Με τα μάτια στραμμένα στο αύριο – Οδοιπορικό στην Ομογένεια της Αυστραλίας

 

Ο αείμνηστος Χρήστος Μουρίκης

Ο αείμνηστος Χρήστος Μουρίκης

10 Dec 2012

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΟΥΡΙΚΗ

Η επέτειος της ίδρυσης της Κοινότητας περνούσε, μέχρι σήμερα, απαρατήρητη· Όχι μόνον δεν γιορτάστηκαν τα 25, τα 50, ή τα 75 χρόνια της, όπως συνηθίζεται με διάφορους οργανισμούς, αλλά ούτε ένα σημείωμα δεν γράφτηκε ποτέ για τους ιδρυτές, την ιστορία και την πορεία της. Χανόταν, έτσι και η ευκαιρία προβολής της αλλά και κριτικής θεώρησης του έργου της. Η απόφαση για τον γιορτασμό των ογδοντάχρονων έχει ακριβώς αυτό το στόχο. Να προβληθεί ή Κοινότητα. Να έρθει στην επιφάνεια η ιστορία της. Να υπομνησθεί το έργο της. Να μνημονευθούν οι ιδρυτές της. Και, ακόμα, να ειπωθούν λίγα λόγια για το σήμερα και το αύριο του οργανισμού μας. Αυτό το στόχο επιδιώκει και η έκδοση του Λευκώματος. Σε αυτό συμπεριλάβαμε στοιχεία και ημερομηνίες από τα πρακτικά των συνεδριάσεων των Διοικητικών Συμβουλίων από τις 22 Αυγούστου 1897 μέχρι σήμερα, καθώς και πληροφορίες που συγκεντρώσαμε από εφημερίδες και βιβλία της εποχής, όπως και από αφηγήσεις 15—20 συμπαροίκων, παιδιά οι περισσότεροι των πρωτοπόρων Ελλήνων μεταναστών, που ίδρυσαν την Κοινότητά μας, στα τέλη του περασμένου αιώνα. Σημειώνουμε ότι πρόκειται απλώς για ένα Λεύκωμα και όχι βιβλίο και, μάλιστα, ιστορία. Ομολογούμε ότι θεωρούμε τους εαυτούς μας αναρμόδιους για κάτι τέτοιο. Αυτό το καθήκον ας μείνει στους ειδικούς. Και υπάρχουν τέτοιοι στη δική μας και τις άλλες παροικίες. Ευχόμαστε, μάλιστα, το Λεύκωμά μας να κινήσει τη διάθεση, να ερεθίσει τους νέους επιστήμονες μας, τους διανοούμενους, όσους ασχολούνται και αγαπούν την έρευνα, να εργασθούν, για τη συγκέντρωση του υλικού που υπάρχει και να γράψουν την Ιστορία των Κοινοτήτων και των παροικιών μας. Γρήγορα, όμως, γιατί οι γραπτές μαρτυρίες είναι λίγες και ο χρόνος λιγοστεύει διαρκώς γι’ αυτούς που έζησαν τα γεγονότα και έχουν κάτι να αφηγηθούν…

