Όσο υπάρχουν άνθρωποι, η ζωή έχει να δώσει πολλά!

Της ΒΙΒΙΑΝ ΜΟΡΡΙΣ
Από το Neoskosmos.com.

Σίδνεϊ, Αυστραλία. Mε το τραγούδι στα χείλη και στην καρδιά ξεκινά η Αναστασία Κόρδαρη την ημέρα της καθ’ οδόν προς ‘το σπίτι των παιδιών της’.
Έτσι νοιώθει και έτσι αποκαλεί τους φίλους της στο ίδρυμα «Στοργή» της Φροντίδας.

Είναι μια ηλιαχτίδα που μόλις ανοίξει η πόρτα και εμφανιστεί αυτόματα όλα τα πρόσωπα γυρίζουν προς το μέρος της και λάμπουν από χαρά.
«Είναι θείο πλάσμα» μου είχε πει χρόνια πριν η αείμνηστη Άννα Μάθιους, για την Αναστασία Κόρδαρη. «Μακάρι να είχαμε άλλες δέκα μ’ αυτή τη χαρά και τη ζεστασιά στη ψυχή τους για τον άνθρωπο».

Γιώργος και Αναστασία Κόρδαρη

Γιώργος και Αναστασία Κόρδαρη

Ήταν τα χρόνια που είχε αρχίσει να λειτουργεί το πρώτο γηροκομείο στο Κλάιτον και η ίδια η Άννα Μάθιους αφιέρωνε τη ζωή της εκεί.
Kάθε φορά που έβλεπε μια νέα εθελόντρια ήταν σαν να της χάριζες τον κόσμο ολόκληρο. Έλαμπε το πρόσωπό της από χαρά και τα πράσινα μάτια της αυτόματα γίνονταν πιο λαμπερά. «Μια μέρα θα γίνει αυτό το σπίτι μου», είχε πει προφητικά, κι εγώ πήγα να τη διαψεύσω, αλλά δεν τα κατάφερα. Για κείνη ήταν μια ευχή. Με ποιο δικαίωμα να επέμβω;

ΤΑ 60 ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ

Σήμερα που μιλώ με την Αναστασία Κόρδαρη, την εδώ και χρόνια αφοσιωμένη εθελόντρια της «Φροντίδας», μπορώ να δω καθαρά τι εννοούσε η Άννα Μάθιους, χρόνια πριν, όταν την είχε ξεχωρίσει. «Επικοινωνεί όπως η μάνα με το παιδί. Κάτι σαν από ένστικτο, κι ας είναι τόσο πιο νέα». Δεκαετίες αργότερα, θα έλθει η επιβεβαίωση από την ίδια: «Τους νοιώθω σαν παιδιά μου. Δεν έκανα παιδιά, είμαι όμως τυχερή γιατί έχω 60 σήμερα. Τα λατρεύω κυριολεχτικά!»

Μια αποκάλυψη, ανθρώπινη, δυνατή, που με βρίσκει απροετοίμαστη και με συνταράζει. Η περιποιημένη γυναίκα που έχω απέναντί μου, χαμογελά και δακρύζει μαζί. Μου μεταδίδει άθελα τη συγκίνησή της.

Ενώ περιγράφει τις ώρες που περνά κοντά στους ηλικιωμένους, ανυποψίαστη αφήνει να φανεί όλος αυτός ο θησαυρός των αισθημάτων που πρέπει να έχει ένας άνθρωπος που έχει βάλει ως πρώτη προτεραιότητα στη ζωή του, να δώσει ανακούφιση και χαρά στον συνάνθρωπο. Συμπόνια, τρυφερότητα, στοργή, αγάπη ανιδιοτελής, αναβλύζουν πλούσια, και αυθόρμητα από μέσα της όση ώρα μιλάμε για τον δικό της κόσμο. Εξομολογείται πώς από πολύ νωρίς στη ζωή της ένοιωθε την ανάγκη να βοηθά τον συνάνθρωπο σύμφωνα με τις δυνάμεις που διέθετε. Πώς ένοιωθε την ανάγκη να δώσει ανακούφιση και χαρά σ’ αυτούς που υπέφεραν κυρίως από μοναξιά.

