«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 30ο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Ο ρόλος της Εκκλησίας 

21 Ιανουαρίου 1957. Στην εξέδρα που είχε στηθή στην ανατολική πλευρά του Καπιτωλίου για την ορκωμοσία του προέδρου Αϊζενχάουερ,[1] εμφανίσθηκε ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής Μιχαήλ για να ανάπεμψη την καθιερωμένη δέησι. Μορφή βιβλική ο Μιχαήλ, με πλούσια πάλλευκη γενειάδα, τα κυματιστά ράσα, ποιμαντορική ράβδο, το χρυσοποίκιλτο εγκόλπιο, βαρύηχη επιβλητική του φωνή, το διαπεραστικό αλλά ταυτόχρονα φιλικό και απαλό βλέμ­μα, ήταν μια πρωτόγνωρη παρουσία για μεγάλη πλειο­ψηφία των Αμερικανών που είχαν κατακλύσει –με προσ­κλήσεις–  τα προσωρινά καθίσματα που εκάλυπταν τον χώρο που εκτείνεται από το Καπιτώλιο προς τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσσου.[2] Ηταν η πρώτη φορά που ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος ανέπεμπε δέησι κατά την ορκωμοσία αμερικα­νού προέδρου. Η παρουσία του Μιχαήλ αποτελούσε συμβο­λική άναγνώρισι της σημασίας που είχε αποκτήσει μέσα στα πλαίσια του αμερικανικού έθνους η ορθόδοξος Εκ­κλησία, με ελληνική της εκπροσώπησι στην πρώτη γραμμή.

 

Περιττή άναγνώρισις

 

Θα πρέπει να ομολογήση κανείς οτι είχε ένα στοιχείο τραγελαφικό η ανάγκη να αναγνωρισθή ή Ορθοδοξία –που έχει τις ρίζες της στις πιο πανάρχαιες και πρωταρχικές πηγές της χριστιανωσύνης. Και όμως, μέχρι και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Αμερικανική Στρατολογική Υπηρεσία δεν θεωρούσε την ορθόδοξο Εκκλησία της Αμερικής σαν “πραγματική εκκλησία” (a real church), με αποτέλεσμα να μην επεκτείνη στους ορθοδόξους κληρικούς τα ευεργετήματα που είχαν θεσπισθή για τους κλη­ρικούς των “κυρίων δογμάτων” –τους Καθολικούς, Προτεστάντες, και Εβραίους. Ορθόδοξοι στρατιώτες, που έδω­σαν την ζωή τους για την αμερικανική τους πατρίδα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν εκηδεύοντο κατά το ορθόδοξο τελετουργικό. Την τελευταία ευχή την ανέπεμπε ένας καθολικός ή προτεστάντης ιερεύς, ανάλογα μέ τις περιστάσεις.

Ο αγώνας για την άναγνώρισι της Ορθοδοξίας άρχισε, όπως συμβαίνει συχνά στην ‘Ιστορία, από ένα συγ­κεκριμένο περιστατικό. Ένας σύριος ορθόδοξος ιερεύς, ο αιδεσιμώτατος Τζων Τζέλσιντζερ (John H. Gelsinger) εζήτησε το 1942 να εφαρμοσθούν και στην περίπτωσί του οι κανονισμοί που αφορούσαν τους κληρικούς των άλλων μεγάλων δογμάτων σχετικά με την μορφή της υπηρεσίας που θα προσέφεραν κατά την διάρ­κεια του πολέμου στις τάξεις των μαχόμενων δυνάμεων.

Η Στρατολογική Υπηρεσία απέρριψε το αίτημά του με το αιτιολογικό οτι η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία δεν ήταν “πραγματική Εκκλησία.” Είναι χαρακτηριστική ένδειξι της επιρροής που είχε ήδη το ελληνικό στοιχείο μέσα στις τάξεις των εν Αμερική Ορθοδόξων, το ότι την πρωτοβουλία για να τεθή τέρμα στην παρανοϊκή αυτή μεταχείρισι της Ορθοδοξίας ανέλαβαν οι Έλληνες. Τον σπιν­θήρα άναψε ο πρώην ύπατος πρόεδρος της AHEPA Γεώργιος Φίλλης (George E. Phillies) από το Μπάφφαλο[3] της Νέας Υόρκης. Σε συνεργασία με την Αρχιεπισκοπή και τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες στην Αμερική, συνεστήθη η Ομοσπονδία Ορθοδόξων Εκκλησιών, και άρχισε ο αγώ­νας με κινητοποίησι του κλήρου και των οργανώσεων.

