ελλάδα, δουλεύουν στα χωράφια, παίρνουν ένα μεροκάματο της πείνας και ζουν σε παραπήγματα το κάνουν για να επιβιώσουν και να στείλουν κάτι -έστω λίγο- πίσω στις οικογένειές τους.
Μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον ότι η μετανάστευση είναι εγγεγραμμένη στην ίδια τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους με τη διαμάχη αυτόχθονων και ετερόχθονων, γεγονός που θίγεται στο πρώτο κείμενο του βιβλιου.
Έτσι είναι. Και δεν είμαι καθόλου σίγουρη αν μπορούμε να βρούμε ένα έθνος-κράτος στον κόσμο που να ανταποκρίνεται σ’ αυτό που θέλει τώρα να παρουσιάζει ως έθνος κράτος: κάτι ομοιογενές, με μια γλώσσα, μια θρησκεία. Αυτή η ιδέα του ισομορφισμού κράτους, κοινωνίας και χώρου είναι εντελώς κατασκευασμένη. Ποιο έθνος-κράτος ήταν που δεν είχε μετακινήσεις, που δεν είχε αυτό που αργότερα αποκαλέστηκε μειονότητες; Οπότε, πόσο κατασκευασμένη είναι κι αυτή η ιδέα του «εμείς κι αυτοί» αντίστοιχα;
Νομίζω ότι είναι βασικό επιχείρημα του βιβλίου ότι γενικώς τα σύνορα δεν έχουν κάποια απόλυτη δομή. Στην πραγματικότητα είναι εγγενώς πορώδη και έχουν μελετηθεί ως τέτοια.
Τέτοιες είναι οι παραδοχές που κάνουν τη μετανάστευση να φαίνεται ως πρόβλημα: η ιδέα του συνόρου ως κάτι τόσο απολύτο, σταθερό, ως μια γραμμή σε έναν πολιτικό χάρτη που έχει γραφτεί ανεξίτηλα. Δεν είναι έτσι. Μόνο στην Ευρώπη, οι αλλαγές των συνόρων τον τελευταίο αιώνα είναι φοβερές. Στα Βαλκάνια και στον ελλαδικό χώρο υπήρχε μία τεράστια και συνεχής ανακατάταξη.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και ότι τα σύνορα και εγγράφηκαν σε μια πολύ συγκεκριμένη περίοδο για να συγκροτήσουν μια νέα συνθήκη στον καπιταλισμό. Υπάρχουν όμως πάρα πολλές μετακινήσεις ακόμα, οι οποίες παραμένουν αφανείς και είναι σαν να αποσιωπούνται οι σχέσεις των ανθρώπων ένθεν και ένθεν των συνόρων. Στον Έβρο για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι μιλάνε τούρκικα. Πόσοι άνθρωποι πηγαίνουν στη Βουλγαρία για να φτιάξουν τα δόντια τους φτηνά; Πόσοι άνθρωποι περνάνε στην στην Τουρκία για να ψωνίσουν στη λαϊκή από τη Σάμο, την Κω ή τη Μυτιλήνη;
Η μετανάστευση όμως είναι παράνομη αν περάσει κάποιος τα σύνορα χωρίς χαρτιά. Αυτό στη χειρότερη θα ήταν ένα πλημμέλημα. Πώς έχει αποκτήσει ποινική διάσταση; Και πόσο δυσανάλογη είναι η πράξη με την ποινή; Μάλιστα, είναι από τα λίγα ζητήματα που επιφέρουν απευθείας διοικητική κράτηση, δηλαδή στέρηση της ελευθερίας. Αυτή η δυσαναλογία, δείχνει κατ’ αναλογία και πώς κατασκευάζεται η μετανάστευση ως κίνδυνος, ως επέλαση, ως πρόβλημα στην κοινωνία μας. Γιατί είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα να μένουν στη χώρα κάποιες χιλιάδες άνθρωποι που δεν έχουν καταγωγή από εδώ;
Θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος ότι τα παραδείγματα διασυνοριακής κίνησης αφορούν το εμπόριο· ότι είναι συμφωνημένο ότι το εμπόριο μπορεί να διασχίζει τα σύνορα.
