ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Το πλοίο της γραμμής

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Στο πλοίο της γραμμής, γίναμε όλοι μια παρέα.  Καθυστερημένοι παραθεριστές! Το πλοίο έφθασε στο λιμάνι επίσης καθυστερημένο! Τι πρωτότυπο! Στην Ελλάδα όλα καθυστερούν. Ο χρόνος, σχετική έχει μόνον αξία. Όπως και οι νόμοι.  Κάποτε ΚΑΙ εφαρμόζονται…

Η αγανάκτηση ήταν εμφανής στο πρόσωπό της. Καθότανε παραδίπλα. Πήγαινε διακοπές αλλά ο θυμός δεν την είχε εγκαταλείψει. Ένα «κιχ» ήθελε για να πάρει φόρα:

-Ακούς εκεί, να είναι και αγανακτισμένη από πάνω γιατί, λέει, της έκοψαν τη σύνταξη του πατέρα της, είπε απευθυνόμενη στην φίλη της.

-Μα, εάν την εδικαιούτο, αντέτεινε εκείνη… Τι το ‘θέλε;

-Τι να εδικαιούτο;  Πενήντα χρονών κοντεύει, παντρεμένη και με δύο παιδιά και ακόμη έπαιρνε τη σύνταξη του «μπαμπά»!… Δεν της είπε κανείς, λέει, ότι έπρεπε να δηλώσει το γάμο της!

Η μόνη; Μπα. Μαζί μ’ αυτήν και πολλές ακόμη χιλιάδες που επωφελούνται από την ελλιπή οργάνωση του κράτους και το μαδάνε κανονικά! Είδατε κομψή έκφραση για το «μπάχαλο»; «ελλιπή οργάνωση»…

-Ε, και τελικά τι απέγινε;

-Κάποιος κάπως την ανακάλυψε και της έκοψαν τη σύνταξη. Τριάντα δύο χρόνια την εισέπραττε «αχρεωστήτως»! Και όταν της την έκοψαν θύμωσε γιατί της είπαν ότι πρέπει να πληρώσει πίσω όλα όσα πήρε!

Το πλοίο έφθασε στην Αίγινα. Μείναμε οι μισοί και ακόμη λιγότεροι. Πάντα η Αίγινα εκτός από το φυστίκι της έπαιρνε και τη μερίδα του λέοντος σε επιβάτες… Λίγοι έφθαναν μέχρι τον Πόρο…

Ακόμη λιγότεροι, ελάχιστοι, οι επιβάτες που έμπαιναν από την Αίγινα για τον Πόρο. Μεταξύ τους και ένα ζευγάρι λίγο παράδοξο. Ψηλή και χοντρή εκείνη, κοντός και αδύνατος εκείνος. Ποιος είχε το «πάνω χέρι», δεν χρειαζότανε να το ρωτήσεις. Κραύγαζε…

Κάθισαν παραδίπλα. Δηλαδή, τι κάθισαν; Κατ΄ ευφημισμό. Εκείνη κάθισε και εκείνος «στριμώχτηκε»!

Πάνω που έκανε να βολευτεί, έφτασε η ντιρεκτίβα: Πήγαινε πάρε έναν διπλό ελληνικό καφέ χωρίς ζάχαρη αλλά με πολύ γάλα.

Έφυγε αδιαμαρτύρητα. Γύρισε ύστερα από λίγο. Της έτεινε το κύπελο με τον καφέ. Μόλις τον πήρε, τινάχτηκε σαν ελατήριο: Βρε, διπλός καφές είναι αυτός, εμένα μονός μου φαίνεται…

Κάτι προσπάθησε να ψελλίσει, δεν τον άκουσε και συνέχισε απευθυνόμενη στην διπλανή της κυρία: Πες μου κοπελιά, είναι αυτός διπλός καφές; Και της έτεινε το κύπελο να δει και ελλόγου της.

Βρε, (προφανώς έτσι έλεγαν το σύζυγο) τους είπες διπλό; Πόσο πλήρωσες; Δεν θυμάσαι; Και τι θυμάσαι βρε ζώον…

Κόκκαλο όλοι. Τώρα θα ξεσπάσει, σκεφθήκαμε.

Και αν σκέφτηκε να απαντήσει δεν πρόλαβε. Η σύζυγος παρά τα κιλά της πετάχτηκε όρθια. Πάω να τους τον φέρω στα μούτρα!…

Πέρασε ανάμεσα στα τραπέζι παρασύροντας ό,τι βρίσκονταν πάνω τους.

Επέτρεψε μετά από λίγο: Δως μου την απόδειξη, του είπε. Εκείνος άρχισε να ψάχνεται ατέλειωτα πρώτα στη μία μετά στην άλλη τσέπη του και πάλι από την αρχή.

-Την έχασες την απόδειξη βρε;

-Δεν τη βρίσκω..

Σιγά που θα την έβρισκες. Χωρίς απόδειξη δεν τον παίρνουν πίσω! Μου λένε μονό τους είπες, χαϊβάνι!

«Σας πληροφορούμε ότι σε λίγα λεπτά προσεγγίζουμε στο λιμάνι του Πόρου…» τα μεγάφωνα επέβαλαν ανακωχή.

Μαζέψαμε τα πράγματά μας και οδεύσαμε προς την έξοδο…

Καλές διακοπές. Εσείς. Εγώ θα συνεχίσω να εργάζομαι προκειμένου να έχετε την ενημέρωση που διακαιούσθε…