Στις 20 Μαρτίου 1943, η Πολιτεία της Νέας Υόρκης εψήφισε μια τροπολογία του νόμου περί Εκκλησιαστικών Σωματείων, με την οποία καθώριζε τον τρόπο εγγραφής και αναγνωρίσεως τών ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της Πολιτείας Νέας Υόρκης. Αυτό ήταν το πρώτο άνοιγμα. Σύντομα το ακολούθησαν ανάλογα νομοθετικά μέτρα στις Πολιτείες Ουισκόνσιν, Μασσαχουσέττη, Λουϊζιάνα, Ινδι­άνα, Νιου Χάμσαϊρ και Δυτική Βιργινία. ΟΙ ηγετικοί ταγοί της Ομογενείας είχαν επισημάνει σωστά τον στόχο. Είχαν περισσότερη επιρροή στά νομοθετικά σώματα και τα Κυ­βερνεία τών Πολιτειών από ό,τι είχαν στην Ουάσιγκτων, και σωστά άρχισαν τον αγώνα άπό τις Πολιτείες. Εκτός άπό την καθαρώς νομοθετική ρύθμισι του νομικού   καθεστώτος των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων, η μια Πολιτεία μετά την άλλη, με πίεσι της AHEPA και των άλλων ορ­γανώσεων, ενέκριναν ψηφίσματα με τα όποια ανεγνωρίζετο η Ορθοδοξία “ως κύριον δόγμα.

Μία άλλη πλευρά της εκστρατείας, ιδίως μετά το 1950, ήταν ή προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου Μιχαήλ και των ελληνοαμερικανικών Οργανώσεων AHEPA και GAPA για να καθιερωθή η αναγραφή των γραμμάτων Ε. Ο. (Eastern Orthodox) στα αναγνωριστικά πλακίδια που έφε­ραν σε περιλαίμιο όσοι υπηρετούσαν στις αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις. Τα γράμματα αυτά θα αποτελούσαν άμεση αναγνώρισι οτι ο φέρων ανήκε στο Ορθόδοξο δόγμα. Επί αρκετό διάστημα, το Πεντάγωνο εξακολουθούσε να προβάλλη αντιρρήσεις. Το 1955, ο γερουσιαστής της Μασσαχουσέττης, Λέβερετ Σάλτονσταλ (Leverett Saltonstall) –φίλος πολλών ομογενών της Βοστώνης και του Λόουελ, και προσωπικός φίλος του Μι­χαήλ– κατέθεσε ειδικό νομοσχέδιο στην Γερουσία για την νομοθετική πλέον επιβολή της αναγραφής τών γραμμάτων Ε. Ο. στα πλακίδια.

Στις 6 Ιουνίου 1955, προτού ακόμη ολοκληρωθή η νομοθετική διαδικασία πάνω στο νομοσχέδιο  Σάλτονσταλ, ο τότε υπουργός Αμύνης Τσαρλς Ε. Ουίλσον  (Charles E.Wilson),  εξέδωσε διοικητική απόφασι με την οποία καθιερώνετο η αναγραφή των γραμ­μάτων Ε. Ο. (Eastern Orthodox). Στην λύσι αυτή συνέβαλε και ο Σπύρος Σκούρας, ο όποιος διατηρούσε προσωπικούς δεσμούς μέ τον Λευκό Οίκο.

Η παρουσία του αρχιεπισκόπου Μιχαήλ στην ορκωμοσία του Αϊζενχάουερ έθετε συμβολική σφραγίδα, σε προ­εδρικό επίπεδο, στην άναγνώρισι του κύρους της Ορθοδοξίας στην Αμερική. Κι’ η αναγνώρισις αυτή, δεν αποτε­λούσε απλώς μια όψιμη και ιστορικά περιττή αποδοχή της Ορθοδοξίας. Ήταν πολύ περισσότερο δείγμα της πολιτι­κής επιρροής που είχε αποκτήσει  η Ομογένεια.