***

Πότε ήρθε o πρώτος Έλληνας στην Αυστραλία; Στο ερώτημα αυτό δεν έχει δοθεί ακόμα θετική απάντηση, γιατί κανείς δεν έχει ασχοληθεί συστηματικά μ’ αυτό το θέμα. Σκόρπιες πληροφορίες, πάντως, αναφέρουν ότι Έλληνες υπήρχαν εδώ πριν από το 1821. Μια εφημερίδα του Σίδνεϊ, παραπονιόταν το 1818 ότι «δεν μπορεί κανείς ν’ αφήσει τα παιδιά του έξω μόλις νυχτώσει, από τα καθάρματα τους κατάδικους, Ιρλανδούς, Άγγλους, Έλληνες». Υπήρχαν, λοιπόν, Έλληνες κατάδικοι το 1818 στο Σίδνεϊ; Αν αυτό είναι σωστό τότε —υποθέτουμε— θα πρόκειται για Επτανησιώτες αφού τα Επτάνησα ήταν αγγλοκρατούμενα. Εκείνη την εποχή, αλλά και αργότερα, μέχρι τα 1830—1840, οι Κεφαλλονίτες, οι Λευκαδίτες και οι Ζακυνθινοί ξεσηκώνονταν διαρκώς εναντίον των Άγγλων. Η μία εξέγερση διαδεχόταν την άλλη και οι Άγγλοι εξόριζαν τους «τρομοκράτες» όσο πιο μακριά μπορούσαν. Αλλού πάλι, σημειώνεται ότι το 1830 δούλευαν Έλληνες στα αμπέλια μιας ισχυρής οικογένειας —των MacArthur— στο Camden της Νέας Νότιας Ουαλίας. Μερικά χρόνια μετά, αναφέρεται το όνομα ενός Ιθακήσιου του Ανδρέα Λεκατσά, ναύτη σε αγγλικό πλοίο, που έμεινε εδώ το 1850 για να βρει χρυσάφι. Οι φήμες λένε ότι ο Θιακός χρυσοθήρας ελαβε μέρος και στην εξέγερση του Eureka (1854) και ότι, γύρω στα 1870 επέστρεψε στο νησί του, μίλησε στους συγγενείς του και έστειλε πολλούς σ’ αυτή τη χώρα, που την παρουσίασε ως παράδεισο. Ναύτης σε αγγλικό πλοίο ήταν και ο Κωνσταντής Αργυρόπουλος που ήρθε το 1854, από την Σίκινο, παντρεύτηκε Αυστραλή, απέκτησε τρεις γιους και ήταν από τους πρώτους κατοίκους της κωμόπολης Parkes της Ν.Ν.Ουαλίας. (Οι πληροφορίες αυτές περιέχονται στο πρώτο ελληνικό βιβλίο «Η ζωή εν Αυστραλία» των Κ. και Ε. Ανδρόνικου, που κυκλοφόρησε το 1916 στο Σίδνεϊ με πολύτιμα στοιχεία για τους Έλληνες της Αυστραλίας). Ένας άλλος Θιακός, ο Γεώργιος Μορφέσης, αναφέρεται ως ένας από τους πρώτους Έλληνες που ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Μελβούρνη το 1849. (Ένας Μορφέσης Κωνσταντίνος, υπάρχει στα πρακτικά της Κοινότητας, ως συνδρομητής της, το 1897). Είναι γενικά παραδεκτό, τέλος, ότι οι πρώτοι Έλληνες της Αυστραλίας ήταν -οι πιο πολλοί-ναυτικοί, μέλη πληρωμάτων ξένων πλοίων, που ξεμπάρκαραν λαθραία εδώ και ρίχνονταν στο κυνήγι της τύχης. Η ανακάλυψη χρυσού, την ίδια εποχή, στο Μπάλλαρατ, το Μπέντιγκο και άλλες περιοχές της Αυστραλίας τραβούσε σαν μαγνήτης τους πιο ριψοκίνδυνους, που έρχονταν από κάθε γωνιά της γης. Η κανονική μετανάστευση πάντως, έστω και με αργό ρυθμό, άρχισε γύρω στα 1870 με το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ.

