«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 14o

 

Ο Βενιζέλος για την Ομογένεια

 

Δεν ήταν βέβαια άγνωστο σε κανένα ότι η Ομογένεια δεν είχε τίποτε να κερδίση από την απελευθέρωσι των “αλυτρώτων” και την επέκτασι του ελληνικού κράτους στα φυσικά του σύνορα. Τα οικονομικά και προσωπικά τους συμφέροντα ήταν πια δεμένα με την καινούργια τους πα­τρίδα, την Αμερική. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η ιδέα ότι θα έμεναν για λίγα χρόνια στην Αμερική, θα μά­ζευαν μερικά δολλάρια, και μετά θα γύριζαν στο χωριό τους, είχε αρχίσει να ξεθωριάζη. Συνεπώς, όλο αυτό το μέχρι φανατισμού ενδιαφέρον των Ελλήνων της Αμερικής για τα ελληνικά αιτήματα επήγαζε αποκλειστικά από την άδολη, ανεπιφύλακτη, αυθόρμητη αγάπη τους προς την γενέτειρα, προς τήν ελληνική Μεγάλη Ιδέα, προς τα “ιερά και όσια” του Ελληνισμού. Και ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακή η θερμή συμπαράστασι της Ομογενείας προς την Ελλάδα, δεδομένου ότι δεν υπήρχε καμμιά ανθρώπινη δύναμις ικανή να υποχρέωση έστω και ένα ομογενή σε θετική ανταπόκρισι. Η αγάπη ήταν όντως πηγαία και αυθόρμητη.

 

Σ’ αυτήν ακριβώς την αγάπη προς την γενέτειρα είχαν τοποθετήσει τις ελπίδες τους εκείνοι που ωργάνωσαν την εκστρατεία της 1ης  Ιουλίου 1918.

 

Ανάμεσα στους πρωτεργάτες και εμπνευστές, ήταν και ο μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης,[1] που είχε έλθει τήν εποχή εκείνη για να μελετήση την κατάστασι που επικρατούσε στα εκκλησιαστικά πράγματα των Κοινοτήτων. Στον λόγο που εξεφώνησε σε γεύμα που παρετέθη προς τιμήν του λίγες μέρες πριν αναχωρήση και πάλι για την Ελλάδα, ο μητροπολίτης Μελέτιος εξέφρασε την πεποίθησί του ότι, απ’ όσα είχε διαπιστώσει κατά την διάρκεια της περιοδείας του στην Αμερική, η μεγάλη πλειοψηφία του αμερικανικού λαού, χάρις στους αγώνες των Ελλήνων της Αμερικής, εγνώριζε την πραγματικότητα και ευνοούσε την εθνική αποκατάστασι του “αλύτρωτου Ελληνι­σμού.”

 

Και με το πάθος που διέκρινε τον φλογερό εκείνο ιεράρχη, και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη, ο Μελέτιος έκλεισε την προσλαλιά του με την ευχή “γρήγορα να ρθή η στιγμή για να μπουν τα παιδιά της Ελλάδος στην Αγιά Σοφιά και να τελειώσουν την λειτουργία που εσταμάτησε στη μέση η εισβολή του Αγαρηνού.”

 

Με την υπογραφή της Ανακωχής στις 11 Νοεμβρίου 1918, οι Έλληνες της Αμερικής ενέτειναν τις προσπάθειες τους. Τώρα που είχε κερδηθή ο πόλεμος, δεν έμενε παρά να πραγματοποιηθούν οι επαγγελίες των νικητών. Η αυτοδιάθεσις των λαών ήταν η υψηλή αρχή που είχε θέσει η Αμερική, με τον πρόεδρο Ουίλσων, ως την βάσι για την δίκαιη αναδιάρθροσι του διεθνούς συστήματος. Η Ελλάς δεν ζητούσε να κατάκτηση ξένους λαούς, ζητούσε μόνο να φέρη κάτω από την εθνική στέγη τους πληθυσμούς και τα εδάφη που από αιώνες ανήκαν στον χώρο του Ελληνισμού. Έτσι, ξεκάθαρα και απλά, είδαν οι Ελληνες της Αμερι­κής το θέμα των εθνικών αιτημάτων. Και έτσι απευθύνθη­καν στον αμερικανικό λαό και τήν ηγεσία του.