Με τον κόσμο της «Φροντίδας», δέθηκε τόσο πολύ που είναι από καιρό τώρα ένα σημαντικό μέρος της ζωής της. Ξεκίνησε με το να πηγαίνει στα δωμάτιά τους, θα πει, και να τους κάνει συντροφιά. Με τη μελωδική φωνή που είναι προικισμένη, τραγουδούσε στην κάθε μία φίλη χωριστά τα αγαπημένα της τραγούδια, Διάβαζε εκείνα που τις ενδιέφεραν, περιποιόταν το πρόσωπο και τα χέρια τους. Τώρα είναι υπεύθυνη του ψυχαγωγικού προγράμματος, πιστεύοντας, όπως θα πει, ότι «η ψυχαγωγία για τους ανθρώπους αυτούς είναι προτιμότερη από το φαγητό. Και τι δε μπορεί να κάνει ένα τραγούδι για κάποιον. Να τον ταξιδέψει στη νιότη του, να του φέρει στο νου μοναδικές, τρυφερές στιγμές της ζωής του, στιγμές υπέρτατης χαράς και συγκίνησης, να του θυμίσει τα παλιά που μπορεί να είναι και ολόκληρη η ζωή του».

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Το τραγούδι, θα πει, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο και στη δική της ζωή. Με το τραγούδι γνώρισε τον σύντροφο της ζωής της Γιώργο Κόρδαρη, και μ’ αυτό ένιωσαν να χτυπά ερωτικά η καρδιά του ενός για τον άλλον: «Δεν ήταν πολύς καιρός που είχα έλθει στη Μελβούρνη με τη ΔΕΜΕ και ένα διάστημα έμενα στο σπίτι του ξαδέλφου του Γιώργου. Έμεναν κι άλλοι νεομετανάστες εκεί και κάθε τόσο, μετά τη δουλειά, μαζευόμαστε στο σαλόνι και τραγουδούσαμε. Έτσι, μέσα από το τραγούδι, γνωριστήκαμε με το Γιώργο και αγαπηθήκαμε. Τον θυμάμαι να απολαμβάνει το τραγούδι μου με μισόκλειστα μάτια».

Το γεγονός ότι τρέχει πίσω στη δική της ζωή, δίνοντάς μου στιγμιότυπα, ανθρώπινα, ζωντανά, μερικά πολύ προσωπικά, δεν μου αφήνει καμία αμφιβολία ότι η Αναστασία Κόρδαρη, έχει δέσει αναπόσπαστα τη ζωή της με αυτή των συμπαροίκων μας στη «Στοργή».

ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΝΕΟΙ

«Δεν είναι μακριά ο καιρός, σκέφτομαι, που ήταν κι εκείνοι νέοι και χαίρονταν τη ζωή. Με ορισμένους ίσως και να χορέψαμε, σε κάποια εκδήλωση, μαζί καλαματιανό. Περνά τόσο γρήγορα η ζωή!

Με ορισμένες φίλες που είναι εκεί, ίσως και να συνταξιδέψαμε όταν ήλθαμε με τη ΔΕΜΕ. Η μοίρα μας ήταν κοινή. Κάπου οι δρόμοι μας συναντήθηκαν και τώρα, έχω τη χαρά να είμαι μαζί τους μ’ έναν τρόπο μοναδικό. Να φροντίζω να έχουν χαρά στη ζωή τους. Νοιώθω προνομιούχα και δεν δέχομαι τα «ευχαριστώ», γιατί ό,τι παίρνω σε αντάλλαγμα δεν συγκρίνεται με τίποτε πιο βαθύ και πιο αληθινό. Όταν λέω ότι είναι «τα παιδιά μου», το εννοώ. Αφήνω τα πάντα προκειμένου να είμαι μαζί τους και η ικανοποίηση και χαρά που νοιώθω όταν βλέπω το χαμόγελο στα χείλη τους δε συγκρίνεται με τίποτε άλλο!»

ΤΟ ΘΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΙΚΑΣ

Ξαφνικά, έρχεται στην κουβέντα το θέμα της προίκας, η βασική αιτία για την πλειονότητα των νέων γυναικών να αφήσουν το σπίτι τους, τους γονείς και αγαπημένους τους ανθρώπους και να ξενιτευτούν.