***

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της πρώτης γενικής απογραφής του αυστραλιανού πληθυσμού στις 5 Απριλίου 1891, οι Έλληνες της Αυστραλίας ήταν 482. Ο ολικός πληθυσμός της χώρας ήταν 3.174.392. Στη Βικτώρια ζούσαν 1.140.653, ενώ ο πληθυσμός της Μελβούρνης έφθανε στις 490.000. Ξεχωριστά στοιχεία για τους Έλληνες κάθε Πολιτείας και πόλης δεν υπάρχουν. Υπολογίζεται όμως ότι οι Έλληνες της Μελβούρνης θα ήταν γύρω στα 200 άτομα και στη συντριπτική πλειοψηφία τους προέρχονταν από τα νησιά Θιάκι, Καστελλόριζο, Κύθηρα και Σάμο. (Όπως έχει γράψει ο καθηγητής Τσαρλς Πράις, στο βιβλίο του «Νοτιοευρωπαίοι στην Αυστραλία», το 40% των Ελλήνων που έρχονταν εδώ μέχρι το 1940 ήταν από τα νησιά Καστελλόριζο, Ιθάκη και Κύθηρα). Ο προφορικός λόγος περισσότερο από τον γραπτό έφερε μέχρι τις μέρες μας ζωντανεμένες τις πίκρες, τα βάσανα και τη σκληρή ζωή των πρώτων μεταναστών. Φτωχά χωριατόπουλα, «τέκνα της ανάγκης» όπως όλοι οι μετανάστες, χωρίς ούτε στοιχειώδη εκπαίδευση, εγκατέλειπαν τα έρημα ακρογιάλια των νησιών, τα άσπλαχνα βουνά και το ανοργάνωτο ακόμα ελληνικό Κράτος και μπάρκαραν για την άλλη άκρη της γης. Και εδώ τους περίμενε η μισοξενία, η προκατάληψη, η κακία, πολλές φορές, των «ντόπιων». Η τσουχτερή ειρωνεία για τη γλώσσα, το φαγητό, το χρώμα των μαλλιών τους… Η μοναξιά, η απελπιστική μοναξιά, που σε κάνει να νοιώθεις σαν σε φυλακή… Πρωταρχικό καθήκον και φροντίδα, φυσικά, είναι να επιβιώσεις. Να βρεις δουλειά, στέγη, μια δέση κάτω από τον ήλιο. Πολλοί πέθαναν χωρίς κανέναν κοντά τους. Οι περισσότεροι άντεξαν. Το ρωμαίικο φιλότιμο και πείσμα νικούσε και το αφιλόξενο περιβάλλον και τη σκληρή δουλειά. Ώρες ατέλειωτες, στις μεταφορές και τις κουζίνες των εστιατορίων… Και μέσα από τα φις εντ τσιπς, τα μιλκ μπαρ, τα μανάβικα, ξεπρόβαλαν οι πρώτοι ελληνικοί πυρήνες, που σιγά-σιγά διευρύνονταν. Άρχισαν τότε οι προσκλήσεις συγγενών και φίλων, από την πατρίδα. Από κοντά ήρθαν και οι νύφες. Σχηματιζόταν ολοένα η ελληνική παροικία, πού όσο μεγάλωνε τόσο γίνονταν και πιο αισθητές οι ανάγκες της. Πρώτο ήταν το πρόβλημα της συναναστροφής και της ψυχαγωγίας. Η λύση του θα έσπαζε τη μονοτονία της ζωής τους. Παράλληλα, τους απασχολούσε η διατήρηση των εθίμων, της εθνικής τους συνείδησης της ελληνικότητάς τους. Σοβαρό πρόβλημα ήταν και η έλλειψη ιερέα για τις θρησκευτικές τους ανάγκες. Αυτό τους απασχόλησε από το 1895, οπότε έγραψαν στον πατριάρχη Ιεροσολύμων, Γεράσιμο, να τους στείλει παπά, εμβάζοντας και 35 λίρες για τα ναύλα του. Ο πατριάρχης ούτε τους απάντησε. Έτσι κρατούσαν τα παιδιά τους αβάπτιστα, ενώ για τις κηδείες κατέφευγαν στους αγγλικανούς κληρικούς. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, που η αναφορά σε οτιδήποτε το ελληνικό, το εθνικό και την εκκλησία, φλόγιζε τα στήθη, έδινε κουράγιο και όπλιζε με εμπιστοσύνη, βάλθηκαν να ιδρύσουν Κοινότητα και εκκλησία και να φέρουν ιερέα. Μ’ αυτό τον τρόπο θα αποκτούσαν οντότητα, θα συγκεντρώνονταν, θα δημιουργούσαν ευκαιρίες συναναστροφής, ψυχαγωγίας και πολιτιστικής κίνησης, που θα αλάφραινε τον πόνο της ξενιτιάς. Μαζί θα δινόταν και μια απάντηση σ’ αυτούς που καλλιεργούσαν τις προκαταλήψεις που εφάρμοζαν τον παραγκωνισμό, σ’ αυτούς πού έβλεπαν τον «ξένο» με μισό μάτι. Ο Έλληνας μετανάστης θα έδειχνε ότι δεν υποτασσόταν στις αντιξοότητες, ότι και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες μπορούσε να σταθεί στα πόδια του.