 

 

Ένα μήνα μόλις μετά την Ανακωχή, οι ελληνοαμε­ρικανικές οργανώσεις της Βοστώνης ωργάνωσαν μια πρώτη παλλαϊκή συγκέντρωσι στην αίθουσα Φανέιγ[2] και εζήτησαν με ψήφισμα από την Διάσκεψι της Ειρήνης να εγκρίνη την “ένωσι με την Μητέρα Ελλάδα των ελληνικών περιοχών που ευρίσκονται υπό ξένην κυριαρχίαν.” Ανάλογο τηλεγράφημα εστάλη προς τον αμερικανό Πρόεδρο και προς τα ηγετικά στελέχη και των δύο κομμάτων στο Κογκρέσσο. Εις την Νέα Υόρκη, η Επιτροπή δια την Απελευθέρωσιν των Αλυτρώτων Ελλήνων επραγματοποίησε άλλη μεγάλη συγκέντρωσι τον ίδιο μήνα, στην οποία προεβλήθη ακόμη και αίτημα για την “επιστροφή της Πόλης”.

 

Ο Βενιζέλος, με την διορατικότητα και οξύνοια του μεγάλου ηγέτου, διέκρινε από την πρώτη στιγμή το πολύτιμο ενεργητικό που αποτελούσε ο Ελληνισμός της Αμε­ρικής. Με τον πατριωτισμό που είχαν ήδη δείξει σε κάθε περίπτωσι οι Ελληνοαμερικανοί, και με την άνεσι που τους παρείχε νομικά και ηθικά η ιδιότης του Αμερικανού κατοί­κου ή πολίτου, μπορούσαν να προσφέρουν  πολλά, πάρα πολλά στην διπλωματική του προσπάθεια. Ετσι τους είδε ο Βενιζέλος τους Ελληνοαμερικανούς. Σαν ενα αποφασιστικής σημασίας παρακλάδι του Ελληνισμού. Εγνώριζε ακόμα, ότι παρ’ όλες τις ασχήμιες που είχαν γίνει κάτω από την. επήρεια του φθοροποιού διχασμού τα προηγούμενα χρόνια, ο Ελληνισμός της Αμερικής ήταν άρρηκτα ενω­μένος γύρω από την υπόθεσι του ελληνικού “αλυτρωτισμού.” Εκεί δεν υπήρχαν περιθώρια για αντιγνωμίες. Ακό­μα και οι βασιλόφρονες, που τον μισούσαν με τόσο πάθος, θα έθεταν κατά μέρος τους προσωπικούς τους ενδοιασμούς για να δώσουν με πατριωτικό πνεύμα την προσφορά τους στην εθνική προσπάθεια.

 

Με αυτές τις σκέψεις, ο Βενιζέλος έδωσε εντολή στις διπλωματικές υπηρεσίες της Ελλάδος στην Αμερική να αξιοποιήσουν  τον  παράγοντα   Ομογένεια   στην   υπηρεσία των εθνικών πόθων πού, άλλωστε, η πραγματοποίησίς τους βρισκόταν μέσα στα πλαίσια της πολιτικής του προέδρου Ουίλσων.

 

Στις αρχές του 1919, με εντολή της κυβερνήσεως Βενιζέλου, ο γενικός πρόξενος της Ελλάδος στο Σαν Φραντσίσκο Μιχαήλ Τσαμαδός συνεκάλεσε τους προέδρους των ελληνοαμερικανικών οργανώσεων και τους εζήτησε να εξαπολύσουν μια έντονη εκστρατεία σ’ ολόκληρη την Αμερική για την ικανοποίησι τών ελληνικών εθνικών αιτημάτων. Ανάμεσα στο ακροατήριο ήσαν και βενιζελικοι και βασιλόφρονες. Ο Τσαμαδός δεν το αγνοούσε. Και δεν θέλησε και να το παράβλεψη. Στην ομιλία του, έκανε σαφή υπαινιγμό για τις κομματικές αντιθέσεις που ίσως εξακολουθούσαν να χωρίζουν τους παριστάμενους. Αλλά, προσέθεσε, η υπόθεσι για την οποία τους είχε καλέσει απαιτούσε να παραμερισθούν οι οποιεσδήποτε αντιθέσεις και να συμπηχθή ενα αρραγές μέτωπο για μια ανεπιφύλακτη συμπαράστασι προς τον “αλύτρωτο” Ελληνισμό.