Αλλά για πρώτη φορά από τότε, το 1977, ο ελληνορθόδοξος αρχιεπίσκοπος δεν προσεκλήθη στην ορκωμοσία του αμερικανού προέδρου.

 

Βάζοντας τά θεμέλια

 

Για να αξιολογηθή σωστά η σημασία που είχε την εποχή εκείνη η παρουσία του αρχιεπισκόπου Μιχαήλ στην ορκωμοσία του αμερικανού προέδρου, θα πρέπει να αναστραφή η θύμησι και να ξαναφέρη κανείς στο προσκήνιο τα πρώτα δύσκολα βήματα της Εκκλησίας στον Νέο Κόσμο.

Όταν έφθασαν οι πρωτοπόροι έλληνες μετανάστες, η Ορθοδοξία αντιπροσωπευόταν ήδη από την ρωσσική Εκκλησία. Ρώσσοι έμποροι και ναυτικοί, που είχαν περά­σει στην Αλάσκα από την Σιβηρία λίγο πριν από την Αμερικανική Επανάστασι, έβαλαν τα πρώτα θεμέλια για την μεταλαμπάδευσι της Ορθοδοξίας στον Νέο Κόσμο. Κατά τον 19ον αιώνα, η ρωσσική Εκκλησία επεξέτεινε την επιρροή της πρώτα στην Καλιφόρνια, αργότερα στην Νέα Ορλεάνη, και εν συνεχεία σε όλη σχεδόν την Συμπολιτεία, σε κάθε μέρος που υπήρχαν πυρήνες Ορθοδόξων, Ρώσσων ή μη.

Οι πρώτοι έλληνες μετανάστες, που είχαν ανατραφή στους κόλπους της Ορθοδοξίας και ένοιωθαν έντονη την ανάγκη της Εκκλησίας, όχι μόνο σαν ως θρησκευτικής οντότητας, αλλά και σαν συναισθηματικής γέφυρας με την πα­τρίδα που άφησαν, δεν ήταν δυνατόν να βρουν ψυχική Ικανοποίησι στους ρωσσικούς ναούς, όπου οι ψαλμωδίες ακούγονταν σε ξένη άγνωστη γλώσσα, όσο γνώριμο κι’ αν ήταν στα βασικά του στοιχεία το τελετουργικό. Ύστερα, υπήρχε πάντα ο φόβος ότι πίσω από το προκάλυμμα της Ορθοδοξίας, οι Πανσλαυϊστές[4] θα επιζητούσαν να βάλουν κάτω από τον έλεγχό τους και τους Έλληνες και έτσι να πετύχουν στον Νέο Κόσμο αυτό που μάταια αγωνίζονταν να επιβάλουν στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στην Μακεδονία.

Ήταν λοιπόν φυσικό να επιζητήσουν οι πρωτοπόροι να θέσουν φραγμούς στην ρωσσική επιρροή, φέρνοντας στην Αμερική ιερείς από την Ελλάδα. Αλλά η φτώχεια και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι πρωτοπόροι, δεν τους επέτρεπαν να προσελκύσουν μορφωμένους κληρικούς –που άλλωστε την εποχή εκείνη δεν αφθονούσαν και στην ίδια την Ελλάδα. Αναπόφευκτα, οι περισσότεροι ιερείς που ήλθαν τις πρώτες δεκαετίες στην Αμερική ήσαν ιερείς από τα χωριά, με αμφίβολη κατάρτισι. Χωρίς σταθερό και επαρκές εισόδημα, οι περισσότεροι εζούσαν από τα “τυχερά” που έπαιρναν στους γάμους, τις βαπτίσεις, τις κηδείες.