***

Τα θεμέλια για την ίδρυση Κοινότητας τέθηκαν από το 1895, που οι λίγοι πρωτοπόροι, ζήτησαν για πρώτη φορά ιερέα από τα Ιεροσόλυμα, αλλά η αποφασιστική στιγμή ήρθε στις 22 Αυγούστου 1897, όταν χωρίς ακόμα να έχουν ιερέα νοίκιασαν ένα μικρό χολ και το μετέτρεψαν σε εκκλησία. Την ίδια μέρα έγινε η πρώτη συνέλευση. Η νεαρή οργάνωση ονομάστηκε «Κοινότητα» και ορίσθηκε η πρώτη διοίκηση από τους Αλέξανδρο Μανιάκη, Αντώνη Ι. Λεκατσά και Γρηγόριο Ματορίκο. Οι τρεις αυτοί ήταν ουσιαστικά οι ιδρυτές της Κοινότητας και αυτοί διενήργησαν την αγορά του οικοπέδου και την ανέγερση σ’ αυτό της πρώτης μας εκκλησίας, του Ευαγγελισμού. Η απόφαση για την αγορά του οικοπέδου πάρθηκε στη Γενική Συνέλευση της 11ης Σεπτεμβρίου 1898 που έγινε στο κελί της πρόχειρης εκκλησίας που είχε η Κοινότητα, στο Gipps Street (δίπλα στη σημερινή Βουλή της Βικτωρίας). Το οικόπεδο αγοράστηκε τον Ιούλιο του 1899 και στο τέλος του χρόνου (6 Δεκεμβρίου) τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του Ευαγγελισμού. Στις 31 Αυγούστου 1902 ψηφίστηκε το πρώτο Καταστατικό και αμέσως μετά η Κοινότητα αναγνωρίστηκε επίσημα ως «Community». Κλυδωνίστηκε, είναι αλήθεια, πολλές φορές, αυτό το σκάφος και κάποτε κινδύνεψε σε πελάγη διαφωνιών, συγκρούσεων και διαπληκτισμών —και όχι λίγες φορές σύρθηκε στις αίθουσες των δικαστηρίων— αλλά τελικά άντεξε και προχώρησε.

