Ο Γιώργος Αγαθονικιάδης, δημιουργός της ταινίας «Ξένος» ξεσπά στην PHP: Η Ελλάδα που ξέραμε τι απέγινε;

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Ο Γιώργος Αγαθονικιάδης δεν είναι μόνον ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης- παραγωγός-δημιουργός. Είναι και ένας πετυχημένος ομογενής. Έζησε για κοντά 33 χρόνια στην Τσεχία, ενώ συχνά ταξιδεύει στο εξωτερικό για τις ανάγκες των ταινιών του. Επομένως η γνώμη του έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού βλέπει τα πράγματα και από «μέσα» και από «έξω».

Η επίσημη παρουσίαση της νέας του ταινίας «Ξένος» θα γίνει το Σάββατο 19/5 και ώρα 12:00. Η προβολή θα πραγματοποιηθεί στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Διεύθυνση: Ιερά Οδός 48 & Μεγάλου Αλεξάνδρου 134 – 136. ΓΚΑΖΙ, ΑΘΗΝΑ). Η είσοδος είναι ελεύθερη. (https://www.panhellenicpost.com/archives/6141).

Ο Γιώργος Αγαθονικιάδης επισκέφθηκε τα γραφεία της Panhellenic Post, συνοδευόμενος από τον Νίκο Ολύμπιο, καλό συνεργάτη και φίλο. Ευκαιρία για μια «εφ΄όλης της ύλης» συνέντευξη, σκέφθηκα. Πάντα έχουν ιδιαίτερη αξία όσα έχει να πει ο σκηνοθέτης, ο καλλιτέχνης και ο δημιουργός Αγαθονικιάδης  και όχι μόνον μέσα από τις ταινίες του. Αλλά και δια …ζώσης!

«Από τότε που ήλθα στην Ελλάδα, δεν μπορώ, δεν αντέχω όλα αυτά που  γίνονται, πράγματα που δεν τα βλέπεις πουθενά αλλού!» Το αρχικό ξέσπασμα παραπέμπει σε μια δυναμική συνέντευξη, ξανασκέφθηκα, και τον άφησα να παρασυρθεί από την εσωτερική δύναμη, την αγανάκτηση, το θυμό, αλλά και την απορία για όσα βιώνουμε όλοι μας στην Ελλάδα, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.

Όλα αυτά τα βιώματα, όλες αυτές οι εμπειρίες, τον ίδιο τον βασανίζουν χρόνια. Ένοιωσε την ανάγκη να τα βγάλει από μέσα του. Να κάνει κάτι.  Κατέφυγε σ΄ αυτό που ξέρει πολύ καλά να κάνει. Την Τέχνη. Μέσα από την νέα του ταινία λέει όλα αυτά που τον καταπιέζουν. Τίτλος της ταινίας, «Ξένος». Ποιος είναι ο «Ξένος»; Από πού έρχεται; Πού πηγαίνει; «Ο Ξένος, δεν είναι τίποτε άλλο από έναν αρχαίο Έλληνα, που γύρισε να ζήσει στον τόπο του ύστερα από 2.500 χρόνια και δεν μπορεί να καταλάβει τι γίνεται σ΄ αυτή τη χώρα», εξηγεί ο κ. Αγαθονικιάδης. Ένας αρχαίος Έλληνας που ήλθε να ζήσει, για λίγο στις μέρες μας.

Το σενάριο περιγράφει την Ελλάδα του σήμερα. Κάποια «φυτεμένα» αρχαία αγάλματα, κάποια αλλόκοτα πράγματα. Ό,τι βλέπει, αυτά που ακούει, όσα βιώνει, τον απογοητεύουν. Τον εξουθενώνουν. «Φεύγω, λέει, και θα γυρίσω όταν σ΄ αυτή τη χώρα  επιστρέψει η ελπίδα».

Στην πραγματικότητα η ταινία είναι το ξέσπασμα ψυχής του Γιώργου Αγαθονικιάδη. Είναι η δική του κραυγή αγωνίας για τούτο τον τόπο. Πού πάει; Πού πάμε; «Δεν πίστευα ότι θα υπήρχε ποτέ στον κόσμο ένας λαός που θα κατέστρεφε τη χώρα του σε τέτοιο βαθμό όσο εμείς οι Έλληνες.

Που θα κατέστρεφε το περιβάλλον, την οικονομία, τα πάντα.

«Μπορώ να σου πω ότι πονάω όταν περνάω στο δρόμο και βλέπω «σταφύλια» κόσμου να στέκονται στη στάση του λεωφορείου  και να τους βλέπεις όλους με προτεταμένο το κεφάλι και στριμμένο αριστερά να κοιτάνε  στον ορίζοντα με μία έκδηλη αγωνία, αν θα ‘ρθει ποτέ το λεωφορείο! Αυτό δεν το βλέπεις πουθενά αλλού. Ταπεινώνεις τον κόσμο όταν χάνει τη ζωή του περιμένοντας το λεωφορείο…»

Δεν είναι μόνον αυτά. Μιλάει για τους αρχαιολογικούς χώρους που είναι γεμάτοι σκουπίδια, για τις γυναίκες με τα καροτσάκια και δεν μπορούν, δεν έχει χώρο ανάμεσα στα αυτοκίνητα, για να περάσουν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Για τον τυφλό που δεν μπορεί να βαδίσει στην Αθήνα. «Σκέψου, λέει, να σου λείπει το ένα πόδι στην Ελλάδα! Τέλειωσες, δεν υπάρχεις!».