 

Είναι χαρακτηριστικό του πνεύματος που επικρατούσε την εποχή εκείνη, το ότι την έκκλησί του αυτή ο Τσαμαδός δεν την έκανε σε στενό κύκλο Ελλήνων και μόνον. Στην συγκέντρωσι παρίσταντο και φιλέλληνες Αμερικανοί, ένας μάλιστα από τους ομιλητές ήταν και ο πρύτανις του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, Μπέντζαμιν Χουΐλερ (Benjamin Wheeler). Οι παριστά­μενοι ενέκριναν και ψήφισμα το όποιο έστειλαν τηλεγραφικώς στον πρόεδρο Ουίλσων, που ευρίσκετο στο Παρίσι για την Διάσκεψι της Ειρήνης. Αντίγραφα του ψηφίσματος εστάλησαν και στον αμερικανικό Τύπο, που έδωσε στο θέμα ευρεία δημοσιότητα.

 

Την ίδια περίπου εποχή, αρχές του 1919, έγινε στην Νέα Υόρκη μια μεγάλη συγκέντρωσις, στην οποία αντι­πρόσωποι των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Εβραίων, ανέλαβαν την υποχρέωσι να συνεργασθούν για την δικαίωσι των εθνικών τους πόθων. Λίγες μέρες πριν, στις 3 Φε­βρουαρίου 1919, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε παρουσιάσει τα ελληνικά αιτήματα στην Διάσκεψι της Ειρήνης. Οι ελληνοαμερικανικές οργανώσεις αμέσως ανέλαβαν εκ­στρατεία γιά να ενισχύσουν τήν προσπάθεια του Βενιζέλου.

 

Ο ελληνόφωνος Τύπος, με επί κεφαλής τον φιλελεύθερο Εθνικό Κήρυκα, κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να αντί­κρουση τους ενδοιασμούς των αμερικανών εκπροσώπων στην Διάσκεψι της Ειρήνης, που δεν ήθελαν να συμφωνήσουν στην παραχώρησι της Σμύρνης στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν πληροφορίες ότι οι Αμερικα­νοί ευνοούσαν την  απόδοσι  των  Δωδεκανήσων  στήν  Ελλάδα, αλλά προσέκρουαν στις αντιρρήσεις των Βρετα­νών και των Γάλλων, που επεκαλούντο την Μυστική Συνθήκη του Λονδίνου και ηρνούντο να δώσουν την συγκατάθεσί τους χωρίς την έγκρισι της Ιταλίας.[3] Ο ελληνοαμερι­κανικός Τύπος με την αρθρογραφία του εκαυτηρίασε την τακτική και εκάλεσε την Ομογένεια να αντίδραση έντονα, ζητώντας από την αμερικανική αντιπροσωπεία να καταβάλη κάθε προσπάθεια για να επικράτηση “το δίκαιον αίτημα του Δωδεκανησιακού Ελληνισμού.” Τον Μάιο, σε μια ογ­κώδη συγκέντρωσι δυο χιλιάδων και πλέον ατόμων στην αίθουσα Άμστερνταμ Όπερα Χάουζ (Amsterdam Opera House), έγιναν συγκινητικές πρά­γματι εκδηλώσεις από τους Δωδεκανησίους που μετείχαν στην εκδήλωσι.[4]

 

 

 

Αντιδράσεις και δυσχέρειες

 

Δεν θα πρέπει, όμως, να νομίση κανείς ότι ο αγώνας αυτός δεν αντιμετώπιζε δυσκολίες και αντιδράσεις, και ανάμεσα στην επίσημη Αμερική αλλά και στα πλατειά στρώματα. Δεν ήταν μόνο οι Ιταλοί, που αποτελούσαν μια πολύ ισχυρότερη πολιτικά και οικονομικά εθνική ομάδα. Ήταν και καθαρά αμερικανικοί κύκλοι με ειδικά συμ­φέροντα στην Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια. Το Αμερικανικό Συμβούλιο Επιτρόπων των Ξένων Ιεραποστολών (American Board of Commissioners for Foreign Missions) είδε από τήν αρχή με δυσαρέσκεια τα ελληνικά εδαφικά αιτή­ματα.