Υπήρξαν και μερικοί που εξετράπησαν σε αρπακτικό χρηματισμό, και άλλοι που, σύμφωνα με έρευνα που διενήργησε το 1908 κατ’ εντολήν της Μεταναστευτικής Υπηρεσίας ο Μιλτιάδης Κωνσταντινίδης, δεν ήσαν καν κανο­νικοί ιερείς, αλλά μοναχοί αμφιβόλου προελεύσεως, που δεν είχαν το δικαίωμα κατά το Εκκλησιαστικό Δίκαιο να ευλογούν γάμους   ή   να   λειτουργούν.  Ακόμη   και   εκείνοι οι ιερείς που είχαν ανώτερο ήθος και μόρφωσι, αντιμετώπιζαν ψυχολογικής υφής προβλήματα, επειδή η διαφορε­τική κουλτούρα που εύρισκαν στην Αμερική απαιτούσε μια κυριολεκτικά ηρωική προσπάθεια προσαρμογής, αλλά και χωρίς ταυτόχρονη απεμπόλησι των παραδοσιακών αξιών, των οποίων ήσαν θεματοφύλακες.

Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν έλαβε επί αρκετό και­ρό κανένα μέτρο για την σωστή οργάνωσι των εν Αμερική κοινοτήτων. Η μόνη επίσημη επίσκεψις έλληνος ιεράρχου ήταν εκείνη του μητροπολίτου Ζακύνθου Διονυσίου, το 1893, που ήλθε στην Αμερική ως αντιπρόσωπος της εκκλησίας της Ελλάδος στο Παγκόσμιο θρησκευτικό Συνέδριο του Σικάγου. Αλλά και ο Διονύσιος δεν ανέλαβε καμμιά ουσιαστική πρωτοβουλία για την σύνδεσι των κοινοτήτων με την εκκλησία της Ελλάδος, δεδομένου οτι δεν είχε ανάλογη εντολή.

 

Η Εκκλησία εμπλέκεται στον Διχασμό

 

Πριν καλά-καλά προλάβη να ξεπεράση τις πρώτες γενεσιουργές, αδυναμίες του ο ελληνορθόδοξος κλήρος της Αμερικής, έφτασαν από την Ελλάδα οι πρώτοι απόηχοι του διχασμού Βενιζελικών και Κωνσταντινικών. Ο κλήρος, αντί να σταθή πάνω και πέρα από την διαλυτική διαμάχη, έγινε ουσιαστικά σημαιοφόρος του διχασμού. Δεν είναι, βέβαια, αποκλειστική η ευθύνη του κλήρου. Τις πιο πολλές φορές, οι ιερείς πήραν θέσι πάνω στο πολιτικό θέμα για να ανταποκριθούν στις πιέσεις των ισχυρών παρα­γόντων της κοινότητος, από των οποίων την εύνοια εξηρτάτο η παραμονή του ιερέως. Ας μη λησμονούμε, οτι την εποχή εκείνη δεν υπήρχε Αρχιεπισκοπή, δεν υπήρχε κεντρικό όργανο. Κάθε κοινότης ήταν ουσιαστικά χωριστό καπετανάτο. Υπήρχε μόνο μια τυπική εξάρτησις από την εκκλησία της Ελλάδος. Θα πρέπει επίσης να τονισθή, ότι η πολιτικοποίησις του κλήρου κατά την περίοδο του διχασμού ήταν, κατά κάποιο τρόπο, μια εκτρωματική προέκτασι του εθνικού ρόλου που έπαιξε ο εν Αμερική κλήρος κατά την διάρκεια τών Βαλκανικών Πολέμων (1912–1913), όταν τα πύρινα κηρύγματα τών κληρικών από τον άμβωνα εδονούσαν τις καρδιές των νέων μεταναστών, που έφευγαν εθελοντικά για  να  πάνε  να  πολεμήσουν  κάτω  από  την γαλανόλευκο   στην   Μακεδονία,  την   Θράκη,   την   Ήπειρο.