Αναρωτιέται: Τι έγινε η αξιοκρατία; Τι έγιναν οι αρχές, η αξίες, η φιλοξενία; Τι απέγινε  το ελληνικό φιλότιμο; Γιατί πρέπει να έχεις «μπάρμπα στην Κορώνη» για σε προσέξουν, να σε ακούσουν, να σε δεχτούν;  «Γιατί ο μηχανικός προβολής της Ταινιοθήκης της Ελλάδος να αποφασίζει αν η ταινία μου θα παιχθεί ή όχι! Αν έχει αξία ή δεν έχει! όχι εγώ ο δημιουργός! Τι να κάνω; Όπου πάω με ρωτάνε : Ποιος σας έστειλε; Τους λέω: Η μάνα μου, τι να τους πω! – Και ποια είναι η μάνα σου, είναι σε κανένα υπουργείο; – Όχι δεν είναι στο υπουργείο, στο χωριό είναι! -Και πώς σε έστειλε, με πιο δικαίωμα! Έχεις κανέναν πίσω σου; -Όχι δεν έχω! -Τότε γιατί έρχεσαι; Γιατί αν δεν είσαι ενταγμένος κάπου δεν σου ανήκει κάτι σ΄αυτή τη χώρα!»

Όλοι ξέρουμε ότι τίποτε δεν δουλεύει σωστά σ΄ αυτή την χώρα. Μόνο τα χαλασμένα ρολόγια δυο φορές το 24ωρο!   Όμως δεν κάνουμε τίποτα για να αλλάξουμε κάτι.  Δεν διαμαρτυρόμαστε όταν μας παίρνουν τα λεφτά όπου κι αν πάμε, στο γιατρό, στο δικηγόρο στο χασάπη. Δεν κάνουμε τίποτα.

«Ήμουν στο Βερολίνο, με είχαν βραβεύσει για την πρώτη μου ταινία την <Φθινοπωρινή Επιστροφή>. Βλέπεις μανάδες με τα καροτσάκια, τα πεζοδρόμια πιο φαρδιά από το δρόμο, με τα σκυλάκια τους, τα ποδήλατα, αυτή η κουλτούρα γιατί δεν υπάρχει στην Ελλάδα; Στα νοσοκομεία, χάος. Το μόνο που ενδιαφέρει πια τον Έλληνα είναι το φαγητό. Το φαγητό πάνω απ΄ όλα! Βγαίνει έξω τα βράδια όχι για να διασκεδάσει αλλά για να φάει!»

«Δες τι γίνεται με τους μετανάστες! Απίστευτο! 33 Χρόνια στο εξωτερικό, πολιτικός πρόσφυγας, μας δεχθήκανε σαν πολιτικούς ανθρώπους.  Ξέρεις ότι κάθε χρόνο από 15 χρονών παιδί, πήγαινα κάθε χρόνο και μου σφραγίζανε την άδεια παραμονής; Κάθε χρόνο μέχρι που έφυγα στα 35 μου χρόνια από εκεί! Δύο πανεπιστήμια τέλειωσα κι όμως κάθε χρόνο έκανα το ίδιο δρομολόγιο! Δεν υπήρχε ξένος που να μην ξέρανε στην πρώην Τσεχοσλοβακία σήμερα Τσέχικη Δημοκρατία, ότι υπάρχει στη χώρα, που μένει, πώς λέγεται. Αυτό που γίνεται εδώ  είναι απίστευτο. Όποιος θέλει μπαίνει, όποιος θέλει φεύγει, όποτε θέλει. Η Πράγα, πριν από 100 χρόνια είχε 1 εκ. 100 χιλιάδες κατοίκους. Σήμερα, εκατό χρόνια αργότερα, έχει 1 εκ. 100 χιλιάδες κατοίκους, πάλι»!

Χειρονομεί, σηκώνεται, κάθεται. «Ποια φιλοξενία; Ανταλλαγή είναι. Παίρνεις  και σου παίρνουν. Κοίταξε τους ζητιάνους, Η Ελλάδα κατάντησε χώρα των ζητιάνων! Όπου πας, σε λεωφορείο, σε τρένο στους δρόμους, στα πάρκα έξω από Τράπεζες, έξω από Εκκλησίες παντού!»

Ξεσπάει: «Στα 30 χρόνια που είμαι στην Ελλάδα και κάνω ταινίες, δεν έχω πάρει ούτε ένα ευρώ από το Κέντρο Κινηματογράφου, από την ΕΡΤ. Όλα τα βάζω από την  τσέπη μου. Παίζονται οι ταινίες μου στο εξωτερικό, δεν παίζονται στην Ελλάδα! Δεν είναι προσωπικό το θέμα. Είναι το σύστημα. Το αφήσαμε και έγινε Κρόνος που τρώει τα παιδιά του!»