 

Το Συμβούλιο είχε στενό σύνδεσμο με τις κυριώτερες Προτεσταντικές Εκκλησίες στην Αμερική, ιδίως τους Πρεσβυτεριανούς.[5] Ενα από τά κυριώτερα ιδρύματα των Ιεραποστολών, ήταν η Ροβέρτειος Σχολή[6] στην Κωνσταντινούπολι. Από την Σχολή αυτή είχαν αποφοιτήσει και πολλοί Βούλγαροι. Αλλά δεν ήταν αυτός ο κυριώτερος λόγος για την αντίθεσι των προτεσταντών ιεραποστόλων. Οι ιεραπόστολοι επίστευαν, οτι αν επεκτείνετο ο έλεγχος του ελληνικού κράτους –και συνεπώς και της Εκκλησίας της Ελλάδος– στην Κωνσταντινούπολι και στις άλλες πε­ριοχές της Μικράς Ασίας και της Θράκης, οι δυνατότητες να συνεχίσουν ανενόχλητα την δραστηριότητα τους για τον προσηλυτισμό Ορθοδόξων στο προτεσταντικό δόγμα θα εμειώνοντο δραστικά, δεδομένου ότι η ελληνική νομο­θεσία απηγόρευε τον προσηλυτισμό εις βάρος της Ορθο­δοξίας.[7]

 

Τό Συμβούλιο των Ιεραποστολών, φυσικά, αρνήθηκε τις κατηγορίες αυτές. Σε μια επιστολή που έστειλε εκπρό­σωπος του Συμβουλίου προς τον Νικόλαο Κουλολιά,[8] ενα φλογερό πατριώτη που ηγείτο της εκστρατείας για τα Ελληνικά δίκαια στην περιοχή της Βοστώνης, απερρίπτετο “ως εντελώς αδικαιολόγητος ο ισχυρισμός ότι το Συμβούλιον αντιτίθεται προς τα ελληνικά αιτήματα εις τα Βαλ­κάνια και την Ανατολήν.” Το Συμβούλιο, εβεβαίωνε ο εκ­πρόσωπος τον Κουλολιά, θα αποδεχθή “ασμένως” οποια­δήποτε απόφασι λάβουν οι κυβερνήσεις για την διευθέτησι  του   καθεστώτος   “των   αμφισβητουμένων  περιοχών”.

 

Το μόνο που ζητά το Συμβούλιο, πρόσθετε ο επιστολογράφος, είναι “η εξασφάλισις πραγματικής θρησκευτικής ελευθερίας κάτω από οποιαδήποτε σημαία.” Εν σχέσει με τις δηλώσεις ιεραποστόλων –οι όποιες και είχαν προκαλέσει τις ανησυχίες μεταξύ των Ελλήνων και είχαν ωθήσει τον Κουλολιά στην ενέργεια του να ζητήση εξηγήσεις από το Συμβούλιο– ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου προέβαλε την δικαιολογία οτι αυτές αποτελούσαν προσωπικές αντιλήψεις και δεν παρείχαν ένδειξι οτι υπήρχε τέτοια συγκε­κριμένη πολιτική εκ μέρους του Συμβουλίου.

 