Ακριβώς έτσι είναι. Σε αυτή την περίοδο που ζούμε, ακόμα και στον επίσημο λόγο, τα σύνορα μπορεί να είναι τελείως ανοιχτά σε σχέση με τις ροές κεφαλαίου, με τις ροές εμπορευμάτων, με τη γνώση ή με την τεχνολογία. Αλλά στο ζήτημα της μετανάστευσης γίνονται ξανά τελείως εθνικά, ελεγχόμενα σύνορα. Όσον αφορά την κινητικότητα της εργασίας, ασκούνται όλο και μεγαλύτεροι έλεγχοι, ενώ στην κινητικότητα των υπολοίπων πραγμάτων υπάρχει ελευθερία.
Επίσης, η δική μου εμπειρία μετακίνησης, που έχω ευρωπαϊκό διαβατήριο, σε σχέση με μια γυναίκα που είναι από ένα χωριό στο Αφγανιστάν για παράδειγμα είναι τελείως διαφορετική. Οπότε τι σημαίνει η μετακίνηση, Τι σημαίνει το σύνορο; Πώς γίνεται αυτή η διαδικασία;

Όλγα Λαφαζάνη
Μέχρι ενός σημείου, υπήρξε στην Ελλάδα μια πιο «κοσμοπολίτικη» αντιμετώπιση της μετανάστευσης, όσο χρειάζονταν εργατικά χέρια για τα έργα των Ολυμπιακών του 2004. Τι δείχνει η μετέπειτα αλλαγή του κυρίαρχου λόγου προς το αυστηρότερο;
Εγώ πιστεύω ότι αυτή δεν είναι ούτε μια σταθερή, ούτε μια αμετάβλητη αλλαγή. Νομίζω ότι η μετανάστευση καθρεφτίζει κάθε φορά τις εγχώριες ή τις ευρωπαϊκές κοινωνικοπολιτικές οικονομικές συνθήκες. Έχει να κάνει κυρίως με την διαχείριση των εντός των συνόρων, όχι των εκτός.
Και νομίζω ότι η μετανάστευση εργαλειοποιείται διαρκώς σε αυτούς τους Λόγους. Όταν θέλουμε να πουλήσουμε ασφάλεια, ανάγκη περισσότερης αστυνόμευσης και σύνορα, λειτουργεί σαν μια συνθήκη εθνικής ομογενοποίησης από τα έξω. Δηλαδή φτιάχνοντας μια απειλή, φτιάχνουμε ένα εθνικό σώμα πιο συμπαγές, που φαντάζεται τον εαυτό του ως μια κοινότητα που απειλείται.
Η πιο ενδεικτική τέτοια περίοδος για μένα στην ιστορία της Ελλάδας ήταν η δεκαετία του 2000. Ας πούμε η δεκαετία του 1990 που προηγήθηκε με την αλβανική μετανάστευση, ήταν μια πολύ περίεργη δεκαετία. Στην πραγματικότητα η πολιτική συνόρων ήταν πολύ πιο χαλαρή απ’ ό,τι είναι τώρα, δεν έχουν καμία σχέση.
Πέρναγαν κάποιοι άνθρωποι από την Αλβανία, τους συλλαμβάναν, τους έβαζαν σε ένα φορτηγό, τους πέρναγαν απέναντι στα σύνορα, το βράδυ αυτοί ξαναγυρνάγαν. Ε, τη δεύτερη, την τρίτη φορά θα τα κατάφερναν. Δεν υπήρχε καμία ποινή στην πραγματικότητα γύρω από αυτό και υπήρχε η δυνατότητα να βρουν κατοικία και εργασία στον άτυπο τομέα της οικονομίας και να επιβιώσουν στη χώρα. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε και πάρα πολύ μεγάλος ρατσισμός και πάρα πολύ μεγάλη βία.
Χαρτιά δεν δίνονταν μέχρι το 1997, μέχρι δηλαδή να διεκδικηθούν με τις τεράστιες πορείες που γινόντουσαν τότε για τη νομιμοποίηση. Ήταν μια δεκαετία κάπως παράξενη από πολλές απόψεις.
Η δεκαετία του 2000 ξεκίνησε με μία πολύ ανοιχτή διάθεση, όχι χωρίς πρόβλημα, αλλά με μια άλλου τύπου αποδοχή. Θυμάμαι που είχα κάνει μια εργασία για το μεταπτυχιακό μου με θέμα τον λόγο γύρω από τη μετανάστευση στον αθηναϊκό Τύπο. Και τότε ήταν εντυπωσιακό ότι παρότι είχε προηγηθεί η δεκαετία του 1990, δεν έβλεπες ούτε μία φορά τη λέξη «λαθρομετανάστης» στον τύπο.