Στη συζήτηση παρενέβη ο Νίκος Ολύμπιος. Τι εννοεί ο Αρχαίος Έλληνας  όταν λέει στην ταινία θα ξαναγυρίσει όταν επιστρέψει η Ελπίδα;

-«Αυτή η χώρα, αν δεν γυρίσει η ελπίδα, δεν μπορεί να ζήσει. Λέει ο ίδιος. Υποφέρω και ‘γω, ξέρω πόσο υποφέρετε και σεις, όμως δεν θέλω να με δείτε να κλαίω. Αυτή η χώρα δεν θέλει να φτάσει μέχρι το τέρμα, πρέπει εμείς κάτι να κάνουμε. Είναι δυστυχία για αυτόν που φεύγει από την πατρίδα του».

Δίκαιη η απορία του: «Μπορούμε μια ζωή να λέμε στους ξένους ότι είμαστε Αρχαίοι Έλληνες; Μια ζωή να τους δείχνουμε τον Παρθενώνα; Και μετά, τι; Έρχεται κάποιος από μία χώρα όπου έχει ουρανοξύστες. Εκεί ήτανε πυρηνικός φυσικός, και εδώ καθαρίζει βόθρους…

Σεβάστηκε ποτέ η Ελλάδα τον κόσμο που ήλθε από το εξωτερικό να φέρει χρήματα να φέρει τεχνογνωσία να βοηθήσει τη χώρα του; Όποιος ήθελε κάτι να κάνει τον έδιωξαν σαν σκουπίδι. Τον πέταξαν»…

Πώς θα ‘ρθεί η ελπίδα; «Δεν ξέρω. Δεν πιστεύω ότι ο δημιουργός πρέπει να ξέρει το πώς. Η Τέχνη είναι σαν το θαύμα, ανεξήγητη. Ανεξήγητο είναι και το γιατί δεν συνεργάζονται οι πολιτικοί μας; Γιατί δεν έκαναν Οικουμενική Κυβέρνηση;  Πάνω απ’ όλα δεν είναι η πατρίδα; Κινδυνεύουμε κι αυτοί το χαβά τους! Ποιός είναι αυτός ο δαίμονας που μας κυριαρχεί; Εγώ πιστεύω ότι είναι ο εγωισμός».

Ο Αρχαίος Έλληνας ρώτησε για τη Σημαία, κάποτε, λέει, είχαμε μια σημαία με θάλασσα στη μέση. Τι έγινε; Την αλλάξαμε, του είπαν. Βάλαμε στη μέση μια μπριτζόλα. Την ονομάσαμε Μπριτζολάδα!

Η άλλη άποψη, εκφρασμένη από τον Νίκο Ολύμπιο. Είναι η προσέγγιση που έχουμε απέναντι στο παιδί μας.  «Η πατρίδα είναι μάνα μας και παιδί. Το παιδί μας, πιθανόν έμπλεξε σε ναρκωτικά, έκλεψε έκανε ό,τι θέλεις,  τι λες στο παιδί σου; Δεν σε ξέρω; Δεν σε βοηθάω να μπεις στον ίσιο δρόμο; Εμένα με ενδιαφέρει πώς εγώ θα βοηθήσω. Γιατί δεν βγαίνει το παιδί μου έξω από αυτή την ιστορία; Τι έχει φέρει την πατρίδα σ΄ αυτή τη θέση που τόσο εύστοχα παρουσίασες;  Εγώ καταλήγω στο ότι πρέπει να πούμε όλοι, μέσα και έξω από την Ελλάδα, αυτή είναι η Ελλάδα, έχει γίνει γι αυτούς και γι αυτούς τους λόγους, έτσι. Και πρέπει να προσπαθήσουμε να την βοηθήσουμε, Να βγάλει έστω και το ένα δάκτυλό της από τη λάσπη».

Ποιός έχει αντίρρηση;

Ρώτησε ο Αρχαίος Έλληνας, στην ταινία, καλά δεν υπάρχει άξιος άνθρωπος σ΄ αυτή τη χώρα; Και του απαντάνε: Τους άξιους τους στείλανε στο Φεγγάρι να μαζεύουν σαλιγκάρια!

Ο Ολυμπιακός, ο θρίαμβος στο μπάσκετ, απέδειξε ότι ομαδικά μπορούμε πολλά. Ο εκτός Ελλάδος ελληνισμός, οι ομογενείς μας, δείχνουν πως όταν ο Έλληνας ενταχθεί σε ένα σύστημα, μεγαλουργεί.

Ο Απόδημος ελληνισμός, ίσως είναι «μια κάποια λύση».

Η ταινία του Γιώργου Αγαθονικιάδη ίσως είναι μια κάποια λύση. Ίσως ξυπνήσει κάποιες συνειδήσεις. Αν αυτό το πετύχει, θα είναι μεγάλο το κέρδος. Και για την Τέχνη. Και για την Ελλάδα. Για τον ίδιο….