Αποικιακά έγγραφα του Φόρεϊν Όφις για την Κύπρο

Η εικόνα μιας ταραγμένης περιόδου και εξελίξεων που προκαλούσαν την ανησυχία των Βρετανών αποτυπώνεται στα έως προσφάτως απόρρητα έγγραφα του πρώην Γραφείου Αποικιακής Διοίκησης του Φόρεϊν Όφις για τη δεκαετία του 1950.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1955 οι Βρετανοί διπλωμάτες επισήμαιναν την ανάγκη να υπάρχει «αποτελεσματικός» βρετανικός έλεγχος της Κύπρου, ώστε το Λονδίνο να μπορεί να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις έναντι του ΝΑΤΟ και να φέρει εις πέρας τις επιδιώξεις του στη Μέση Ανατολή.
Η επισήμανση είχε γίνει με αφορμή προειδοποίηση της Ελλάδας ότι εάν έως τις 22 Αυγούστου εκείνου του χρόνου η βρετανική κυβέρνηση δε συναινούσε σε διμερείς συνομιλίες για φιλική διευθέτηση του Κυπριακού, το θέμα θα υποβαλλόταν στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Η θέση του Λονδίνου, όπως προκύπτει από τα έγγραφα, ήταν ότι η Κύπρος τελούσε πλήρως υπό βρετανική δικαιοδοσία και επομένως έπρεπε το ζήτημα να μην επιτραπεί να συζητηθεί σε τέτοιο επίπεδο, με χρήση σχετικών άρθρων του διεθνούς οργανισμού.
Στα σχετικά έγγραφα δηλώνεται ότι η Κύπρος ναι μεν δεν είχε χρησιμοποιηθεί εκτενώς στους δύο τελευταίους πολέμους, αλλά εξηγείται ότι το νησί είχε αναμφισβήτητη αξία για τα βρετανικά συμφέροντα, καθώς είχε αποκτηθεί από τους Οθωμανούς ως βάση για την αποτροπή του ρωσικού επεκτατισμού. Σημειώνεται επίσης ότι οι αμυντικές εγκαταστάσεις που αναπτύσσονταν είχαν μεγάλη αξία και για το ΝΑΤΟ, επομένως και για τις ΗΠΑ.
Αναφορικά με την απόφαση να κηρυχθεί παράνομο το ΑΚΕΛ κατά τον αντιαποικιακό αγώνα, τα έγγραφα του Φόρειν Όφις την αποδίδουν στη μεγάλη διείσδυση του κομμουνισμού στο νησί, τόσο στον πολιτικό όσο και στον οικονομικό βίο. Αναφέρεται χαρακτηριστικά το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών εκείνης της περιόδου, κατά τις οποίες τρεις υποψήφιοι με τη στήριξη του ΑΚΕΛ είχαν εκλεγεί δήμαρχοι. Τα στοιχεία της βρετανικής διοίκησης ανέφεραν ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις στην Κύπρο περιελάμβαναν 26.000 μέλη που ήταν κομμουνιστές, 3.000 μέλη δεξιών οργανώσεων και 2.000 ανεξάρτητους.
Η εκτίμηση που γινόταν ήταν πως σε περίπτωση εκλογών το ΑΚΕΛ θα μπορούσε να συγκεντρώσει από 20% έως 55% των ψήφων. Αυτό θεωρείτο επικίνδυνο από τους Βρετανούς αποικιοκράτες διπλωμάτες, οι οποίοι σημείωναν ότι ο ρόλος των κομμουνιστικών οργανώσεων στην Κύπρο μετά τον πόλεμο είχε υπάρξει «σταθερά επιζήμιος».
Στα έγγραφα αναφέρεται ότι οι κομμουνιστικές οργανώσεις είχαν οδηγήσει τους Κυπρίους σε μία εξτρεμιστική και άκαμπτη συμπεριφορά. «Οι κομμουνιστές ήταν οι πρώτοι που επιδόθηκαν σε διαδηλώσεις, σαμποτάζ και φυσικό εκφοβισμό προωθώντας τους πολιτικούς τους στόχους», αναφέρουν διπλωμάτες, προσθέτοντας ότι ήταν επίσης οι κομμουνιστές που είχαν αναπτύξει την αντίληψη της «αγώνα» εναντίον της νόμιμης εξουσίας.
Η αποκήρυξη της τρομοκρατίας από την «εξτρεμιστική δεξιά οργάνωση γνωστή σαν ΕΟΚΑ» από την ηγεσία του ΑΚΕΛ αποδιδόταν από τους Βρετανούς, σύμφωνα με τα έγγραφα, σε κινήσεις τακτικής. Τονίζεται ότι στόχος του ΑΚΕΛ ήταν ο τερματισμός της χρήσης της Κύπρου ως βάσης για στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά φίλιων κρατών, παρά το γεγονός ότι Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία συμφωνούσαν πως οι βάσεις στην Κύπρο αποτελούσαν σημαντικό προπύργιο του ελεύθερου κόσμου, ιδίως κατά την ταραγμένη εκείνη περίοδο για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Οι Βρετανοί καταλόγιζαν στο ΑΚΕΛ και άλλες κομμουνιστικές οργανώσεις εκμετάλλευση του κυπριακού εθνικιστικού αισθήματος εναντίον της Βρετανίας με σκοπό να τορπιλίσουν κάθε προσπάθεια διαπραγμάτευσης που δε θα περιελάμβανε την άμεση αυτοδιάθεση.