***

«Κοινότητα» ονόμασαν την οργάνωσή τους οι ιδρυτές της από την πρώτη στιγμή. Το χειρόγραφο Πρακτικό που συνέταξαν στην πρώτη γενική τους συνέλευση (στις 22 Αυγούστου 1897) αρχίζει με τις λέξεις: «Η Ελληνική Ορθόδοξος Κοινότης…». Και η επιστολή που έστειλαν στα Ιεροσόλυμα στις 8 Μαρτίου 1898, ζητώντας πάλι ιερέα, αρχίζει ως εξής: «Εμείς, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Μελβούρνης…». Δεν μπορεί να υπάρξει, δηλαδή, αντίρρηση, ότι «Κοινότητα» είχαν στο νου τους και Κοινότητα ίδρυσαν οι Έλληνες του 1897. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1968, ένας Έλληνας κληρικός, ο μητροπολίτης Ιάκωβος, που είχε σταλεί στην Αυστραλία ως Έξαρχος από το Πατριαρχείο, για να μελετήσει την εδώ εκκλησιαστική κατάσταση, έθετε ως εξής το θέμα της ίδρυσης των πρώτων Κοινοτήτων στην Αυστραλία: «Χάριν της Ιστορίας και προς πληρεστέραν κατανόησιν της σημερινής καταστάσεως», έγραφε σε βιβλίο του, «θα πρέπει να εξετασθή η προέλευσις και η βαθύτερα έννοια του όρου ‘Κοινότης’ όπως την χρησιμοποίησαν οι πρώτοι εκεί Έλληνες. Και συγκεκριμένως τίθεται το ερώτημα: Τι είχαν υπ’ όψιν των οι Έλληνες όταν ίδρυσαν τας πρώτας Κοινότητας της Αυστραλίας;». («Αυστραλία 1969, Από τη ζωή και τα προβλήματα του εκεί Ελληνισμού», Αθήναι, 1970). Ο ίδιος ο Ιάκωβος, δεν διστάζει να δώσει την απάντηση: «Οπωσδήποτε και αν ερμηνευθή ο όρος «Κοινότης» μελετώντες τα αρχεία της εποχής και τας μετέπειτα εξελίξεις, διαπιστώνομεν την ανάπτυξιν Κοινοτικής συνειδήσεως. Η συνείδησις αύτη ως συντονισμένη οργάνωσις και κοινή ευθύνη, συνέσφιξε τον Ελληνισμόν, τα πρώτα έτη της μοναξιάς και των απογοητεύσεων και εβοήθησε τα άτομα να προοδεύσουν και το σύνολον να παραμείνη «ενιαίον». Οι ίδιοι οι κοινοτικοί, ωστόσο, έδωσαν τη δική τους συγκεκριμένη έννοια στον όρο «Κοινότης» και τη συνόψισε επιγραμματικά ο Αριστοτέλης Παπαλεξάνδρου, (Γεν. Γραμματέας της Κοινότητας) σε ομιλία του στις 22 Φεβρουαρίου 1921 στη Λέσχη του Πανελληνίου Συλλόγου «Ορφέας» της Μελβούρνης: «Θέλομεν να κάνωμεν ίσχυράν Κοινότητα, να προοδεύσωμεν και να φανώμεν και εις τους ξένους ότι κάτι είμαστε. Να έχωμεν Ελληνικήν σχολήν, λέσχην, να συνδράμωμεν εθνικούς σκοπούς, να βοηθούμε τους πτωχούς, να εορτάζωμεν την εθνικήν επέτειο, να έχωμεν βιβλιοθήκην, να κάνωμεν διαλέξεις και εκπολιτιστικήν δράσιν…» Ακόμα και αυτοί πού θα το ήθελαν, δεν θα μπορούσαν ν’ αμφισβητήσουν το τι είχαν στο νου τους οι Έλληνες της Αυστραλίας όταν ίδρυαν τις Κοινότητες…