Μέχρις ενός σημείου, βέβαια, οι φόβοι που διετύπω­ναν οι ελληνοαμερικανικοί κύκλοι για την επίδρασι των ιεραποστόλων πάνω στην διαμόρφωσι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ήσαν υπερβολικοί. Από την άλλη πλευρά, η ασάφεια και η αβεβαιότης που εχαρακτήριζαν τις απόψεις του Στέητ Ντιπάρτμεντ πάνω στα ελληνικά αιτήματα, επέτρεπε στις διάφορες ομάδες πιέσεως –και το Συμβούλιο των Ιεραποστολών ήταν μια τέτοια οργάνωσις– να προβάλουν τις αντιρρήσεις τους, και υπό ωρισμένες συνθήκες να επηρεάσουν ουσιαστικά την διαμόρφωσι των κυβερνητικών προσανατολισμών. Αυτό δεν το αγνο­ούσαν τα ηγετικά στοιχεία της Ομογενείας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ότι στις προεδρικές εκλογές του 1920, μια μερίδα του ελληνοαμερικανικού στοιχείου επήρε θέσι εναν­τίον του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου Γουόρεν Χάρντιγκ,[9] επειδή άνη­κε εις το δόγμα τών Βαπτιστών,[10] των οποίων οι σχέσεις με τους Πρεσβυτεριανούς –του Συμβουλίου των  Ιεραποστολών– ήσαν πολύ στενές. Οι ελληνοαμερικανικοί κύκλοι που απεδέχοντο οτι οι θρησκευτικές σχέσεις του νέου προ­έδρου θα είχαν αποφασιστική επίδρασι πάνω στην τελική ικανοποίησι των ελληνικών αιτημάτων, έδωσαν την υποστήριξί τους προς τον δημοκρατικό υποψήφιο Κοξ, ο όποιος άνηκε στο δόγμα των Επισκοπελιανών,[11] τών οποίων οι σχέ­σεις  με την ελληνική  Ορθοδοξία  ήσαν  εκ παραδόσεως πολύ φιλικές. Η παρεμβολή του θρησκευτικού παράγον­τος δεν υπήρξε βέβαια ενα από τα κεντρικά θέματα της πολιτικής δραστηριότητος των Ελληνοαμερικανών. Δεί­χνει όμως πόσο ποικιλόμορφες ήσαν οι αντιδράσεις και πόση γνώσι προσώπων και πραγμάτων έπρεπε να έχη η ηγεσία της Ομογενείας για να μπορέση να συμβάλη ουσιαστικά στην εθνική προσπάθεια του Ελευθερίου Βενι­ζέλου στο Παρίσι, κατά την διάρκεια του 1919, όταν διεκυβεύετο η τύχη του ελληνικών διεκδικήσεων.

 



[1] Μελέτιος Δ’ (κοσμικό όνομα Μεταξάκης Εμμανουήλ – Παρσάς Λασιθίου 1871 – Αλεξάνδρεια 1935): Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Ορθόδοξης Εκκλησίας του 20ου αιώνα. Μητροπολίτης Κιτίου Κύπρου (1910-18), Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1918-20), Οικουμενικός Πατριάρχης (1921-23) και Πατριάρχης Αλεξανδρείας –Μελέτιος Β’– (1926-35). Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο των Αθηνών ανέβηκε μετά την εκδίωξη του βασιλόφρονα Θεόκλητου Α’, το 1918, και παρέμεινε μέχρι να εκδιωχτεί και αυτός με τη σειρά του, ως βενιζελικός, το 1920. Μετά την καθαίρεσή του  κατέφυγε στην Αμερική όπου διέμεινε μέχρι την ανακήρυξή του ως οικουμενικού πατριάρχη (25 Νοεμβρίου 1921). Στη διάρκεια της διαμονής του στις Η.Π.Α. εργάστηκε για την αναδιοργάνωση των Κοινοτήτων και οργάνωσε την “Ελληνική Αρχιεπισκοπική Αμερικής, Βορείου και Νοτίου” και ίδρυσε το “Ελληνοαμερικανικό Σεμινάριο του Αγίου Αθανασίου.”

[2] Faneuil Hall: Πρόκειται για ένα από τα κτιριακά συγκροτήματα του είδους (festival marketplaces) που σχεδίασε ο διάσημος αρχιτέκτονας από τη Βοστώνη Benjamin Thompson, όπου λάμβαναν χώρα εμπορικές, αλλά και κοινωνικές δραστηριότητες.

[3] Στις 26 Απριλίου 1915 η Γαλλία, η Αγγλία και η Ιταλία υπέγραψαν μυστική συμφωνία για την είσοδο της Ιταλίας στο πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων. Στο 8ο άρθρο  καθοριζόταν σαφώς  πως “η Ιταλία θα αναλάβει πλήρη κυριαρχία των Δωδεκανήσων τα οποία σήμερα διακατέχει.”

[4] Η Ιταλία είχε διαπραγματευτεί την είσοδό της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων πρώτη περίοδος της ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων ξεκίνησε το 1912 και τελείωσε το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Στο διάστημα αυτό οι ντόπιοι αναπτύσσουν μεγάλη δραστηριότητα, σε συνεργασία με την ελληνική Διασπορά  εναντίον της διεθνούς κατοχύρωσης των νησιών υπέρ της Ιταλίας και υπέρ της ένωσής τους με την Ελλάδα.