Δεν υπήρχε αυτή η ορολογία. Ίσα-ίσα που υπήρχαν σποραδικά κάτι άρθρα που μιλούσαν για την κοσμοπολίτικη Αθήνα, για τις γειτονιές του κέντρου, τα μαγαζιά της Αχαρνών… μια εξωτικοποίηση του ξένου. Και βέβαια μετά φτάνουμε γύρω στο 2007-8 που αρχίζουν να διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια της οικονομικής κρίσης.
Ξαφνικά, συγχρονισμένα με την κρίση, αρχίζει μια φοβερή, διάχυτη επίθεση στο μεταναστευτικό: Ξένιος Δίας, Δένδιας, ο Σαμαράς να βγαίνει να λέει «να επανακαταλάβουμε τις πόλεις μας». Τηελοπτικά ρεπορτάζ για την εγκληματικότητα που έδειχναν δύο ανθρώπους να περπατούν στον δρόμο. Χάρτες της Αθήνας με βελάκια – η Ομόνοια, η Βικτώρια, ο Άγιος Παντελεήμονας ως γειτονιές επικίνδυνες για κυκλοφορία.
Όλο αυτό ξαφνικά και τελείως αναντίστοιχα με τις αφίξεις των ανθρώπων, γιατί εκείνη την περίοδο, ακριβώς λόγω της οικονομικής κρίσης, σταμάτησε ο κόσμος να έρχεται στην Ελλάδα. Ή ερχόταν για να περάσει μόνο. Έτσι άρχισε να κατασκευάζεται ως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας – στην πραγματικότητα, προκειμένου να μεταθέσει τη συζήτηση από την οικονομία και τα πραγματικά προβλήματα, κατασκευάστηκε ένας εχθρός.
Η μετανάστευση λοιπόν εργαλειοποιείται σε πάρα πολλές περιόδους της πρόσφατης Ιστορίας για να λειτουργήσει ως το αντίβαρο και να στρέψει αλλού τα βλέμματα.
Το βιβλίο είναι και κάποιου είδους κριτική στο πώς έχει αντιμετωπιστεί μέχρι τώρα η μετανάστευση στις ανθρωπιστικές επιστήμες; Δηλαδή βλέπουμε στο βιβλίο τις ελάσσονες φωνές της μελέτης της μετανάστευσης ή όχι;
Βλέπουμε σίγουρα μια κριτική προσέγγιση που μέσα στις μεταναστευτικές σπουδές διεθνώς δεν είναι και ισχνή. Κάποιοι από τους συγγραφείς του βιβλίου όπως ο Σάντρο Μετσάντρα, ο Νίκολας Ντε Τζένοβα και ο Ραμπαμίρ Σαμαντάρ είναι ανάμεσα στους πέντε πιο γνωστούς επιστήμονες του αντικειμένου αυτή τη στιγμή. Οπότε μέσα στις μεταναστευτικές σπουδές υπάρχει πολύ μεγάλη αναγνώριση της κριτικής σκέψης γύρω από τη μετανάστευση. Αυτό δεν σχετίζεται με το πώς βλέπει το ζήτημα η κοινωνία, αλλά δεν θα έλεγα ότι αποτελούν μειοψηφία στον χώρο.
Φυσικά, υπάρχουν αντίστοιχα και πολύ πιο θεσμικές προσεγγίσεις μετανάστευσης – έρευνες «για να μετρήσουμε τους παράνομους» ας πούμε. Στο ίδιο πεδίο, συνυπάρχουν μια κριτική προσέγγιση με έναν πολύ πιο θεσμικό λόγο, ο οποίος στην πραγματικότητα θέτει τα ερωτήματα του κράτους σε σχέση με τη μετανάστευση και όχι αυτά των κριτικών κοινωνικών επιστημών. Αυτή τη στιγμή υπάρχει και ένα μεγάλο δίκτυο critical scholars of migration που φτιάχτηκε πριν λίγους μήνες ορμώμενο κυρίως από αυτό που γίνεται στην Αμερική με τον Τραμπ, αλλά όχι μόνο. Γίνεται μια προσπάθεια να βγούμε λίγο μπροστά και να αρθρώσουμε έναν συγκροτημένο λόγο και για τα τρέχοντα ζητήματα.