***

Δεν θα επιμείνουμε σε ύμνους για τους ιδρυτές της Κοινότητάς μας. Το έργο που άφησαν πίσω τους είναι μεγαλύτερο και καλύτερο απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να πούμε εμείς γι’ αυτούς. Θα ήταν όμως παράλειψη να μην τονίσουμε το φλογερό πατριωτισμό τους, την αγάπη τους για την Ελλάδα, την πίστη και την αφοσίωσή τους σε οτιδήποτε το ελληνικό: γλώσσα, θρησκεία, ήθη, έθιμα. Την πατρίδα είχαν πάντα στο νου και την καρδιά τους. Όσες δυσκολίες κι αν συνάντησαν εδώ ή όσες επιτυχίες και να σημείωσαν, ποτέ δεν ξεχνούσαν το σημείο εκκίνησης: την Ελλάδα. Στις ώρες της σκληρής δουλειάς τους και τις ώρες της ατέλειωτης μοναξιάς η σκέψη τους έτρεχε εκεί «που πεθυμά και θέλει… Πολλοί από τους πρωτοπόρους μας είχαν, πιθανόν, γνωριστεί με ήρωες του ‘21, όπως αναφέρει στο ίδιο βιβλίο του ο Ιάκωβος και διατηρούσαν ζωηρή ανάμνηση της ζωής τους στην πατρίδα. Όλοι τους, άλλωστε, ήταν ευσεβείς, τίμιοι, ευγενείς, ζούσαν αδελφικά μεταξύ τους και αλληλοβοηθούνταν. Χαρακτηριστικό της αγάπης τους για την Ελλάδα, είναι και το γεγονός ότι στους Βαλκανικούς Πολέμους συγκέντρωσαν και έστειλαν χιλιάδες λίρες στην αγωνιζόμενη πατρίδα. Μόνο η δική μας Κοινότητα συγκέντρωσε και έστειλε πάνω από 3.000 λίρες, ποσό σημαντικό για εκείνη την εποχή, που οι Έλληνες της Μελβούρνης δεν ξεπερνούσαν τους 500—600. Το πατριωτικό συναίσθημα ήταν, επομένως, ένας ά«ό τους αποφασιστικότερους παράγοντες που ώθησαν στη δημιουργία «Ελληνικής Κοινότητας». Με την ίδρυσή της οι πρωτοπόροι μας θέλησαν, ως οργανωμένο σύνολο πλέον, να γίνουν η προθήκη της πατρίδας σ’’ αυτή τη γωνιά της γης —που βρέθηκαν— και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι τρεις πρώτοι πρόεδροι της Κοινότητάς μας, Μανιάκης, Α. Ι. Λεκατσάς και Κυριακόπουλος, έγιναν πρόξενοι της Ελλάδος σ’ αυτή την πόλη. Όπως δεν είναι τυχαίο το ότι στη Γενική Συνέλευση της Κοινότητας, στις 11 Σεπτεμβρίου 1898, που ελήφθη απόφαση για την αγορά οικοπέδου γι’ ανέγερση εκκλησίας, ψηφίσθηκε, ομόφωνα ότι: «Α ν τούτο επιτευχθή και κτισθή εκκλησία αυτή θα τεθή υπό την προστασίαν της Ελευθέρας γωνίας του Ελληνικού Γένους». Αυτές οι λίγες λέγεις εκφράζουν ίσως, καλύτερα από οτιδήποτε άλλο το μεγαλείο εκείνων που θεμελίωσαν την παρουσία μας σ’ αυτή την πόλη και θα μένουν για πάντα να θυμίζουν σ’ εμάς και τους μεταγενέστερους, τις δικές μας ευθύνες και καθήκοντα.

