Λουτρό αίματος με 35 νεκρούς απεργούς στη Ν. Αφρική

Σοκ έχει προκαλέσει στη Νότια Αφρική ο θάνατος 35 απεργών μεταλλωρύχων που πυροβολήθηκαν από την αστυνομία στη διάρκεια διαμαρτυρίας, με τους πολίτες και τα μέσα ενημέρωσης να θέτουν πολλά ερωτήματα για τον ψυχισμό της αστυνομίας μετά το τέλος της κυριαρχίας των λευκών.

Μέχρι αυτή τη στιγμή δεν έχει γίνει γνωστό αν ανάμεσα στους νεκρούς και τους τραυματίες συγκαταλέγονται και ελληνικής καταγωγής πολίτες.

 Ο υπουργός Αστυνομίας Νάτι Μτουέτα, έπειτα από 12 ώρες σιωπής των αρχών, επιβεβαίωσε ότι τουλάχιστον 34 άνδρες σκοτώθηκαν όταν η αστυνομία αποπειράθηκε να απομακρύνει περίπου 3.000 απεργούς, κυρίως χειριστές τρυπανιών, οπλισμένους με ματσέτες και ρόπαλα, από ένα τμήμα του ορυχείου της εταιρίας Λονμίν, 100 χλμ. βορειοδυτικά του Γιοχάνεσμπουργκ.

Η αστυνομία ανακοίνωσε ότι αναγκάστηκε να ανοίξει πυρ για να αμυνθεί από επιτιθέμενους ένοπλους διαδηλωτές.

«Οι αστυνομικοί αναγκάστηκαν να κάνουν χρήση βίας για να αμυνθούν από την ομάδα των επιτιθέμενων», σημείωσε η αρχιεπιθεωρήτρια Ρία Πιγιέγκα υποστηρίζοντας ότι οι απεργοί «πυροβόλησαν» εναντίον αστυνομικών.

Η Πιγιέγκα δήλωσε στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ότι 78 ακόμα άνθρωποι τραυματίστηκαν, ενώ 259 συνελήφθησαν.

Ο απολογισμός είναι ο πρώτος επίσημος που δόθηκε στη δημοσιότητα μετά το αιματηρό επεισόδιο.

Ο πρόεδρος Ζούμα, o οποίος βρισκόταν στην Μοζαμβίκη για μια περιφερειακή σύνοδο, αποφάσισε να διακόψει το ταξίδι του και να επιστρέψει εσπευσμένα. Ο Τζέικομπ Ζούμα, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εσωκομματική εκλογική διαδικασία τον Δεκέμβριο, δήλωσε ότι «υπέστη σοκ» από τη βία, χωρίς να σχολιάσει την συμπεριφορά της αστυνομίας.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του γραφείου του, ο πρόεδρος εξέφρασε την ανησυχία του για τη βίαιη φύση της διαδήλωσης, «ειδικά με δεδομένο ότι το Σύνταγμα και η εργατική νομοθεσία προσφέρουν επαρκή μέσα για το χειρισμό των θεμάτων, και τάσσεται υπέρ των εκκλήσεων να συσταθεί μια επιτροπή έρευνας».

Το ορυχείο παρέμεινε κλειστό αυτήν την εβδομάδα, εν μέσω της σύγκρουσης μεταξύ συνδικάτων αλλά και της διένεξης ανάμεσα στην εργοδοσία και τους μεταλλωρύχους.

Πριν το αιματηρό γεγονός, 10 άνθρωποι –ανάμεσά τους δύο αστυνομικοί– είχαν σκοτωθεί στις συγκρούσεις ανάμεσα σε μέλη αντίπαλων εργατικών ενώσεων στο Μαρικάνα, το μεγαλύτερο και σημαντικότερο εργοστάσιο της Λονμίν, μιας εταιρίας η οποία εδρεύει στο Λονδίνο. Οι εγκαταστάσεις της εταιρίας στη Νότια Αφρική, στις οποίες εξορύσσεται το 12% της παγκόσμιας παραγωγής λευκόχρυσου, έχουν κλείσει προσωρινά.

Στη Νότια Αφρική βρίσκεται το 80% των παγκόσμιων βεβαιωμένων αποθεμάτων λευκόχρυσου, αλλά το αυξανόμενο κόστος της ενέργειας, οι εργατικές διεκδικήσεις για υψηλότερους μισθούς και η πτώση της τιμής του πολύτιμου μετάλλου φέτος στις αγορές έχουν προκαλέσει προβλήματα σε αρκετές επιχειρήσεις του κλάδου.

Οι απεργοί στο Μαρικάνα ζητούσαν μεγάλες αυξήσεις μισθών, ενώ η κατάσταση περιπλέκεται από τη σύγκρουση της νέας ένωσης συνδικάτων εργαζομένων στα ορυχεία και στις κατασκευές (AMCU) με την εθνική ένωση των εργαζόμενων στα ορυχεία (NUM), ένα συνδικάτο το οποίο συνδέεται στενά με το κυβερνών κόμμα του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC).

Στελέχη της AMCU επικρίθηκαν διότι είπαν στους απεργούς μεταλλωρύχους ότι ήταν «έτοιμοι να πεθάνουν» παρά να αφήσουν να τους απομακρύνουν από το χώρο που είχαν καταλάβει. Εικόνες πριν από τη σφαγή που απεικόνιζαν μεταλλωρύχους να κραδαίνουν ματσέτες και αυτοσχέδια ακόντια προκάλεσε επίσης ερωτήματα για τη «βία των απεργών», 18 χρόνια μετά το τέλος του καθεστώτος του Απαρτχάιντ.

Η μετοχή της Λονμίν στο Λονδίνο και στο Γιοχάνεσμπουργκ έπεσε πάνω από 5%, σε χαμηλό τετραετίας, με τις απώλειές της να φθάνουν σχεδόν το 20% από την έναρξη των επεισοδίων μια εβδομάδα νωρίτερα.