Άλλωστε, ο κλήρος της Αμερικής, στην ανάμιξί του στον εθνικό διχασμό απλώς ακολούθησε το παράδειγμα του κλήρου της Ελλάδος, που, σε μια από τις σκοτεινότερες στιγμές της Ορθοδοξίας, έφθασε στο σημείο να αναθεματίση σε δημόσια τελετή με συμμετοχή της Ιεραρχίας τον Ελευθέριο Βενιζέλο.[5]

Η μεταφορά του διχασμού στους κόλπους της Ομογενείας είχε και μια θετική επίπτωσι, που αργότερα θα απέ­διδε μεστούς καρπούς. Οι αντιφρονούντες με την πλειο­ψηφία –αλλού βενιζελική, αλλού μοναρχική– έκοβαν τους δεσμούς τους με την κοινότητα και από πείσμα ίδρυαν δική τους κοινότητα με ιερέα που είχε τα ίδια πολιτικά φρονήματα. Ό Άγιος Ελευθέριος και ο Άγιος Κωνσταν­τίνος της Νέας Υόρκης είναι δυο κοινότητες που, αρχικά τουλάχιστον, ήσαν περισσότερο αφιερωμένες στον Βενι­ζέλο και τον Κωνσταντίνο αντίστοιχα παρά στους αγίους που υποτίθεται οτι ετιμούσαν. Μεταξύ 1914 και 1918, σε μια πενταετία, ιδρύθηκαν εξήντα περίπου νέες κοινότητες, και απ’ αυτές οι είκοσι ιδρύθηκαν το 1917, και οι δεκα­τρείς το 1918, ενα ρεκόρ πενταετίας που δεν επρόκειτο να επαναληφθή. Οι περισσότερες από τις κοινότητες αυτές επέζησαν και εξακολουθούν και σήμερα να ανθούν, χωρίς βέβαια τα τωρινά τους μέλη να διατηρούν ανάμνησι των πολιτικών παθών που ωδήγησαν αρχικά στην ίδρυσί τους.

 

Ανάγκη για κεντρική εκκλησιαστική εξουσία

 

Η πρώτη προσπάθεια για να μπη κάποια τάξι στις ελληνορθόδοξες κοινότητες της Αμερικής, έγινε το 1918 με την άφιξι του τότε μητροπολίτου Αθηνών Μελετίου Μεταξάκη. Ύστερα από σύντομη παραμονή στις Η.Π.Α., ο Μελέτιος επέστρεψε στην Ελλάδα αφήνοντας στην Αμερική ως τοποτηρητή τον επίσκοπο Ροδοστόλου Αλέξαν­δρο. Αλλά το έργο του Αλεξάνδρου, οποίες κι’ αν ήσαν οι ικανότητες ή οι προθέσεις του, δεν επρόκειτο να είναι εύκολο. Τόσο ο Μελέτιος όσο και ο Αλέξανδρος, άνηκαν στην βενιζελική παράταξι και, συνεπώς, ήσαν εκ προοιμίου απαράδεκτοι για την πλευρά των φιλομοναρχικών.

Με την ήττα του Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1920 και την επιστροφή του Κωνσταντίνου –και την απομάκρυνσι του Μεταξάκη από τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Ελλάδος–  ο Αλέξανδρος προσεπάθησε να απαγκιστρωθή από την εξάρτησι της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είχε τώρα φιλομοναρχικό αρχιεπίσκοπο –τον Θεόκλητο–, με το επιχείρημα οτι ανεγνώριζε την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου. Την θέσι αύτη του Αλεξάνδρου υπεστήριξε και ο Μεταξάκης, ο όποιος ήρθε για δεύτερη φορά στην Αμερική με δική του προσωπική πρωτοβουλία. Για αντιπερισπασμό, η Σύνοδος της Ελλάδος έστειλε τον μητροπολίτη Γερμανό, με απο­τέλεσμα να επισημοποιηθή στά ανώτατα πλέον επίπεδα ο διχασμός των εν Αμερική κοινοτήτων.

Η εκλογή του Μελετίου Μεταξάκη στον πατριαρχικό θρόνο, εσήμανε μια ακόμη ιστορική καμπή στην ανώμαλη ανέλιξι των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων μας. Κατά την σύντομη ποιμαντορία του, ο πατριάρχης Μελέτιος επανέφερε το 1922 τις ελληνορθόδοξες κοινότητες Αμερικής κάτω από την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπου και εξακολουθούν να παραμένουν. Παράλληλα, τον Αύγουστο του 1922, ο επίσκοπος Αλέξανδρος συνεκάλεσε κληρικολαϊκό Συνέδριο το οποίο και συνέταξε Σχέδιο Καταστατικού Χάρτου της εν Αμερική ορθοδόξου Εκκλησίας, το όποιο και υπέβαλε στο Πατριαρχείο. Ο πατριάρ­χης το ενέκρινε χωρίς να επιφέρη αλλαγές. Για αντιπερισπασμό, ο μητροπολίτης Γερμανός επεχείρησε να ιδρύση Αυτοκέφαλο Εκκλησία, αλλά η προσπάθεια του τελικά κατέρρευσε.

