ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Το μικρό παιδάκι…

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

Το μικρό παιδάκι, περπατούσε με αβέβαιο βήμα. Τα λιγνά του ποδαράκια μόλις και μετά βίας το συγκρατούσαν όρθιο. Το προσωπάκι του, όμως, το φώτιζε ένα μεγάλο χαμόγελο. Κοιτούσε γύρω του με περιέργεια. Τίποτε δεν του ξέφευγε.

Ο πατέρας του το κρατούσε από το χεράκι. Του μιλούσε διαρκώς. Του εξηγούσε αυτά που έβλεπε. Του ανέλυε και αυτά που δεν τα έβλεπε.

Όσο ο πατέρας του εξηγούσε, και όσο αυτό κοιτούσε ολόγυρα, όσο έβλεπε νέα πράγματα και μάθαινε περισσότερα, τόσο το χαμόγελο έσβυνε σιγά-σιγά από τα χείλη του. Το βλέμμα του προοδευτικά σκοτείνιαζε όλο και περισσότερο. Η όψη του έχανε λίγο-λίγο αυτό το ξέγνοιαστα χαρούμενο, ανέμελο ύφος.

Έφθασαν στην Αγορά. Πλησίασαν σε μια ομήγυρη. Άνδρες και γυναίκες, μιλούσαν, χειρονομούσαν, φώναζαν. Δύσκολα ξεχώριζες τι έλεγαν. Οι εκφράσεις τους, όμως, ήταν αποκαλυπτικές. Ήταν εκφράσεις ανθρώπων που τα είχαν χάσει όλα. Χρήματα, περιουσίες, όνειρα.

Ήταν απελπισμένοι, κουρασμένοι, αγανακτισμένοι, εξουθενωμένοι.

Μία μεσόκοπη γυναίκα, καλοβαλμένη κάποια άλλη εποχή, έσκυψε και ψυθύρισε στον πατέρα: Πού το πας το παιδάκι, χριστιανέ μου; Δεν βλέπεις τι γίνεται; Δεν το λυπάσαι;

Ο πατέρας, σοβαρός, σκυθρωπός και προβληματισμένος, αλλά σταθερός στην απόφασή του, κούνησε το κεφάλι του: Και τι θες να κάνω; Της απάντησε. Και πρόσθεσε: Έτσι γίνεται αιώνες τώρα. Πώς να το αλλάξω;

Η γυναίκα απομακρύνθηκε διατηρώντας τις επιφυλάξεις της. Μία άλλη γυναίκα πλησίασε. Γριά πολύ τούτη, με φθαρμένα ρούχα και ρυτιδιασμένα πρόσωπο και χέρια. Πλησίασε στ΄αυτί του παιδιού: Σε λυπάμαι παιδάκι μου, του είπε. Είσαι τόσο αθώο, τόσο ανέμελο και δες σε τι κόσμο σε έφεραν!

Το παιδάκι του ήρθε να βάλει τα κλάματα! Μα συγκρατήθηκε. Του είχε μιλήσει, είναι αλήθεια, ο πατέρας του για δυσκολίες, για μνημόνια και για ανέχεια. Μέσα στην παιδική του ψυχούλα πίστευε ότι όλα αυτά δεν ήτανε παρά ένα κακό παραμύθι που θα τέλειωνε έτσι ξαφνικά όπως άρχισε. Πίστευε στις καλές νεράϊδες που το είχαν μοιράνει και  που θα έλυναν τα μάγια!..

Έψαχνε με το βλέμα να συνατήσει τον κακό δράκο. Αυτόν που είχε προκαλέσει όλη τούτη τη δυστυχία στους ανθρώπους. Αν τον εύρισκε, θεωρούσε βέβαιο μέσα στην αφέλειά του ότι θα τον σκότωνε με μιας και θα ελευθέρωνε τους ανθρώπους. Πώς να ελευθερώσεις όμως, κάποιον από τον ίδιο του τον εαυτό;

Πίστευε πως θα έφτιαχνε έναν καλύτερο κόσμο, χωρίς βάσανα, στενοχώριες και δράματα. Γι αυτό, άλλωστε, είχε έρθει… Τουλάχιστον έτσι του έλεγαν όλοι πριν φθάσει στην αγορά. «Με το καλό», «κάθε καλό», «υγεία, ευτυχία», όλο τέτοια άκουγε. Μέχρι που τα πίστεψε και το ίδιο… Πίστεψε πως θα έφερνε στον κόσμο αυτά που κάποτε είχε και τώρα του τα πήραν. Αυτά που του έλειπαν…

Μα ήταν τόσα πολλά! Καλά-καλά δεν καταλάβαινε τι ακριβώς έφταιγε για την κατάσταση που βρήκε. Πώς να διορθώσεις κάτι που δεν ξέρεις; Πώς να αλλάξεις κάτι όταν οι πολλοί δεν θέλουν να το αλλάξουν; Πώς να μιλήσεις για όνειρα, για παραδείσους και για ανοιχτούς ορίζοντες όταν όλοι έχουν το βλέμα ριγμένο στο χώμα;

-Μπαμπα, φοβάμαι. Πάμε να φύγουμε, ψυθύρισε στ’ αυτί του πατέρα του.

-Δεν γίνεται γιέ μου! Του απάντησε εκείνος. Όσο ο ήλιος είναι ψηλά, όσο η γη θα γυρίζει, και όσο το σύμπαν θα μένει στη θέση του, εγώ θα φεύγω και ‘συ θα έρχεσαι. Θα μεγαλώνεις και θα φεύγεις. Στο πόδι σου θα έρχεται το δικό σου το παιδί. Και ξανά μανά το ίδιο απ την αρχή! Έτσι είναι φτιαγμένος ο κόσμος!..

-Δεν μου αρέσει αυτό μπαμπά, είπε ο μικρός.

-Το ίδιο είπα και γω όταν ήλθα! Αλλά συνήθισα. Και μου άρεσε! Σε όλους πρέπει να αρέσει! Ακόμη και σε μένα που με έλεγαν και γουσούζικο, γιατί κουβαλούσα στην πλάτη μου το 13! Αλλά έμεινα. Το πάλαιψα όσο μπορούσα. Κάπου πέτυχα κάπου απέτυχα. Αλλά δεν εγκατέλειψα! Το ίδιο θα κάνεις και συ, 2014, αγόρι μου!

Θα μείνεις, θα παλαίψεις, θα αγωνισθείς. Σε σένα στηρίζουν τις ελπίδες τους οι άνθρωποι. Μην τους απογοητεύσεις!