ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Μέρα Οκτώβρη

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

Είκοσι πέντε έφτασε ο μήνας Οκτώβρης και κάνει κάτι μέρες, ηλιόλουστες και μαγευτικές! Στους 27  Κελσίου ο Υδράργυρος.  Παρασκευή πρωί, αστεία το είπαμε, σοβαρά το πήραμε, μαζέψαμε αστραπιαίως ρούχα και συμπράγκαλα, πήραμε τα παιδιά και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Ταξίδι για τον Πόρο! Έτσι κι αλλιώς, η παρέλαση του μικρού, με το Δημοτικό, είναι τη Δευτέρα, ανήμερα της εθνικής Επετείου! Κυριακή βράδυ επιστρέφουμε… Τί είναι, άλλωστε, δυόμιση ώρες δρόμος…  Με το αυτοκίνητο…

“Με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα” έλεγε η συγχωρημένη η μητέρα μου, η κυρά Σπυριδούλα, από την Αγία Θέκλα του Ληξουρίου. Από το αντικριστό χωριό ο πατέρας μου, Παναγιώτης, από την Κοντογενάδα,  γνωριστήκανε, ερωτευτήκανε, παντρευτήκανε,  κάνανε πέντε παιδιά στην Κεφαλλονιά, το έκτο, το στερνοπούλι, -εμένα- το φύλαγαν να το κάνουν στην πρωτεύουσα!..

Ήταν ο Πόλεμος, του 1940. Σκεφτήκανε πως πιο εύκολα θα τα έβγαζαν πέρα στην Αθήνα. Τους παρακίνησε  ο κουμπάρος τους, που είχε φούρνο δικό του στην περιοχή Ελληνορώσσων. Εκεί δούλεψε ο πατέρας μου, αρτεργάτης γαρ.

Η αλήθεια είναι πως την Κατοχή δεν πείνασε η οικογένειά μου. Το ίδιο αλήθεια είναι, όμως, πως κάποιος άλλος από τον συχωρεμένο τον πατέρα μου, θα είχε κάνει ατράνταχτη περιουσία με ένα τσουβάλι αλεύρι που κουβάλαγε κάθε βδομάδα στο σπίτι… Ο δικός μου προτιμούσε να το μοιράζει στη γειτονιά… “Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δώτε ημίν”, έλεγε προς μεγάλη απορία της μητέρας μου!

Ας είναι. Όταν γεννήθηκα εγώ, πολλά χρόνια αργότερα, αυτά μου τα έλεγαν σαν παραμύθι… Ποιος ξέρει; Μπορεί και να ήταν… Ή μπορεί εγώ να τα θυμάμαι σαν παραμύθι…

Να λοιπόν, παραμονές της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940, εμείς αποφασίσαμε να κάνουμε τη δική μας αντίσταση στη μιζέρια της κρίσης, τη δική μας επανάσταση στην κατάθλιψη της  απόγνωσης και να υψώσουμε το δικό μας λάβαρο της φυγής προς τα εμπρός.

Και βρεθήκαμε στον Πόρο…

Η αλήθεια είναι πως η κατ’ ευφημισμόν εθνική οδός Αθηνών-Κορίνθου δεν παρουσίασε ιδιαίτερη κίνηση. Μάλλον υποτονική.

Στον Πόρο, πάντως, το μόνο παραμυθένιο είναι η ομορφιά του! Με ένα παγωτό χωνάκι,  black forest, στο χέρι, κάθισα το μεσημέρι στον παραλιακό δρόμο, κάτω στο κέντρο, να το απολαύσω.  Η θάλασσα γαλήνια και ακίνητη σαν λάδι! Μόνο το φερυμποτάκι της γραμμής Γαλατάς – Πόρος  κάθε μισή ώρα ταρακουνούσε τα νερά. Έτσι νωχελικά που πήγαινε κι αυτό, ίσα που σχημάτιζε κάτι μικρά κυματάκια.

Πιο κει, ένα μικρό ιστιοφόρο, που επιμένει να λικνίζεται στα ήσυχα νερά του λιμανιού, με δύο ζευγάρια από τη Σουηδία να απολαμβάνουν στο ντεκ το μεσημεριανό τους ύπνο!

Στον Πόρο, όσοι μπορούν να κυκλοφορούν, έχουν μηχανάκι! Αγόρια, κορίτσια, μεγάλοι και μεσήλικες, ακόμη και αμούστακα παιδιά! Το καβαλάνε με καμάρι, πολλές φορές τρικάβαλο και τετρακάβαλο (!) είδα ένα με τη μητέρα και τα τρία της παιδιά, ένα μπρος δύο πίσω!

Το μεγαλύτερο θα ήταν δώδεκα χρονών. Το μικρότερο, πέντε, περίπου…

Οι δρόμοι άδειοι, εδώ, στο νησί, ο κόσμος κοιμάται ακόμα τα μεσημέρια. Τα μαγαζιά κλείνουν. Και ανοίγουν πάλι το απόγευμα.  Η οικονομική κρίση δεν φαίνεται να έχει απλώσει εδώ τα  δολερά της δίχτυα… Ανεργία; Πώς να μετρήσεις την ανεργία σε έναν τόπο που το χειμώνα όλοι ή περίπου όλοι κάθονται και περιμένουν το καλοκαίρι τους τουρίστες για να δουλέψουν;

Μαγεία! Ο Βασιλικός, η γαζία και τα γιασεμιά, σε ένα  μεθυστικό κοκτέιλ!  Όπου περάσεις αρώματα λουλουδιών. Και καυσαέριο… και τιτιβίσματα πουλιών! Αχταρμάς!

Η πρόοδος. Ποιος γλίτωσε από αυτήν;

Σκόρπιες σκέψεις, σκόρπια συναισθήματα, σκόρπια λόγια!

Ήλθες για να μείνεις κι όμως φεύγεις! Άλλοι έρχονται για να φύγουν κι όμως μένουν!  Και τούτοι και οι άλλοι παραμένουν ερωτευμένοι με τον Πόρο. Το μαγευτικό νησάκι του Αργοσαρωνικού…

Αν περιμένατε σήμερα σάτιρα, σας την …έσκασα!..