Οι φιλοβασιλικοί δεν εγκατέλειψαν, βέβαια, τον αγώνα τους. Το 1923, ο επίσκοπος Βασίλειος, που είχε τοποθετηθή μητροπολίτης Χαλδαίας, αρνήθηκε να μεταβή στην έδρα του. Αντ’  αυτού, ήλθε στην Αμερική για να οργά­νωση αυτοκέφαλο Εκκλησία με την συνεργασία των φιλοβασιλικών. Και αυτή η προσπάθεια δεν απέδωσε, αλλά η περίοδος της ανωμαλίας εξακολούθησε χωρίς ανάπαυλα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Τον Μάιο του 1930, ήλθε ως απεσταλμένος του Πατριαρχείου, ο μητροπολίτης Κορίνθου Δαμασκηνός. Πανύψη­λος, επιβλητικός, ένας ρασοφόρος πολιτικός και διπλωμά­της ολκής –που χρόνια αργότερα, το 1944, σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή στην Ελλάδα θα ανελάμβανε αντιβασιλεύς– ο Δαμασκηνός ήλθε εφωδιασμένος με έγγραφα που επισημοποιούσαν την συμπαράστασι του Πατριαρχείου και της εκκλησίας της Ελλάδος.[6]

Μπροστά στον κίνδυνο να δημιουργηθή μια νέα εντελώς κατάστασις, ο Αλέξανδρος και ο Βασίλειος ελησμόνησαν ταχύτατα τις προσωπικές διενέξεις  και συνέπηξαν κοινό μέτωπο για να τορπιλλίσουν την αποστολή του Δαμασκηνού. Στην κρίσιμη εκείνη ώρα, εφάνηκε πόση επιρ­ροή ασκούσαν οι ελληνόφωνες εφημερίδες και ιδίως οι δύο ημερήσιες, η Ατλαντίς και ο Εθνικός Κήρυξ.

Σε μια ιστορική συνάντησι του τότε έλληνος πρεσβευτού στην Ουάσιγκτων Χ. Σιμοπούλου με τον ιδρυτή του Εθνικού Κήρυκος Πέτρο Τατάνη και τον αρχισυντάκτη της εφημερίδος Δημήτριο Καλλίμαχο, ουσιαστικά εκρίθηκε η τύχη της αποστολής του Δαμασκηνού. Παρά την βενιζελική του τοποθέτησι, ο Εθνικός Κήρυξ ετάχθη ανεπιφύ­λακτα με το μέρος του Δαμασκηνού. Έπρεπε να δοθή τέρμα στην διαλυτική κληρονομιά του διχασμού. Ανάλογη θέσι επήρε και η φιλοβασιλική Ατλαντίς. Παλλαϊκές συγκεν­τρώσεις, ψηφίσματα οργανώσεων, επιστολές αναγνωστών, τα πύρινα άρθρα του Δημ. Καλλίμαχου, εκθέσεις προς το Πατριαρχείο, τελικά ωδήγησαν στην λήψι αποφασιστικών μέ­τρων. Στις 19 Ιουνίου 1930, το Πατριαρχείο αφήρεσε από τον αρχιεπίσκοπο Αλέξανδρο καθε εξουσία και δυο μήνες αργότερα, στίς 14 Αυγούστου, ανεκήρυξε τον μητροπολίτη Κερκύρας Αθηναγόρα αρχιεπίσκοπο Αμερικής.

