Ωδή σε ένα Ευχαριστώ ΙΧ.

124 Ὀμορφιὰ ποὺ ποθεῖ τὴν συγκίνηση τῶν συναισθημάτων μου

ὁ λόγος σου Κύριε, εἴθε οἱ ὕβρεις μου μὲ τὴν ματαιοδοξία τους,

νὰ μὴν μὲ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν σκοπιμότητα τῶν λόγων σου, Κύριε.

 

125 Καὶ τὰ δάκρυα τῶν Ἑλλήνων ἀγάπησαν τὸ μόνο ἔθνος

τῆς ἀγάπης σου Κύριε, συνόρευσαν τὰ δάκρυά τους,

μὲ τὰ ὑγρὰ σύνορα τῶν δακρύων, αὐτὰ τοῦ ἐλέους σου, Κύριε.

 

126 καὶ ὁ Κύριος ἐκοιμηθεῖ διὰ νὰ δεῖ

ποιοὶ παραμένουν εὐγνώμονες φύλακες τοῦ χρέους,

καὶ ξυπνώντας, τοῦ ζήτησαν τὰ ἴδια τὰ δάκρυά του,

νὰ μὴν ὀνομάσει μάταιες τὶς φροντίδες του.

 

127 Γεννήτωρ τῆς Ἀληθείας,

δωροθέτη τοῦ ἠθοθεικοῦ λόγου

οἱ λογοάγγελοί σου στὰ χείλη μου

προστασία προσπαθοῦν νὰ βροῦν.

 

Τὰ ὑβρεοκαυχήματα τῆς ἀνθρώπινης λαλιᾶς,

θεωροῦν τὰ χείλη τῶν ἀνθρώπων,

στηρίγματα στὶς φιλοδοξίες τους,Κύριε.

 

128 Στὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ εἰκονίζεται ἡ ἀγάπη, τὸ σοφὸ

αὐτὸ συναίσθημα ποὺ τὴν λανθασμένη συμπεριφορὰ

ποῦ βιώνει, ἡ στοργὴ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων,

μὲ τὰ μάτια τῆς ἀρετῆς της, συχνὰ συναντᾶ.

 

129 Μὰ οἱ ἄνθρωποι ἐπιπόλαιοι γιὰ ἀκόμη μία φορά,

πάνω στὶς ἀντιλήψεις περὶ γνώσεως τῆς ἀρετῆς,

ἀποφάσισαν πὼς μόνοι τους, δίχως νὰ σὲ εὐγνωμονοῦν

σωστὰ μποροῦσαν νὰ ζήσουν, μὲ εὐπρέπεια

μέσα στὴν ἱερὴ ζωὴ τῆς ἀγάπης.

 

Τὸ νὰ μὴν γνωρίζουμε σὲ ποιὸν ἀνήκει ἡ ἀγάπη,

καὶ γιατί ὑπάρχει ἡ ἀγάπη, εἶναι ἰσάξιο

μὲ τὸ νὰ ἀρνούμαστε στὴν ἐπιθυμία τῆς ἀγάπης,

νὰ προστατεύει τὴν ἀξία τῆς ἴδιας της ἀγάπης, τὸν ἄνθρωπο, Κύριε.

 

130 Καὶ ὁ θάνατος μήτε τὸν ἄνθρωπο, μήτε τὸ Θεῖον πρόδωσε

ὑπηρέτησε τὶς ὑποσχέσεις ἀπὸ τὸ μέλλον μας,

ποῦ τὶς προστατεύει ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ.

 

131 Καὶ κεῖνο ποὺ πέθαινε, παραπονέθηκε γιὰ τὸ τέλος του,

καὶ ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ τὴν γαλήνη, τὴν ψυχὴ τῆς σοφίας του,

τοῦ’δεῖξε τὴν συνέχεια τῆς ἀτελείωτης ὕπαρξής του.

 

132 καὶ οἱ 7 ἄγγελοι σιώπησαν

καὶ οἱ συμφορὲς ἀπέφευγαν πιὰ τὶς πράξεις τους

 

 

καὶ ἡ ζωὴ γεννοῦσε ζωὴ

καὶ ἔβλεπες μέσα στὴν ζωή, καινούρια ζωὴ

καὶ μέσα σ’αὐτὲς καινούριες ζωές,

ἀρεστὲς ἐπαναλήψεις μονάχα ζωῶν.

 

133 καὶ τὸ ἄπειρον θὰ δείξει

τὶς πραγματικὰ πεπερασμένες τοῦ μορφές,

καὶ αὐτές,Θεῖες κτίσεις, ὁμόφωνα θὰ ὀνομασθοῦν

 

134 Βασιλεῖς καὶ πολιτεύματα λάτρεψαν

τὴν σήψη τῶν μέτριων ἰδεῶν τους

καὶ τότε οἱ θεῖοι λόγοι προστάτεψαν τὴν ζωή, γιατί ἡ ζωὴ

εἶναι τὸ πολίτευμα ποὺ ἀναβιώνει τὸν σεβασμὸ στὸ ἦθος

 

135 Δύο ὁσιομάρτυρες παρέστησαν στὸ θαῦμα ποὺ ἀγαπήθηκε

ἀπὸ ἐμέ,τῆς ζωῆς μου, τὸ σῶμα μου καὶ ἡ ψυχή μου.

Μὰ ἕνας ὁ φύλακάς μου, πού μου ἀφαιροῦσε προσεχτικὰ

τὴν ἀγάπη μου γιὰ τὴν ὕλη καὶ μοῦ ὑποδείκνυε,

ποῦ ἔπρεπε νὰ δείχνω ἀγάπη,ὁ Κύριος ὁ Θεός μου.

 

136 Οἱ ἴδιοι οἱ οὐρανοί, διάκονοι τῆς ὕπαρξης τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ,

γιατί ὁ Ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς βρίσκονται

πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῆς ἀντίληψης

ποῦ ὁρίζει τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ἐξουσία στὸ κάθε τί.