***

Μα η υποχρέωσή μας δεν σταματά ή δεν πρέπει να σταματά εδώ. Οι πρωτοπόροι συμπατριώτες μας έκαναν ό,τι μπόρεσαν παρά τις αντίξοες συνθήκες της εποχής τους. Και ό,τι έκαναν το έκαναν μόνοι τους. Αυτοί πλήρωσαν για την ανέγερση εκκλησίας, αυτοί πλήρωσαν για να έχουν ιερέα, αυτοί πλήρωσαν για όλα. Δηλαδή, αγωνίσθηκαν και υποβλήθηκαν σε θυσίες, για να μπορέσουν να διατηρήσουν τις παραδόσεις μας, να διατηρήσουν αμόλυντη την αγάπη τους για κάθε τι το ελληνικό, να μείνουν οι αγνοί και τίμιοι εκπρόσωποι της φυλής μας σ’ αυτή τη χώρα. Όσο μακριά ήταν ή Αυστραλία τόσο πιο κοντά ένοιωθαν την Ελλάδα, αφού και τον Ευαγγελισμό σ’ αυτήν τον αφιέρωσαν. Τόσο κοντά ήταν η σκέψη και η καρδιά τους, στα μνήματα που άφησαν πίσω τους. Υποχρέωσή μας, λοιπόν, είναι να πούμε ότι, ενώ οι πρώτοι συμπατριώτες μας σ’ αυτή τη χώρα —και οι κατοπινοί— αγωνίσθηκαν για να μείνουν Έλληνες και να συμπεριφέρονται ως τέτοιοι, το ελληνικό κράτος πάντα τους αγνόησε. Όσο κι αν ψάξει κανείς ατό παρελθόν αποκλείεται να βρει έστω και μια περίπτωση που το ελληνικό κράτος να έκανε κάτι, να έδειξε έστω και το παραμικρό ενδιαφέρον. Πικρή απογοήτευση φέρνει ακόμα και απλή αναφορά σ’ αυτό το θέμα. Πολύ περισσότερο μάλιστα, που σε μια κρίσιμη περίοδο, η επίσημη Ελλάδα έδειξε φανερή έχθρα για τον Κοινοτικό Θεσμό και συμμάχησε με εκείνους πού επιδίωξαν την καταστροφή του. Σαν να μην έφθαναν οι αφομοιωτικές πιέσεις των ντόπιων, ο Έλληνας αντιμετώπισε και την ψυχρότητα, την αδιαφορία, την εγκατάλειψη και την πολεμική ακόμη του ελληνικού κράτους. Οι Κοινότητές μας αντί να έχουν την ηθική, έστω, υποστήριξη της Ελλάδας, για να μείνουν κιβωτός του Ελληνισμού, βρέθηκαν μεταξύ δυο ή και περισσοτέρων πυρών. Το ότι άντεξαν, βέβαια, αποτελεί άλλον έναν τίτλο τιμής γι’ αυτούς που τις στήριξαν: τους απλούς Έλληνες μετανάστες. Ενθαρρυντικό είναι, ασφαλώς ότι τα τελευταία 2-3 χρόνια η ελληνική κυβέρνηση επιδεικνύει μία διάθεση για βελτίωση της κατάστασης, γεγονός που γίνεται δεκτό με πολλές ελπίδες από όλους τους ομογενείς.

