«Οι Έλληνες θα βοηθήσουν την οικονομία της Αυστραλίας»

«H Αυστραλία θα επωφεληθεί τα μέγιστα, προσελκύοντας νέους νοσηλευτές, λογιστές και μηχανικούς από την Ελλάδα, ειδικότητες στις οποίες παρουσιάζονται ελλείψεις σε προσωπικό» αναφέρει η εφημερίδα «Australian Financial Review», σχολιάζοντας την είδηση ότι «η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Αυστραλίας άρχισε τις διαπραγματεύσεις με τις ελληνικές Αρχές για τη σύναψη διακρατικής συμφωνίας που θα θεσμοθετεί την έγκριση τουριστικής βίζας με δικαίωμα εργασίας για ένα έτος για τους Έλληνες και αντιστοίχως τους Αυστραλούς ηλικίας 18- 30 ετών και ανώτατο όριο στον ετήσιο αριθμό εγκρίσεων».

Επίσης, σχολιάζεται ότι οι διαπραγματεύσεις πραγματοποιούνται σε μια «εξαιρετικά δυσχερή χρονική συγκυρία για την Ελλάδα, με την ανεργία να βρίσκεται στο 22,5%, στη δεύτερη χειρότερη θέση στην Ευρώπη μετά την Ισπανία, το ποσοστό για τους νέους να ξεπερνά το 50% και ως φυσικό επακόλουθο να αναζητούν διέξοδο στη μετανάστευση για την αντιμετώπιση των βιοτικών αναγκών τους». Ταυτόχρονα, επισημαίνονται δηλώσεις του Αυστραλού υπουργού Μετανάστευσης, Κρις Μπόουεν, ότι «οι διαπραγματεύσεις και, τελικά, η εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας συνιστούν χρονοβόρο διαδικασία».

Το άρθρο καταλήγει με τις απόψεις εκπροσώπου του Αυστραλο-Ελληνικού Συμβουλίου Νέας Νότιας Ουαλίας, Τζον Πετρόπουλου, ο οποίος υποστηρίζει ότι «μετά το πέρας της προκαθορισμένης διάρκειας της βίζας, οι νέοι θα πρέπει να επιστρέφουν στην Ελλάδα, καθώς η ανάκαμψη της χώρας εξαρτάται αποκλειστικά από τη νέα γενιά καλλιεργημένων επιστημόνων και επαγγελματιών, παρόλο που τα μέτρα λιτότητας ισοπεδώνουν τις επιχειρήσεις, αντί να παρέχουν κίνητρα για ενίσχυση της απασχόλησης, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο ένδειας και οικονομικής δυσπραγίας».

Η ίδια εφημερίδα σε ανταπόκριση από την Αθήνα αναφέρεται στο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για «παράταση του χρόνου εφαρμογής του προγράμματος λιτότητας κατά δύο έτη, προκειμένου να βελτιωθούν οι δείκτες βιωσιμότητας του χρέους και να σημειωθούν κάποιες ενδείξεις ανάπτυξης». Ουσιαστικά, το αίτημα αφορά, σύμφωνα με το άρθρο, στην «παράταση εφαρμογής των περικοπών έως το 2016 και μείωση του δημόσιου ελλείμματος κατά 1,5% ετησίως, αντί του 2,5% που προβλέπουν οι ισχύουσες συμφωνίες».

Επιπλέον, αναφέρεται ότι η Ελλάδα «θα χρειασθεί επιπλέον οικονομική ενίσχυση κατά 20 δισ. ευρώ, εάν εγκριθεί το αίτημά της, χρηματοδότηση η οποία όμως δεν θα ζητηθεί από εταίρους της Ευρωζώνης, αλλά αναμένεται ότι θα προκύψει από την έκδοση ομολόγων του Δημοσίου, από τις δανειακές συμβάσεις που έχουν ήδη υπογραφεί με το ΔΝΤ, αλλά και από την έγκριση περιόδου χάριτος μέχρι το 2020 για την πρώτη δόση αποπληρωμής του πρώτου δανείου από το ΔΝΤ και την ΕΕ, όταν δηλαδή θα πρέπει να ξεκινήσει η αποπληρωμή του δεύτερου δανείου».