Ενθαρρυντικά τα πρώτα βήματα του νέου Υφυπουργού Απόδημου Ελληνισμού

Εάν τα πρώτα δείγματα γραφής  που δίνει ο νέος Υφυπουργός Εξωτερικών Κωνσταντίνος Τσιάρας και τα οποία είναι ενθαρρυντικά, συνοδευτούν και από βήματα προς την ίδια κατεύθυνση, τότε θα μπορεί κανείς να πει ότι οι μέρες που θα ρθούνε, θα σημαίνουν κάτι διαφορετικό για τον Απόδημο Ελληνισμό.

Μέσα σε ένα κλίμα επιβαρυμένο από την οικονομική κρίση, ο Υφυπουργός ιχνηλατώντας το έδαφος, χαράσσει μία πορεία διαμετρικά αντίθετη με αυτή που συνήθως ακολουθούσαν οι περισσότεροι προκάτοχοί του.

Δεν «κουβάλησε» μαζί του στο Υπουργείο έτοιμες μαγικές συνταγές. Δεν αποδέχθηκε το αξίωμα με το στόμφο και την υπεροψία εκείνου που «καρτερικά» ανέμενε να τον «ανακαλύψει» ο πρωθυπουργός, για να σώσει τον Απόδημο Ελληνισμό.

Όλες του οι εμπειρίες από την ομογένεια ήταν οι φορές εκείνες που συχροτίστηκε μαζί της σε  διάφορα σεμινάρια και άλλες κοινωνικές και επαγγεματικές εκδηλώσεις. Όλες του οι γνώσεις για τα προβλήματα των Αποδήμων όσα οι ίδιοι οι Απόδημοι του μετέφεραν στις συναντήσεις αυτές.

Διαθέτει, όμως, ένα μεγάλο προσόν.  Όπως σκύβει με προσοχή πάνω από το μικροσκόπιο (Ιατρός, γαρ, το επάγγελμα) παρατηρώντας να ανακαλύψει την ασθένεια, έτσι έχει ανοιχτά τα αυτιά του και απλωμένους τους δέκτες του προσπαθώντας να κατανοήσει την ομογενειακή πολυ-πραγματικότητα και τις διαφορετικές ανάγκες.

Έχει ανοικτές τις πόρτες του υπουργικού του γραφείου. Σηκώνει το τηλέφωνο και επικοινωνεί. Σημειώνει στο χαρτί που έχει δίπλα του και την άλλη μέρα κάνει πράξη αυτό που την προηγούμενη σημείωσε.

Δεν πρόκειται περί αγιογραφίας του προσώπου του κ. Υφυπουργού.  Ουδέποτε η ΡΗΡ θα κάνει κάτι τέτοιο, για κανέναν, σε όποια θέση και εάν βρίσκεται. Ο ίδιος άλλωστε ο κ. Τσιάρας γνωρίζει ότι η προσέγγιση του δημοσιογράφου κριτική μόνον μπορεί και πρέπει να είναι.

Πρόκειται απλά για την καταγραφή της  μέχρι σήμερα εικόνας που παρουσιάζει ο κ. Τσιάρας. Πρόκειται για την γραπτή αποτύπωση της εντύπωσης που προκαλεί η έφεσή του να ακούσει, η εντιμότητά του να δεχθεί, και η ντομπροσύνη του να ομολογήσει ότι  «αυτό δεν μου το έχει πει κανένας, δεν το γνώριζα».

Μένει να δούμε και τα επόμενα βήματά του. Τις πρώτες αποφάσεις του. Η ΡΗΡ θα είναι εδώ για να επικροτήσει τις δεξιότητες ή να επισημάνει τις τυχόν αδεξιότητες.  Σε καθε περίπτωση, όμως, το δείγμα γραφής παραμένει ως τέτοιο, ισχυρό και ασιόδοξο.