Αυτή η κριτική προσέγγιση των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών πάνω στη μετανάστευση έρχεται πουθενά σε διάλογο με τη χάραξη πολιτικής;
Δεν νομίζω ότι η πολιτική χαράσσεται με αυτό τον τρόπο, επειδή δεν υπάρχουν εναλλακτικές ή επειδή δεν υπάρχει η γνώση, η μεθοδολογία, τα εργαλεία ώστε να αρθρωθεί μια διαφορετική πολιτική. Νομίζω ότι η πολιτική διαχείρισης της μετανάστευσης είναι αποτέλεσμα ενός πολύ επιθετικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και πολύ συγκεκριμένων επιλογών στο κομμάτι του governmentality: της πειθάρχησης, της δημιουργίας κλίματος αβεβαιότητας κτλ.
Ταυτόχρονα, και μία πολιτική που επί δεκαετίες τώρα, τουλάχιστον από τις αρχές του 2000 μέχρι σήμερα, ταΐζει την πολεμική βιομηχανία της Ευρώπης. Αυτός ο μη-αποτελεσματικός, διαρκής, υβριδικός -όπως τον αποκαλούν- πόλεμος στα σύνορα έχει φέρει δισεκατομμύρια στην πολεμική βιομηχανία που δοκιμάζει συνεχώς τα νέα της εργαλεία. Τα μη-επανδρωμένα αεροσκάφη, τις θερμικές κάμερες, μια ολόκληρη τεχνολογία συνόρων έχει χρηματοδοτηθεί μέσα από αυτό το Λόγο και τις πολιτικές για τη μετανάστευση.
Άρα ο μηχανισμός μέσα απ’ τον οποίο η κριτική προσέγγιση στη μετανάστευση μπορεί να μετουσιωθεί σε πολιτική ποιος θα ήταν;
Η αλλαγή των όρων του κοινωνικού ανταγωνισμού. Το πώς αντιμετωπίζεται η μετανάστευση είναι θέμα μιας συνολικής πολιτικής διαχείρισης.
Ας δούμε αυτό που γίνεται τώρα στην Αμερική του Τραμπ. Δεν είναι ότι δεν υπήρχε ιστορικά άλλος τρόπος διαχείρισης διαφορετικών πληθυσμών· η Αμερική είναι το κατεξοχήν έθνος που διαφημίζει τον εαυτό του ως ένα «έθνος μεταναστών». Και παρ’όλα αυτά, σε αυτό το σημείο επιλέγεται η πιο ακραία αντιμεταναστευτική πολιτική που έχει υπάρξει, με μαζικές απελάσεις. Συνάδελφοι δικοί μου φοβούνται να φύγουν γιατί μπορεί να μην τους δοθεί άδεια να επιστρέψουν.
Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν τα εργαλεία και η γνώση. Υπάρχει μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική επιλογή και αν αυτή δεν αμφισβητηθεί, αν η κυριαρχία και εξουσία ενός τέτοιου καπιταλισμού δεν αμφισβητηθεί, δεν νομίζω ότι θα υπάρξει και μια άλλη διαχείριση της μετανάστευσης. Η σχέση όμως πηγαίνει πάνω-κάτω: μπορεί να αλλάξουν τελείως οι όροι της οικονομίας και να υπάρξει μια άλλη διαχείριση της μετανάστευσης.
Ο ρόλος των μεταναστών ως συγκροτημένο υποκείμενο σε μια διαδικασία αλλαγής ποιος θα ήταν; Από τα κείμενα καταλαβαίνω ότι ως προς τον ρόλο που θα έχουν στην κοινωνική ιεραρχία οι μετανάστες, η δική τους πρακτική έχει τεράστια σημασία.
Έχει τεράστια σημασία. Πιστεύω ότι ακόμα και οι πιο μικρές, λαθραίες πρακτικές επιβίωσης έχουν τεράστια σημασία στο πώς γίνεται η κοινωνική διαπραγμάτευση του ζητήματος.
Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι όλο αυτό το καθεστώς διαχείρισης σημαίνει και πάρα πολύ συγκεκριμένα πράγματα για το πώς κατασκευάζονται -σε αδρές γραμμές, δεν λέω ότι είναι μια κατασκευή από πάνω έως κάτω- οι υποκειμενικότητες των ανθρώπων.
Δηλαδή όταν είσαι σε μία χώρα που δεν μπορείς να έχεις πραγματικά ποτέ μια ασφάλεια με τα χαρτιά σου, που κάθε λίγα χρόνια πρέπει να τα ανανεώνεις, που ακόμα κι αν έχεις έρθει από το 1990 μπορεί να μην έχεις πραγματική ασφάλεια, να μην έχεις πάρει υπηκοότητα μετά από τριάντα πέντε χρόνια παραμονής σε μια χώρα, αυτή είναι μια συνθήκη που αφήνει τις μετανάστριες και τους μετανάστες σε ένα βαθύ καθεστώς επισφάλειας.
