ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Ξύπνησα νύκτα

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Ξύπνησα νύχτα,

δεν είχα νύστα,

να κλείσω μάτι,

στ’ άδειο κρεβάτι.

 

Κι ήρθαν οι σκέψεις,

σαν επισκέψεις

που δεν περιμένεις,

μα υπομένεις.

 

Σκέφθηκα χρόνια

Κρύα σαν χιόνια

Που πήγαν χαμένα

Νεκρά, παγωμένα.

 

Σκέφθηκα εσένα

που είσαι στα ξένα.

Θαμπή η εικόνα,

γλυκιά μου μαντόνα!

 

Οπίσω γυρίζω,

πέφτω, λυγίζω.

Σηκώνομαι πάλι,

ψηλά το κεφάλι.

 

Λέω, τι κόσμος

εχάθη ο δυόσμος,

το άλας μαράθη,

η τσίπα εχάθη!

 

Τούρκος να γένεις

δεν υπομένεις

μήτε Οβραίος

Να ζεις σαν λαθραίος.

 

Παπάς αν είσαι

πιάσε και σβήσε.

Όλα τα λάθη

γέννησαν πάθη…

 

Κοιτώ τον Μιαούλη

Νομίζω πως ούλοι

οι Άγιοι κρένουν

δεν απομένουν

 

Πιο πέρα ο Διάκος

Το βλέμμα του ράκος

Κοιτάει με μία

Την Αγία Σοφία

 

Εκκλησία το πάλε

Κάτσε και βάλε

Παζάρι την κάναν

Και την αβάσκαναν

 

Αλλά και εκείνη

πιο δίπλα Ειρήνη,

τραγούδι και γέλιο

αντί για Βαγγέλιο!

 

να σου και κείνος

σαν άγριος κρίνος

πιάνει στασίδι

οι άλλοι σανίδι

 

Κι αφού τραγουδήσαν

τα μάτια σκουπήσαν

τρέχανε δάκρυ

στ΄ονείρου την άκρη

 

Χριστός με φραγγέλιο

τους κόβει το γέλιο,

εδώ κατοικούσα

λέει βρυχούσα

 

Αόρατη εικόνα

μες’ τον  αιώνα.

Από κει κατεβαίνει

μαυρο-εντυμένη

 

Και τώρα τα ράσα,

Τα κάνουνε πάσα

Τουρκιά να γενούνε!

Όλοι γελούνε.

 

Ο ακοίμητος μένει

Στην Πύλη να γένει

Το θαύμα και πάλι

Να υψώσει κεφάλι.

 

Η νύχτα με πάει

Σε βάθη βυθάει

Ψάχνω ένα χέρι

Μόνο μαχαίρι.

 

Πονώ και σπαράζω

Κι ύστερα κράζω:

Γραικός πάντα μένω

Τούρκος δεν γένω.