Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ

ΘΩΜΑ’Ι’Σ   ΠΑΡΙΑΝΟΥ

Για την ΡΗΡ     

      Το σημερινό χωριό ΜΕΛΑΣ της Μακεδονίας μας παλαιότερα ονομαζόταν ΣΤΑΤΙΣΤΑ και πήρε το σημερινό του όνομα, επειδή εκεί σκοτώθηκε ο Παύλος  Μελάς, χτυπημένος από από Τούρκικο βόλι, σκοτώθηκε ο ήρωας ΠΑΥΛΟΣ  ΜΕΛΑΣ, προδομένος από την συμμορία του κομιτατζή Μήτρου Βλάχου, στις 13/10/1904. Το διώροφο αυτό σπίτι ανήκε στην Χριστίνα Κατζάκη και ο σημερινός φύλακάς του είναι ο εγγονός της κ. Γιώργος Κάκαλος, ο οποίος δέχεται και ξεναγεί αφιλοκερδώς τους επισκέπτες. Ο ίδιος περιγράφει, σύμφωνα με τις διηγήσεις της γιαγιάς του, την τελευταία πράξη του δράματος, ως εξής:

«      H γιαγιά του, κατά την διάρκεια της τελευταίας μάχης, είχε καταφύγει στην διπλανή γειτονιά. Οι πολιορκημένοι αγωνιστές, μη έχοντας πλέον πυρομαχικά, αναγκάστηκαν να παραδοθούν στους πολιορκητές Τούρκους, οι οποίοι τους μετέφεραν στις φυλακές Επταπυργίου / Γεντί Κουλέ και πέρασαν 7 ολόκληρα χρόνια χωρίς να μάθει κανείς τίποτε για αυτούς.

.» Η γιαγιά του ήλθε την επόμενη μέρα και βρήκε το πτώμα του Π.Μ. στον σταύλο και, όπως δεν υπήρχαν άντρες στο χωριό, (λόγω των εχθροπραξιών}, φώναξε μερικές νέες και γερές γυναίκες που τον πήραν από το σπίτι μοιρολογώντας, τον απίθωσαν σε κάτι θάμνους και τον έθαψαν, σκάβοντας ένα πρόχειρο λάκκο. Το βράδυ ήρθαν τρία παλικάρια και ζήτησαν το πτώμα του Παύλου Μελά, για να το στείλουν στην Αθήνα, αλλά δεν μπόρεσαν να το κάνουν, γιατί ξαναφάνηκαν στο χωριό οι Τούρκοι. Τότε απεφάσισαν «Θα του πάρουμε το κεφάλι και θα φύγουμε μόνο με αυτό»., για να μην πέσει στα χέρια των Βουλγάρων και των Τούρκων και το κάνουν τρόπαιό τους, όπως είχαν κάνει και με άλλους ήρωες. Πήγαν το κεφάλι στο Πισοδέρι, όπου το παρέλαβε κάποιος Παύλος Τσάμης, ο οποίος αρχικά το έθαψε στην Αγία Τριάδα, ένα ξωκλήσι, αλλά φοβήθηκε, επειδή εκεί ήταν πέρασμα ληστών και το πήγε στον ναό της Αγ. Παρασκευής. Εκεί έμεινε 5 χρόνια, χωρισμένο από το σώμα

.»  Η ύπαρξη του ακέφαλου σώματος  κρατήθηκε μυστική πέντε μέρες περίπου, ώσπου έγραψε ο τύπος της Αθήνας για τον θάνατο του Π.Μελά. Το πληροφορήθηκαν και οι Τούρκοι, που μέχρι τότε δεν ήξεραν ότι ο Π.Μ.ήταν νεκρός. Για να βρουν το σώμα του, έδωσαν ‘το ξύλο της αρκούδας’ που λέμε στους κατοίκους, και κάποιοι λύγισαν, μαρτύρησαν. Το σώμα βρέθηκε,  μεταφέρεται στην πόλη της Καστοριάς, περιφέρεται εκεί, το ζητάει επίμονα ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης…. Τελικά πήρε το σώμα, ακέφαλο όπως ήταν, και το έθαψε πίσω από την Μητρόπολη των Αγίων Ταξιαρχών. Εκεί βρίσκονται σήμερα τα οστά του.

.»  Κατόπιν επιθυμίας της γυναίκας του Ναταλίας Δραγούμη-Μελά, η οποία πέθανε πριν από 30 χρόνια, σε ηλικία 101 ετών, η κόρη της Ζωή έφερε οστά της μητέρας της κοντά σε αυτά του άντρα της, και αναπαύονται στον άλλο κόσμο μαζί, αφού στην ζωή τους δεν μπορούσαν να είναι. Η Ζωή Μελά-Ιωαννίδου, η οποία έχει επτά χρόνια που απεβίωσε, είχε αφιερώσει την δική της ζωή στην φαρμακευτική βιομηχανία ‘ΧΡΩΠΕΙ’. Δούλευε χωρίς να αμείβεται και πρόσφερε κοινωνικό έργο, κάτι που σπάνια συναντάμε σήμερα».

 

        Σε αυτό το σπίτι – Μουσείο, το οποίο ανήκει τώρα στην Νομαρχία Καστοριάς, μπορεί να δει κανείς αντικείμενα της εποχής, όπλα, σπαθιά, στολές Μακεδονομάχων, γυναικείες ενδυμασίες της εποχής, βιβλία, φωτογραφίες παλικαριών που έδρασαν σε εκείνα τα μέρη, φωτοτυπίες από τις τότε εφημερίδες που αναφέρονται στον Π.Μ.,κ.α.

 

       Σε απόσταση 400 μ. ανηφορικού δρόμου από το σπίτι, υπάρχει ένα εκκλησάκι, μέσα στο οποίο βρίσκεται το κενοτάφιο του Παύλου Μελά. Σύμφωνα με μία μαρμάρινη επιγραφή, γραμμένη με βυζαντινά κεφαλαία γράμματα, του έγινε  «Ανασκευή, άμα τω πέρατι μάχης Βιτσίου, μερίμνη Βασιλικού Στρατού, επί διοικήσεως στρατηγού Μανιδάκη Στυλιανού». Μέσα στο εκκλησάκι βρίσκεται το κενοτάφιο, η πλάκα του οποίου γράφει «Ενθάδε ετάφη Παύλος Μελάς, Μακεδονομάχος ».

       Και εμείς δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε τι θα έλεγε ο ίδιος σήμερα, αν ζούσε, βλέποντας την σημερινή κατάσταση, όπου  ξεπουλιέται το όνομα (και μαζί με αυτό, το έδαφος) της μίας και μόνης ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, το οποίο αυτός και χιλιάδες ψυχωμένα παλικάρια πότισαν με το αίμα τους, πολεμώντας ΚΑΙ ενάντια στους Γυφτοσκοπιανούς, που την διεκδικούν σήμερα.