ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Νύχτα κι αυτή!..

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

Να ΄ναι ξημερώματα, να νυστάζεις σαν βρυκόλακας που έχει να κοιμηθεί εκατό χρόνια, και ο σκύλος του γείτονα να αλυχτάει σαν δαιμονισμένος. Σκέφτεσαι: Σεισμός, θα γίνει, κλέφτης μπήκε, τι έγινε και γαβγίζει έτσι το μπασμένο;

Μέχρι να συνειδητοποιήσεις τι συμβαίνει, και δεύτερο και μετά ένα τρίτο σκυλί μπαίνουν στη …χορωδία και πια το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να σηκωθείς από το κρεβάτι αδιαφορώντας για το τι ώρα είναι!

Και σηκώνεσαι!

Βγαίνεις στο μπαλκόνι. Πάντα το μπαλκόνι ήταν κάτι σαν καταφυγή. Είτε για να καπνίσεις, είτε για να πάρεις λίγο αέρα είτε για να αποφύγεις, έστω και για λίγο, την …πενθερά σου!

Κοιτάζεις ψηλά. Ένα φωτεινό φεγγάρι, να το πιείς στο ποτήρι…

Το καλοκαιράκι καλά κρατεί ακόμα. Τη μέρα ζέστη, το βράδυ δροσιά. Νιώθεις να τουρτουρίζεις λίγο από το κρύο. Σαχάρα γίναμε, σκέφτεσαι. Τη μέρα σκας από τη ζέστη και το βράδυ κρυώνεις!.. Μπαίνεις μέσα. Πας κατά το ψυγείο. Κακή κίνηση, ιδιαίτερα εάν κάνεις δίαιτα. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια, σκέφτεσαι και βγάζεις το βούτυρο, τη μαρμελάδα και το ψωμί!

Του δίνεις και καταλαβαίνει.  Νιώθεις να έχει φουσκώσει το στομάχι σου. Πέτρα σου ΄κατσε το αφιλότιμο, έτσι για να σε εκδικηθεί!

Πατάς το κοντρόλ της τηλεόρασης. -Ας δούμε τι έχει, σκέφτεσαι. Βγαίνει μια ημίγυμνη κοπέλα που σου λέει πόσο ανυπόμονα σε περιμένει να της τηλεφωνήσεις! Καλά, δηλαδή, που δεν σε μαλώνει που δεν της έχεις μιλήσει ποτέ!  Όχι καλά, είπαμε, και οι εισαγγελείς άνθρωποι είναι πρέπει να κοιμούνται τα βράδια, TV θα βλέπουν;

Αλλάζεις κανάλι,  πέφτεις πάνω σε άλλη ημίγυμνη που δηλώνει …άγρια και τα κάνει όλα- τηλεφωνικώς! Όπως λέμε, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομος!

Κλείνεις την τηλεόραση και πας προς το κρεβάτι σου. Τα σκυλιά έξω εξακολουθούν να ερωτοτροπούν κι αυτά βουερά! Γαβ! Γάβ!  Σου ‘ρχεται τρέλα. Η γυναίκα σου ροχαλίζει του καλού καιρού. Που ν’΄ανάψεις φως. Κι αν ξυπνήσει; Περπατάς στα σκοτάδια. Νιάουρρρρ, Μόλις πάτησες τη γάτα!  -Μωρό μου, αναφωνεί μέσα από τον ύπνο της η συμβία. Όχι δεν απευθύνεται σε σένα, τη γάτα κανακεύει…

Όταν καταλαβαίνει τι έγινε, ανασηκώνει λίγο τον ξαπλωμένο της μπόγο και σου φωνάζει: Γρουσούζηηη, πέσε να κοιμηθείς και μην πατάς τη γάτα!

Σκέφτεσαι,  τώρα να πνίξω τη γάτα ή τη γυναίκα μου;

Προτιμάς να πνίξεις το θυμό σου! Αϊ στο καλό, λες μέσα από τα δόντια σου και πέφτεις στο κρεβάτι. -Σιγά Χριστιανέ μου, σαν ελέφαντας  έπεσες, σου λέει η συμβία.

-Ελέφαντας εγώ γλυκιά μου, μουρμουρίζεις. Πενήντα κιλά με άφησες όλο κι όλο! Πάνω που σκέφτεσαι, ευτυχώς δεν μου απάντησε, απλώνεται προς το μέρος σου μια μεγαλόπρεπη ανοιχτή παλάμη… Όρσε! σου κάνει.

Τα σκυλιά εξακολουθούν έξω να αλυχτούν. Η συμβία ξαναγυρίζει στο ροχαλητό της. Η γάτα συνεχίζει να γλύφει τα πόδια της. και συ εκεί, ξαπλωμένος, αποκαμωμένος και νυσταγμένος.

Σκέφτεσαι ότι θα σηκωθείς την αυγή να πας δουλειά και θα είσαι ψόφιος… Κλείνεις τα μάτια. Μπροστά σου κάτι κόκκινες και μαύρες σημαίες κυματίζουν! Κάποιος δίνει πρόσταγμα εν – δυο, εν – δυο, μπότες, σημαίες, πολλές σημαίες σου κρύβουν τα πρόσωπα…

Αϊ στον κόρακα, μονολογείς και σηκώνεις το πόδι σου και δίνεις μια δυνατή κλωτσιά στον μαυροφόρο δίπλα σου.

Ανεπρόκοπε, με σκότωσες , φωνάζει η συμβία. Μόλις είχε δεχθεί την κλωτσιά που προόριζες για το αντικείμενο του ονείρου σου…

Το παίρνεις οριστικά απόφαση. Σηκώνεσαι.

Νύχτα κι αυτή!..