Αυτό έχει πάρα πολύ άμεσες συνέπειες στο πόσο μπορείς να δράσεις σε μία κοινωνία ή αν θα ζεις συνεχώς σε ένα καθεστώς φόβου. Ο φόβος της απέλασης για τον οποίο μιλάει και ο Ντε Τζένοβα στο κείμενό του, κρέμεται διαρκώς πάνω από τα κεφάλια ανθρώπων που μπορεί να ζουν πάρα πολλά χρόνια στη χώρα. Και έτσι φτιάχνεις ένα πολύ πειθαρχημένο και υπάκουο κομμάτι της κοινωνίας.
Αυτό φυσικά έχει πάρα πολλές ρωγμές γιατί αυτού του τύπου οι κατασκευές δεν είναι ευθύγραμμες, κατασκευάζονται τόσο από τα πάνω, όσο κι από τα κάτω. Αλλά από τα πάνω, εγώ πιστεύω ότι πολύ συνειδητά υπάρχει αυτή η προσπάθεια να κρατιούνται οι μετανάστες σ’ αυτό το inbetween, στο «μεταξύ», στο «είμαι εδώ, αλλά οποιαδήποτε στιγμή μπορεί τα πράγματα να στραβώσουν».
Αν το δούμε με μία ιστορική αναλογία, οι πρόσφυγες που ήρθαν το 1922, πήραν κατευθείαν δικαιώματα ψήφου. Πήραν κατευθείαν ιθαγένεια. Τώρα παρουσιάζεται ότι ήταν Έλληνες και γι’ αυτό τους δόθηκε ιθαγένεια. Όμως τότε το ελληνικό κράτος δεν τους ήθελε και αναγκάστηκε να τους δεχθεί λόγω της ήττας στον πόλεμο. Μάλιστα, για πάρα πολύ καιρό αρνούνταν να τους δεχθούν. Δηλαδή υπάρχουν αφηγήσεις για πλοία το ‘22 που ερχόντουσαν από τη Σμύρνη, έμεναν μετέωρα και δεν τα άφηναν να πιάσουν σε κανένα λιμάνι για μήνες.
Πάρα πολλοί από αυτούς δεν μιλούσαν καν ελληνικά ή δεν είχαν έρθει ποτέ στην Ελλάδα. Δεν ήταν η εθνική ταυτότητα το θέμα. Ήταν Χριστιανοί, αυτό ήταν το κριτήριο της ανταλλαγής. Όλο το υπόλοιπο τώρα είναι στρώση πάνω στη στρώση που έχει επικαλύψει την αρχική Ιστορία.
Τότε λόγω πολύ συγκεκριμένων πολιτικών που εφαρμόστηκαν, έγιναν Έλληνες. Τους έδωσαν ιθαγένεια, έγινε αγροτική αποκατάσταση, τους έδωσαν κτήματα, μέσα παραγωγής, μηχανήματα, ζώα, σπόρους. Τους έδωσαν επίσης κατοικία στον αστικό ιστό. Και μιλάμε για μια περίοδο που οι άνθρωποι που έφτασαν ήταν 1,2 εκ. σε έναν πληθυσμό 5 εκατομμυρίων που ήταν η Ελλάδα – το ένα τέταρτο του πληθυσμού δηλαδή, καμία σχέση με τις σημερινές ροές που δεν ήταν ούτε το 1%.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό για μένα αυτό το παράδειγμα: ότι η ηγεσία του ΚΚΕ τότε, δηλαδή το 1928-1930 αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από πρόσφυγες. Σήμερα, ακόμα και για ανθρώπους που ζουν τριάντα χρόνια στη χώρα, με δυσκολία μπορούμε να σκεφτούμε έναν πολιτικό, δύο δημοσιογράφους, έναν συγγραφέα, έναν καθηγητή πανεπιστημίου που να έχει μεταναστευτική καταγωγή. Κι αυτό το λέω σαν παράδειγμα για το πόσο βαθύς είναι ο αποκλεισμός, αλλά και για το πόσο φυσικά συνομιλεί με τις πολιτικές διαχείρισης.
Πηγή:in.gr







Σχόλια Facebook