ΑΥΡΙΟ: Ο Αθηναγόρας



[1] Dwight David Eisenhower (14 Οκτωβρίου 1890, Denison, Τέξας – 28 Μαρτίου 1969, Washington, D.C): Στρατιωτικός, ο 34ος πρόεδρος των Η.Π.Α. (1953-61).Διετέλεσε αρχιστράτηγος των Συμμαχικών Δυνάμεων της Δυτικής Ευρώπης κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

[2] Capitol: Ο τόπος συναντήσεων του αμερικανικού Κογκρέσου και ένα από τα πλέον οικεία και χαρακτηριστικά οικοδομήματα της αμερικανικής πρωτεύουσας. Βρίσκεται στον ομώνυμο λόφο (Capitol Hill) στο ανατολικό άκρο της λεωφόρου Πενσυλβάνιας.

Library of Congress: Πρόκειται για την Βιβλιοθήκη των Ηνωμένων Πολιτειών, τη μεγαλύτερη, παγκοσμίως, “εθνική” βιβλιοθήκη, η οποία ιδρύθηκε το 1800. Βρίσκεται ανατολικά του Καπιτωλίου.

[3]Buffalo: Πόλη και λιμάνι της κομητείαςErie στο δυτικό μέρος της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Είναι η δεύτερη μεγάλη πόλη της Πολιτείας.

[4] Κίνημα του 19ου αιώνα που αναγνώριζε μία κοινή εθνοτική καταγωγή στους διάφορους σλαβικούς λαούς της ανατολικής και της κεντρικής-ανατολικής Ευρώπης, και επιδίωκε την ένωση τους για την επίτευξη κοινών πολιτισμικών και πολιτικών στόχων. Το κίνημα αυτό δημιουργήθηκε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα από δυτικούς και νότιους σλάβους διανοούμενους, ακαδημαϊκούς, ποιητές των οποίων οι λαοί κατασκεύαζαν τότε την εθνική τους ταυτότητα.  Από τη δεκαετία του 1860 το κίνημα αυτο έγινε δημοφιλές στη Ρωσία, την οποία πολλοί Πανσλαβιστές έβλεπαν ως ηγέτη τους, το κράτος που θα τους προστάτευε από την κυριαρχία των Αψβούργων και των Οθωμανών.

 

 

[5] Το “Ανάθεμα” κατά του “προδότη” Βενιζέλου έλαβε χώρα στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις. Σε αυτές τις σκοταδιστικές τελετές πρωταγωνίστησε η ελλαδική Εκκλησία, η οποία υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα στηρίγματα των Κωνσταντινικών κατά την περίοδο του Διχασμού.  Στην Αθήνα το “Ανάθεμα” έγινε τη Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 1916 στο πεδίον του Άρεως, χοροστατούντος του αρχιεπισκόπου Θεόκλητου και της Ιεράς Συνόδου. Ο Θεόκλητος ήταν εκείνος που έριξε “πρώτος τον λίθον”  αναθεματίζοντας τον Βενιζέλο ως “επιβουλευθέντα την υπόστασιν του Βασιλέως και της Πατρίδος.”

[6] Δαμασκηνός (κοσμικό όνομα: Δημήτριος Παπανδρέου, Δορβιτσά Ναυπακτίας, 1890 – Αθήνα 1949): Ιεράρχης, μητροπολίτης Κορίνθου (1922-38), έκτακτος πατριαρχικός έξαρχος Αμερικής (1930). Το 1938 εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Αθηνών αλλά η εκλογή του ακυρώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ο Δαμασκηνός τότε παραιτήθηκε και από τη μητρόπολη Κορίνθου και μόνασε στη Φανερωμένη Σαλαμίνας μέχρι το 1941 που κλήθηκε εκ νέου να αναλάβει την Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Μετά τα Δεκεμβριανά του 1944 ο Γεώργιος Β’, ο οποίος προτίμησε να παραμείνει ακόμη στο Εξωτερικό, διόρισε τον Δαμασκηνό αντιβασιλέα (31 Δεκεμβρίου 1944). Ως αντιβασιλέας κατακρίθηκε από τα δημοκρατικά κόμματα και την Αριστερά α] γιατί έδειξε ανοχή στη δράση ακροδεξιών ομάδων και β] γιατί προκήρυξε  βουλευτικές εκλογές πριν από τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Χρημάτισε πρωθυπουργός για 14 ημέρες (17 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου 1945). Επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο μετά την επιστροφή του Γεωργίου, στις 28 Σεπτεμβρίου 1946.