Ξεπέρασε τα 52 δισ. η παραοικονομία στην Ελλάδα

Ρεπορτάζ : Σωτήρης Νίκας  (Αναδημοσίευση από την Καθημερινή)

Ανω των 52 δισ. ευρώ υπολογίζει η Κομισιόν ότι ήταν πέρυσι ο τζίρος της παραοικονομίας στην Ελλάδα, με τη χώρα να έρχεται στην 9η θέση μεταξύ των 27 κρατών της Ε.Ε. και στην 4η θέση μεταξύ των 17 μελών της…

Ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, από τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση σε ολόκληρη την Ευρώπη σε ό,τι αφορά την πραγματική συγκέντρωση εσόδων από ΦΠΑ.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι, παρά τις όποιες προσπάθειες γίνονται για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, το πρόβλημα παραμένει αναλλοίωτο στην Ελλάδα. Ωστόσο, η χώρα έχει αυτή τη στιγμή περισσότερο από ποτέ την ανάγκη να μειώσει το μέγεθος της παραοικονομίας και να καταστήσει πιο αποτελεσματικούς τους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς, καθώς με τον τρόπο αυτό θα καταφέρει να τονώσει τα δημόσια έσοδα και να ελαφρύνει το πρόγραμμα λιτότητας και περικοπής δαπανών.

Χαρακτηριστικό της αδυναμίας των κρατικών μηχανισμών να εισπράξουν τους φόρους που έχουν επιβληθεί είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα απουσιάζει από τον κατάλογο των 27 χωρών της Ε.Ε. στην κατηγορία κοστολόγησης των φοροεισπρακτικών μηχανισμών. Στον δείκτη που η Κομισιόν καταγράφει το διοικητικό κόστος ανά 100 ευρώ φορολογικών εσόδων, δεν υπάρχει η Ελλάδα. Εκτός της Ελλάδας, από τον συγκεκριμένο πίνακα απουσιάζουν επίσης η Κύπρος, η Λιθουανία και η Σλοβακία, καθώς, όπως επισημαίνεται, οι συγκεκριμένες χώρες δεν διαθέτουν τέτοιου είδους στοιχεία. Κάτι που δείχνει ότι το ελληνικό Δημόσιο δεν μπορεί ακόμα να κοστολογήσει τις υπηρεσίες του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.

Τα προβλήματα αυτά είναι γνωστά στην τρόικα και αναμένεται να προωθηθούν λύσεις με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο. Γι’ αυτό, άλλωστε, είχε προβλεφθεί το νέο φορολογικό να είναι έτοιμο από πέρυσι το καλοκαίρι, ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να βελτιώσει την εικόνα των φορολογικών εσόδων της. Επίσης, η περιγραφείσα κατάσταση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού εξηγεί γιατί μέχρι σήμερα η τρόικα δεν έχει δεχθεί καμία από τις προβλέψεις της κυβέρνησης αναφορικά με τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και ζητάει αντ’ αυτών περικοπές δαπανών ώστε να εξασφαλίζεται η μείωση του ελλείμματος με βιώσιμο τρόπο και να μη στηρίζεται σε έσοδα που θεωρητικά θα μπορούσαν να έρθουν.

Σε ό,τι αφορά τη συλλογή του ΦΠΑ, η Κομισιόν έχει στη διάθεσή της στοιχεία για το 2010 από όλες τις χώρες της Ε.Ε. Σύμφωνα με αυτά, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση σε ό,τι έχει να κάνει με την είσπραξη ΦΠΑ ως προς το ποσό που θα έπρεπε να είχε εισπραχθεί βάσει των συντελεστών του ΦΠΑ. Το 2010, το κράτος κατάφερε να εισπράξει περίπου το 37% των εσόδων που θεωρητικά θα έπρεπε να εισπράξει. Και αυτό, παρά την αύξηση του υψηλού συντελεστή ΦΠΑ στο 23% από 21% στις αρχές Ιουλίου του 2010. Οι αιτίες των «χαμηλών πτήσεων» στη συλλογή του ΦΠΑ είναι δύο.

Πρώτον, η αναποτελεσματικότητα των μηχανισμών είσπραξης.

Δεύτερον, η σταδιακά διευρυνόμενη επιδείνωση της ύφεσης, που στέρησε το ρευστό στην αγορά και οι υπόχρεοι προτιμούσαν να κρατήσουν τον ΦΠΑ ως κεφάλαιο κίνησης αντί να τον αποδώσουν στην εφορία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στη δεύτερη χειρότερη θέση αναφορικά με την αποδοτικότητα είσπραξης του ΦΠΑ βρέθηκε το 2010 η Ιταλία (που σήμερα εφαρμόζει πρόγραμμα λιτότητας), ενώ στην τρίτη θέση ήταν η Ισπανία (επίσης υπό αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας τα τελευταία χρόνια).

Η Πορτογαλία που εφαρμόζει αντίστοιχο με το ελληνικό Μνημόνιο ήταν το 2010 στην 8η θέση της σχετικής κατάταξης, ενώ η Ιρλανδία στην 11η θέση. Σε καμία από τις παραπάνω χώρες τα έσοδα που συγκεντρώθηκαν από τον ΦΠΑ δεν ξεπέρασαν το 48% των εσόδων που θα έπρεπε να είχαν εισπραχθεί. Στον αντίποδα βρέθηκε το 2010 το Λουξεμβούργο, με το αντίστοιχο ποσοστό να διαμορφώνεται στο 91%, ενώ δεύτερη καλύτερη χώρα ήταν η Κύπρος (79%) και τέταρτη η Βουλγαρία (68%) που από το 1998 έως το 2007 βρισκόταν υπό προγράμματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Βέβαια, η Βουλγαρία «κατέκτησε» το 2011 τη χειρότερη θέση μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ε. των «27» σε ό,τι αφορά το μέγεθος της παραοικονομίας ως ποσοστό του ΑΕΠ της κάθε χώρας. Στη Βουλγαρία, η παραοικονομία διαμορφώθηκε πέρυσι στο 32,3% του ΑΕΠ της και ακολούθησαν Ρουμανία (29,6%), Λιθουανία (29%), Εσθονία, (28,6%) και Λεττονία (26,5%).