ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Τόσες δεκαετίες πίσω…

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας.

-Που είσαι ρε φίλε, σ΄έχασα! Να ξέρεις σε διαβάζω κάθε μέρα!

-Ε, τότε πως με έχασες; καπάκι η εξυπναδίζουσα  απορία μου…

-Δεν έχασα εσένα, τη φωνή σου. Έχω πολύ καιρό να σ΄ακούσω στο τηλέφωνο…

Εκεί μας έφθασε η ζωή.  Από χρόνια τώρα ο παιδικός μου φίλος εγκαταστημένος στην ωραιότερη πόλη του κόσμου, το Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Παντρεύτηκε, πριν μεταναστεύσει,  απόκτησε παιδιά και εγγόνια. Μιά απλή ιστορία, όπως η ιστορία όλων των ομογενών. Δούλεψε, πρόκοψε, απολαμβάνει…

Ναι, αλλά το τίμημα είναι μεγάλο. Μακριά από την πατρίδα! Μακριά από τους παιδικούς φίλους, τους παιδικούς έρωτες, μακριά από τις ρίζες σου. Έτσι περίπου σκέφτεται κάθε ξενητεμένος.

Ε, σιγά, υπάρχουν και χειρότερα!.. Να χάνεσαι με τους φίλους σου μέσα στην ίδια σου την πατρίδα, μέσα στην ίδια πόλη όπου ζείτε!

Ο Γιώργος δεν ήταν ο μόνος φίλος από τα παλιά. Μια κουστωδία παιδιών είμαστε, γύρω στα 15-16!  Μαζί μεγαλώσαμε στο Μουσείο, στην καρδιά της Αθήνας. Εκεί μαζευόμαστε σχεδόν κάθε μέρα μετά το Γυμνάσιο ή μετά τις δουλειές τους κάποιοι, γιατί όλοι δεν είχαμε και την ίδια ηλικία!  (Τ’ ακούς;).

Είχαμε δημιουργήσει εκ των ένδων και μία ποδοσφαιρική ομάδα, τη “Νίκη Μουσείου”. Νίκη κατ΄ευφημισμό, δηλαδή, γιατί πολύ συχνά γνωρίζαμε την ήττα!  Αν κερδίζαμε, δηλαδή, και καμμιά φορά!!!

Χρόνια πολλά μαζί όλοι. Μια παρέα, διαφορετικά ενδιαφέροντα, από νωρίς άρχισαν οι διαρροές. Με τους περισσότερους, όμως, βρισκόμασταν μέχρι που μας διέλυσε ο στρατός. Ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί, ως πολίτες δεν ξαναβρεθήκαμε.

Κάποιοι φύγαμε στο εξωτερικό. Εγώ στην Αμερική, ο Γιώργος στην Αυστραλία. Κάποιοι άλλοι, όπως ο Μάκης και η Φιλιώ προτίμησαν την εσωτερική μετανάστευση. Παντρεύτηκαν και ζουν μόνιμα στην Κρήτη. Ο Κώστας στα Πατήσια. Μέχρις εκεί μπόρεσα να μάθω.

Μια μέρα, πάνε χρόνια τώρα, συνάντησα τυχαία σε μία Τράπεζα το Λεωνίδα. Τον “μεγάλο” της παρέας μια και τότε πήγαινε εκείνος Πανεπιστήμιο.

Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και μετά …ξαναχαθήκαμε!

-Χαθήκατε μωρέ, και ζείτε στην ίδια πόλη! Πρέπει να έρθω εγώ από την Αυστραλία να σας ενώσω πάλι!

Ναι, φίλε Γιώργο. Κι ας λέει η αγαπημένη σου γυναίκα, ότι μας …χρωστάει “μπουνιές” από το 1965! Τότε που δεν σηκώναμε μύγα στο σπαθί μας. Τότε που ο κόσμος ήταν όλος δικός μας γιατί δεν καταλαβαίναμε πόσο μεγάλος, πόσο σκληρός και πόσο απάνθρωπος είναι αυτός ο κόσμος! Μας έφτανε στο ρεφενέ να μαζεύαμε το τάληρο, να αγοράσουμε την πλαστική μπάλα.

Εκεί στην σκληρή, αλλά φιλόξενη άσφαλτο του προαύλειου χώρου του Μουσείου, στην Πατησίων, δεν μάθαμε μόνο να κλωτσάμε. Μάθαμε να φλερτάρουμε, να ερωτευόμαστε, να ζούμε… Μάθαμε το τσιγάρο, παλλικαριά το θεωρούσαμε, τρομάρα μας.  “Σπουδάσαμε” το μπιλιάρδο και το “ποδοσφαιράκι”. Αθώες παιδικές “ζαβολιές” που όμως σημάδεψαν τις ζωές μας και ας μην το έχουμε συνειδητοποιήσει.

Δεν καρποφόρησαν όλοι οι παιδικοί έρωτες. Δε κατακτήσαμε όλοι επαγγελματικές και κοινωνικές κορυφές στη ζωή μας.  Ίσως έτσι, όμως, να είναι καλύτερα!

Ποιός ξέρει πως θα ήμασταν σήμερα, αν δαφορετικά είχαν συμβεί, τότε τα πράγματα;

Αυτή είναι η ζωή. Ένα διαρκές κυνηγητό της καθημερινότητας. Μια χίμαιρα που όσο διαρκεί δεν την καταλαβαίνεις και όταν περάσει δεν κατάλαβες ότι την έζησες.

Όλοι χρωστάμε στο 1965, Έφη. Εσυ τα …λιγότερα! “Τιμωρήθηκες” ήδη αρκετά τόσα χρόνια με το Γιώργο δίπλα σου!..

Εγώ χρωστάω πολλά και στους δυό σας, που με ξαναγυρίσατε τόσες δεκαετίες πίσω!