[5] Μία από τις αντιπροσωπευτικότερες ομάδες του κλασικού Προτεσταντισμού που προέκυψε από τη Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα. Γενικώς, η σημερινή Πρεσβυτεριανή Εκκλησία έλκει την καταγωγή της από τις καλβινιστικές εκκλησίες των βρετανικών νησιών. Η Εκκλησία αυτή κυβερνάται από πάστορες και κοσμικούς άρχοντες ( πρεσβύτεροι- elders).

[6] Robert’s College: Ένα από τα επιφανέστερα εκπαιδευτικά ιδρύματα στην οθωμανική επικράτεια. Η Σχολή, που ήταν ένα αμερικανικό ιεραποστολικό ίδρυμα, υπήρξε από τα πρώτα νεωτερικά εκπαιδευτήρια του οθωμανικού κράτους, στο οποίο φοίτησαν γενιές μουσουλμάνων και χριστιανών Οθωμανών, που αποζητούσαν μία σύγχρονη “λαϊκή” παιδεία και που στη συνέχεια στελέχωσαν τη διοικητική και πολιτική μηχανή του κράτους.

[7] Το ιεραποστολικό πρόβλημα έχει ιστορία στο  στις επαρχίες του οθωμανικού κράτους. Όπως παντού, έτσι και στην οθωμανική επικράτεια, ο ιεραπόστολος έκανε την εμφάνισή τους ο εκπρόσωπος μίας ανώτερης  δυτικής κουλτούρας, και μίας “ανώτερης” θρησκείας. Οι  ιεραπόστολοι προέρχονταν από την καθολική Εκκλησία και τους Προτεστάντες και στη συγκεκριμένη περίπτωση αποσκοπούσαν μέσω ίδρυσης σχολείων, ευαγών ιδρυμάτων και ναών, στον προσηλυτισμό αλλόθρησκων (Μουσουλμάνων) ή αλλόδοξων (Ορθοδόξων Χριστιανών). Ωστόσο, αν και διέθεταν ικανούς  και πολλούς μισιονάριους, μεγάλα οικονομικά μέσα και την προστασία των κυβερνήσεων της Μεγάλης Βρετανίας, Η.Π.Α. και Γαλλίας, δεν εισέπραξαν μεγάλα οφέλη, λόγω της ισχυρής –και συντονισμένης σε ορισμένες περιπτώσεις– αντίδρασης οθωμανικής κυβέρνησης και Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έτσι, οι ορθόδοξοι που αλλαξοπίστησαν ήταν πολύ λίγοι και ακόμη λιγότεροι οι μουσουλμάνοι. Βλ. σχετικά, Selim Deringil, Η Καλά Προστατευόμενη Επικράτεια. Ιδεολογία και Νομιμοποίηση της Εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, 1876-1909, [Παπαζήσης], Αθήνα 2003, σσ. 335-394.

[8] O Νίκος Κουλολιάς καταγόταν από την Ικαρία. Η οικογένεια Κουλολιά (ή Κουλολία) ήταν από τις σημαντικότερες του νησιού (διέθετε πρόκριτους και ιερείς) ήδη από την οθωμανική περίοδο. Μέλη της οικογένειας μετανάστευσαν στις Η.Π.Α. και διακρίθηκαν στο εμπόριο και σε επιστημονικά επαγγέλματα.  Για τον Νικόλαο Κουλολιά βλ. περισσότερα στο Saloutos, The Greeks in the United States…, p : 176-178.

[9] Warren Gamaliel Harding (2 Νοεμβρίου 1865 Caledonia (σημερινό Blooming Grove), Οχάιο – 2 Αυγούστου 1923, Σαν Φραντσίσκο, Καλιφόρνια: ο 29ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών (1921–23).

[10] Βαπτιστές: Προτεσταντική Εκκλησία, που ασπάζεται όλες σχεδόν τις προτεσταντικές δοξασίες, επιμένοντας όμως ότι θα πρέπει να βαπτίζονται μόνον οι αληθινοί Χριστιανοί. Οι Βαπτιστές είναι οργανωμένοι σε αυτόνομες εκκλησίες (congregationalism).

[11] Επισκοπελιανοί: Ανεξάρτητη Εκκλησία στα πλαίσια της Αγγλικανικής που αναπτύχθηκε στη Σκοτία κατά την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα.

Ουίλσων και Βενιζέλος