***

Η Μελβούρνη θεωρείται ότι έχει σήμερα το μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων μετά την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Με τους 150.000 Έλληνες που υπολογίζεται ότι έχει, διεκδικεί τη θέση ενός από τα σοβαρότερα κέντρα του απόδημου Ελληνισμού. Αντί για μία, όμως και «ισχυράν Κοινότητα», έχει, στα χαρτιά έστω, 22 Κοινότητες και Ενορίες, δημιουργήματα της ανώμαλης κατάστασης που προκλήθηκε από την επιμονή του Οικουμενικού Πατριαρχείου να εφαρμόσει και στην Αυστραλία το περιβόητο «σύστημα Αμερικής». Η δημιουργία τόσων πολλών Κοινοτήτων αποδιοργάνωσε και αποδυνάμωσε τον ελληνισμό και του στέρησε την «ισχυράν Κοινότητα» που είχε ανάγκη και που θα μπορούσε να προωθήσει τα πάμπολλα ιδιαίτερα προβλήματα που έχει ως μεταναστευτική μειονότητα. Ακόμα μπορεί να προστεθεί ότι η, διαγραφόμενη τώρα, διάθεση του εκκλησιαστικού παράγοντα, να μετατρέψει όσες από τις μικρές Κοινότητες επηρεάζει, σε «ενορίες», ενδέχεται να σημάνει περαιτέρω αποδιοργάνωση και αποδυνάμωση… Αλλά, όπως έγραψε στις αρχές της τελευταίας κοινοτικο—εκκλησιαστικής διαμάχης, ο Αλέκος Γρίβας, «χρειαζόμαστε ισχυρές Κοινότητες, όχι ενορίες και εξωκκλήσια». Κοινότητες μαζικές, ανοιχτές σε όλους, με αναγνωρισμένο και δημοκρατικό Καταστατικό. Κοινότητες ανεξάρτητες, ικανές να προβάλουν αιτήματα και να διεκδικήσουν λύσεις στα προβλήματα που συσσωρεύονται καθημερινά. Κοινότητες πού θα έχουν την ικανότητα να παίξουν στα σοβαρά το διεκδικητικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και πολιτικό ρόλο τους και να αποτελούν ασπίδα κατά των αφομοιωτικών ρευμάτων. Στο μεταξύ εμείς, με την ευκαιρία της έκδοσης αυτού του Λευκώματος, κρίνουμε σωστό να τοποθετηθούμε για μια άλλη φορά δημόσια, απέναντι στα προβλήματα της Κοινότητάς μας και να επαναλάβουμε αυτό που τονίσαμε και σ’ άλλες περιπτώσεις τους τελευταίους μήνες: Στόχος μας είναι να οικοδομήσουμε μια τέτοια Κοινότητα, ζωντανή, μαζική, γνήσια αντιπροσωπευτική, μ’ ανοιχτές τις πόρτες σε όλους τους Έλληνες. Μια Κοινότητα ικανή να έχει λόγο για τη ζωή και τα προβλήματα των μεταναστών, ικανή να διαδραματίζει θετικό ρόλο, σε όλα τα θέματα, που μας αφορούν ως ομογένεια.. Αλλά για να είναι πραγματικά σε θέση να παρεμβαίνει αποτελεσματικά, χρειάζεται —το επαναλαμβάνουμε— να φαίνεται αλλά και να είναι αντιπροσωπευτική. Να μη δίνει δηλαδή την εντύπωση Κοινότητας μιας μόνο μερίδας του ελληνισμού, αλλά σε κάθε περίπτωση να φαίνεται αυτό που ουσιαστικά πρέπει να είναι: Κοινότητα του συνόλου. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους θα επιμείνουμε στην υπόσχεση να ανοίξουμε διάπλατα τις πόρτες της Κοινότητας σε κάθε συμπάροικο που θέλει να γίνει μέλος. Θα επιμείνουμε στη γραμμή που χαράξαμε: Να είναι η Κοινότητα πραγματικά αδέσμευτη και ανεξάρτητη, πράγμα που θα της επιτρέψει να είναι πιο αποτελεσματική σε κάθε παρέμβασή της. Η παροικία μας, πιστεύουμε, έχει ανάγκη και τελικά θα υποστηρίξει μια οργάνωση που θα είναι το κέντρο κάθε Έλληνα.

***

Γιορτάζουμε τα 80 χρόνια της Κοινότητάς μας, με τα μάτια στραμμένα στο Αύριο. Αναζητούμε σε όλους αυτά που μας ενώνουν για να βρεθούμε σε θέση να δημιουργήσουμε μια καινούργια προοπτική για την παροικία μας, τους εαυτούς μας, το σύνολο του ελληνισμού. Απλώνουμε το χέρι προς κάθε κατεύθυνση με το μήνυμα: «Είναι κοινή η ευθύνη. Ας βρούμε κοινή γλώσσα να διαμορφώσουμε κάτι καλύτερο». Χαράζοντας αυτή την πολιτική και εφαρμόζοντας τη πιστά, θεωρούμε ότι τιμάμε με τον καλύτερο τρόπο τα ογδοντάχρονα της Κοινότητάς μας και την Μνήμη των Ιδρυτών της. *Το κείμενο γράφτηκε τον Αύγουστο του 1977 όταν πρόεδρος της Κοινότητας ήταν ο Χρήστος Α. Μουρίκης

Δημοσιεύθηκε στις 10 Δεκεμβρίου στο Neoskosmos.com