Ακόμη κι αν η ζωή τους ήταν άνετη, το θηρίο της προίκας πρόβαλε απειλητικά μπροστά τους για το μέλλον τους και την αποκατάστασή τους: «Ο πατέρας μου ήταν ναυπηγός. Δεν μας έλλειπε τίποτε. Είμαστε όμως τέσσερα κορίτσια. Το θέμα της προίκας ήταν πρόβλημα, όπως σε τόσες άλλες οικογένειες. Η ΔΕΜΕ ήταν η λύση για πάρα πολλές συνομήλικές μου, αλλά και μεγαλύτερες. Εντωμεταξύ, η εικόνα που επικρατούσε για την Αυστραλία, ήταν εξωπραγματική. Καμία σχέση με την πραγματικότητα. Όλοι με μακάριζαν και έλεγαν χαρακτηριστικά ότι πάω στον παράδεισο».

ΚΟΙΝΗ ΠΟΡΕΙΑ

Έχουμε βγει προφανώς εκτός θέματος, αυτή όμως η κοινή πορεία με τόσες γυναίκες που έχει αναλάβει να δίνει χαρά σήμερα η Αναστασία Κόρδαρη είναι εκπληκτική.
«Δούλευα 10 ώρες στο εργοστάσιο και άλλες τρεις στο σπίτι. Έτσι μπόρεσα να φέρω μετά από 9 μήνες εδώ και την αδελφή μου».

Μιλά και η συζήτηση καλύπτει δεκαετίες όπου υπάρχουν τόσες ομοιότητες με τα αίτια της μετανάστευσης, τη ζωή στη ξένη γη, τη νιότη, τη σκληρή δουλειά, την απόλαυση και το πλησίασμα του δειλινού που η συνομιλήτριά μου, πιστεύει ότι «οφείλουμε να κάνουμε όσο πιο όμορφο γίνεται. Η ζωή μας πρέπει να είναι γεμάτη από αγάπη για τον συνάνθρωπο και χαρά. Να μπορούμε να μπαίνουμε στη θέση του άλλου και να τον κάνουμε να χαμογελά. Θυμάμαι τον πρώτο καιρό που χορεύαμε στο ίδρυμα μ’ ένα μικρό πικ απ που είχαμε μαζί μας και η Άννα Μάθιους έλεγε στους γέροντες «μια μέρα θα γεράσουν κι’ αυτές» και δόστου γέλια όλοι μαζί!».

«Βρίσκω τους μουσικούς», θα πει, διαπιστώνοντας ότι είναι πολύ εύκολο να πάμε «αλλού» και η ίδια επιθυμεί να υπογραμμιστεί ο ρόλος ‘τόσων μουσικών και καλλιτεχνών που έρχονται για να ψυχαγωγήσουν τους φίλους μας’. Μου δίνει ονόματα αναρίθμητα που δεν τολμώ να αναφέρω, φοβούμενη ότι θα παραλείψω πολλούς. Τελικά το επιχειρώ, ζητώντας συγγνώμη από όσους αφήνω -παρά τη θέλησή μου- απ’ έξω. Χρήστος Ιωαννίδης, Νίκος Μωραΐτης, Γιάννης Μπαλούκας, Βασίλης Σπυριδάκος, Θωμάς Παπαδόπουλος, Στέλιος Τσιόλας, Μπέτη Εξηντάρη, Ανθή Σιδηροπούλου, η χορωδία των Φλωριναίων, η χορωδία της Καίτης Γεωργίου.

Ποιητές και λογοτέχνες, όπως η Ντίνα Αμανατίδου, ο Κυριάκος Αμανατίδης, ο Νίκος Πιπέρης,, η Μάρω Νικολάου, η Λούλα Παπαζώη. Αλλά και ευαισθητοποιημένοι συμπάροικοι, όπως ο Κώστας Παϊβανάς, ο οποίος αρκετές φορές το χρόνο οργανώνει γκρουπ καλλιτεχνών για να ψυχαγωγήσουν τους φίλους μας στο ίδρυμα.
Επίσης, «Οι Ανεμώνες», δίνουν πάντα μια πνοή Άνοιξης με την εμφάνισή τους και τους παραδοσιακούς χορούς που χορεύουν με τόσο κέφι, πολύ–πολύ μεταδοτικό!
Όσο υπάρχουν άνθρωποι, τελικά, υπάρχει πάντα χώρος για χαρά, αγάπη, αισιοδοξία!