Σε παλαιότερο φάκελο του Φόρεϊν Όφις που αναφέρεται στην Κύπρο την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Λονδίνο ζητούσε από τους Βρετανούς διπλωμάτες στο νησί μία αξιολόγηση των επιπτώσεων της πολιτικής υπέρ της «ένωσης» στο ενδεχόμενο σύστασης προωθημένης βάσης της Βασιλικής Αεροπορίας στην Κύπρο.
Η απάντηση των Βρετανών διοικητών ήταν ότι η συναισθηματική αγκίστρωση των Κυπρίων σε οτιδήποτε ελληνικό οφειλόταν στη «φημολογούμενη» καταγωγή τους από την Ελλάδα, της οποίας η ιστορική ακρίβεια «αμφισβητείται». Ούτως ή άλλως αυτή η κατάσταση στερούταν λογικής, αναφέρει η απαντητική επιστολή, καθώς συνιστούσε περισσότερο προσήλωση στα ιδεώδη της αρχαίας Ελλάδας παρά στη σύγχρονη Ελλάδα. Σημειώνεται πάντως ότι αυτό το αίσθημα ήταν επίμονο και έπρεπε να αναγνωριστεί.
Παρόλα αυτά οι σχέσεις των ντόπιων με το αγγλικό προσωπικό στο νησί χαρακτηρίζονταν άριστες και οι όποιες περιστασιακές εντάσεις ούτε καν άξιες λόγου και ανησυχίας. Αν λαμβανόταν η απόφαση για την κατασκευή της αεροπορικής βάσης θα μπορούσε να βρεθεί εργατικό δυναμικό κα εργατικό υλικό, ήταν το συμπέρασμα των Βρετανών.
Έγγραφο του 1943 κάνει λόγο για αναζωπύρωση έντονου αισθήματος των Κυπρίων υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Αυτή αποδιδόταν από τον αναπληρωτή κυβερνήτη στην «ανοχή» με την οποία η κυπριακή κυβέρνηση είχε υποχρεωθεί να αντιμετωπίσει εμπρηστικές πράξεις και λόγια από τη στιγμή που η Ελλάδα είχε εισέλθει ως σύμμαχος της Βρετανίας στον πόλεμο και στους «εθνικιστικούς» φόβους ότι το ΑΚΕΛ και ο κομμουνισμός εδραίωναν τη θέση τους με μεγάλη επιτυχία και ταχύτητα. Για τους εθνικιστές η ένωση ήταν το χαρτί κατά αυτής της κομμουνιστικής προοπτικής, αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Πάντως η ανησυχία των Βρετανών αυξανόταν. Δηλώνεται ενδεικτικά ότι αναμφίβολα η κατάσταση γινόταν δύσκολη και θα οδηγούσε σε επεισόδια αν δεν γινόταν κάτι να σταματήσουν αυτές οι πράξεις και τα λόγια υπέρ της ένωσης. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα ανησυχούσε ευλόγως, σχολίαζαν οι Βρετανοί διπλωμάτες. Σημειωνόταν ότι ήταν περίεργο πώς τους τελευταίους τρεις μήνες η συζήτηση είχε μετατοπιστεί από το ΑΚΕΛ στο ενδεχόμενο απόσχισης. «Υπάρχει κίνδυνος να πάμε πίσω μια γενιά στις προσπάθειες επιβολής τάξης και ομαλής διακυβέρνησης της Κύπρου», τονίζει Βρετανός διπλωμάτης, συστήνοντας την αντιμετώπιση της «απειλής» με προειδοποιήσεις ότι οποιαδήποτε απόπειρα διατάραξης της τάξης θα τιμωρούταν ως τέτοια. Ο Βρετανός αναπληρωτής διοικητής συμφωνούσε ότι χρειαζόταν αν όχι η έναρξη διώξεων τουλάχιστον μια κατηγορηματική δήλωση ότι και μετά τον πόλεμο η Κύπρος θα ανήκε στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Το πρόβλημα που εντόπιζε ήταν ότι το αίσθημα υπέρ της ένωσης είχε επεκταθεί τόσο πολύ ώστε ήταν δύσκολο να αποφασιστεί από πού έπρεπε να αρχίσουν οι διώξεις. Πάντως, αξιόπιστες πηγές των Βρετανών ανέφεραν ότι η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση είχε ζητήσει από τους Κύπριους να ρίξουν τους τόνους υπέρ της ένωσης, φοβούμενοι διατάραξη των ελληνοβρετανικών σχέσεων σε μια κρίσιμη περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Πηγή:Skai.gr