Οι (όσοι) πολύξεροι, οι (όποιοι) παντογνώστες και οι (λίγοι)  ξερόλες, αυτοί που άκουγαν μόνον τους πολύ στενούς, αλλά άσχετους με την ομογένεια συνεργάτες τους, αυτοί που απαξίωναν ομογενείς και ομογενειακές οργανώσεις μόνον γιατί δεν συνταφτίζονταν οι απόψεις τους με τις δικές τους ή με τις επιδιώξεις των κυβερνήσεων που εκπροσωπούσαν, αυτοί που έβλεπαν την ομογένεια αποκλειστικά ως την χρυσοφόρο όρνιθα και ήταν πάντα πρόθυμοι να πάρουν αλλά ποτέ να δώσουν, αυτοί όλοι μας έφεραν στη σημερινή θλιβερή πραγματικότητα: Να υπάρχουν ομογενείς –και όχι λίγοι- που να λένε «φτάνει πια» και αντί να συσφίγγονται διαρκώς οι ακατάλυτοι δεσμοί  με το μητροπολιτικό κέντρο, να χαλαρώνουν και να  τίθεται σε αμφισβήτηση η ανεκτίμητη αξία τους…

Αυτοί (κάποιοι)  που «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα» έκαναν στην άκρη και απομόνωναν τους  έντιμους και σοβαρούς ομογενείς, επιβάλλοντας μετριότητες, αυτοί που οργάνωναν διασπαστικές κινήσεις και σκαρφίζονταν ανούσιες πολυέξοδες οργανωτικές δομές,  σήμερα βρίσκονται «εκτός διαδρόμων». Και εκεί πρέπει να μείνουν.

Η Ομογένεια έχει πίσω της Ιστορία. Έχει πόνο, έχει μόχθο. Έχει αγώνες. Έχει πίκρες. Έχει επιτυχίες. Έχει προσφορά. Ξεκίνησε από πολύ χαμηλά και ήδη έφθασε πολύ ψηλά κατακτώντας περίζηλες θέσεις στον κοινωνικό, πολιτικό, επαγγελματικό, καλλιτεχνικό και πνευματικό επίπεδο.

Άνοιξε τις πόρτες των Πανεπιστημίων όχι μόνο για να διδαχθεί, αλλά και για να διδάξει. Διάβηκε τους διαδρόμους των μεγάλων επιχειρήσεων όχι μόνο για να επιβιώσει, αλλά και για να τις διοικήσει. Πέρασε το κατώφλι της πολιτικής όχι μόνον για να ψηφίσει, αλλά και για να ψηφιστεί.

Η Ομογένεια, πριν σκαρφαλώσει τόσο ψηλά,  βρέθηκε και δούλεψε τίμια παντού. Από τις φάμπρικες της Γερμανίας και τις υπόγειες στοές του Βελγίου μέχρι τις σιδηροτροχιές της Αμερικής και τα Ορυχεία της Αφρικής. Τίποτε δεν της χαρίστηκε.  Ξενιτεύτηκε μέσα σε συνθήκες όπως αυτές που περιγράφονται στο βιβλίο του Μπάμπη Μαρκέτου: «Οι Ελληνοαμερικανοί- Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α»:

«…Από τους 1403 μόνο 1255 έφτασαν τελικά ζωντανοί στην Φλώριδα. Εκατόν σαράντα οκτώ πέθαναν άπό τις κα­κουχίες του ταξιδιού κατά την διαδρομή. Αλλά κι’ αυτοί που έφθασαν σώοι, βρήκαν μια πραγματική κόλασι. Δεν υπήρχαν ούτε αρκετές προμήθειες ούτε καταλύματα.  Η Φλώριδα  ήταν  κάθε άλλο  παρά  η παραδείσια χώρα που είχαν ονειρευτή. Κουνούπια, φίδια, τροπική ζέστη, ξαφνικές καταρρακτώδεις νεροποντές, ελο­νοσία κι’ άλλες αρρώστειες, και σκληρή δουλειά, κυριολεκτικά  αποδεκάτισαν   τους   Έλληνες αποίκους   της   Νέας   Σμύρνης. Σ’ ένα χρόνο, πάνω από 300 άνδρες και γυναίκες και κάπου 150 παιδιά υπέκυψαν στις απάνθρωπες συνθήκες». (Έτος 1768).

Αξίζει, λοιπόν, η Ομογένεια κάποιον που θα σκύψει ευλαβικά το αυτί του πάνω της. Κάποιον που θα αφουγκραστεί τους καημούς της. Κάποιον που θα κατανοήσει τα προβλήματά της. Εάν μπορέσει και να τα επιλύσει, το όφελος για τον εντός και εκτός συνόρων Ελληνισμό και αμοιβαίο θα είναι και εθνικά ανεκτίμητο.

PANHELLENIC POST