Ο σύγχρονος Ροβινσώνας Κρούσος που ζει ολομόναχος σε ένα ερημονήσι

Σάο Πάολο, Βραζιλία

Στα 29 του χρόνια ο Κάιο Ροντρίγκεζ Ρέγο αποφάσισε πως ο σύγχρονος τρόπος ζωής δεν ήταν γι’ αυτόν. Ήταν 1982 και ο Κάιο ζούσε στο κέντρο του Σάο Πάολο, μιας πόλης 11 εκατομμυρίων κατοίκων με το μεγαλύτερο κυκλοφοριακό πρόβλημα σε όλη τη Λατινική Αμερική. Επιπλέον, αντιμετώπιζε συνεχώς προβλήματα με την υγεία του, ενώ θεωρούσε πως η μεγαλούπολη αυτή δεν ήταν το καλύτερο μέρος για να μεγαλώσει τα παιδιά του.

«Δεν θέλω καν να θυμάμαι εκείνα τα χρόνια, όταν έκανα περί τις δυο ώρες πηγαινέλα για να φτάσω στη δουλειά μου, ένα κατάστημα με οργανικά είδη διατροφής στο κέντρο του Σάο Πάολο. Και επίσης είχα συνεχώς προβλήματα με την υγεία μου, λόγω του άγχους και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης», λέει στην βρετανική εφημερίδα Daily Mail.

Κάπως έτσι, με συνοπτικές διαδικασίες, ο 62χρονος σήμερα Βραζιλιάνος αποφάσισε να παρατήσει την δουλειά του και να ζήσει στο Ιλα ντος Γκάτος (Νησί των Γάτων), ένα μικροσκοπικό νησί τρία μίλια από τις ακτές της νοτιοανατολικής Βραζιλίας, ακριβώς απέναντι από το Σάο Πάολο.

Αρχικά πήγε εκεί με την οικογένειά του, αλλά η σύζυγος και τα τρία του παιδιά δεν μπορούσαν να συνηθίσουν σε αυτή τη ζωή πάνω σε ένα μικρό νησί 75.000 τετραγωνικών μέτρων. Έτσι, η οικογένεια Ροντρίγκεζ επέστρεψε στο Σάο Πάολο. Όχι όμως και ο πάτερ φαμίλιας, ο οποίος έμεινε πίσω, προκειμένου να εκπληρώσει το όνειρο του.

Ο Κάιο ζει στην απόλυτη ηρεμία, ως ο μοναδικός κάτοικος και ταυτόχρονα ανεπίσημος «επιστάτης» αυτού του ειδυλλιακού μέρους. Όπως λέει ο ίδιος, παρόλο που δεν έχει πάρει ποτέ χρήματα ως ο «επιβλέπων» του νησιού, ο 62χρονος δηλώνει ότι έχει την καλύτερη δουλειά στον κόσμο. Δεν έχει καν ρούχα παρά μόνον δυο μαύρα μαγιό, τα οποία εναλλάσσει καθημερινά.

Το μοναδικό του πρόβλημα είναι πως η γη δεν είναι εύφορη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καλλιεργήσει τίποτα εκεί, και να αναγκάζεται να ψαρεύει με τα χέρια, προκειμένου να εξασφαλίσει τον… ιχθύ του τον επιούσιο. Ωστόσο, ο ίδιος λέει ότι ποτέ δεν πείνασε, αλλά ούτε ένιωσε μοναξιά, παρά το γεγονός πως πάνω στο νησί δεν υπάρχουν ούτε καν άλλα ζώα.

Για το λόγο αυτό κι είχε αρχικά μαζί του τον πιστό του σκύλο, τον Μαρούχο, αλλά ακόμη και η τετράποδη παρέα του ένιωθε μεγάλη μοναξιά και έκλαιγε διαρκώς, οπότε ο Κάιο αναγκάστηκε να τον επιστρέψει πριν τρία χρόνια στην οικογένεια του στο Σάο Πάολο.

Η μόνη του επικοινωνία με τον έξω κόσμο είναι ένα παλιό κινητό τηλέφωνο και ένα ραδιόφωνο αν και η οικογένεια του τον επισκέπτεται σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο, καθώς το ερημονήσι απέχει μόλις μισή ώρα με τη βάρκα από το ψαροχώρι του Σάο Σεμπαστιάο.

«Οι δικοί μου έρχονται εδώ τα σαββατοκύριακα. Ποτέ δεν χάσαμε επαφή», λέει εκείνος θεωρώντας πως «βασικά, προτιμώ να κάνω διάλογο με τον εαυτό μου».

Οσο για το που ζει όλα αυτά τα χρόνια, η αλήθεια είναι πως στάθηκε τυχερός: διαμένει στην διώροφη έπαυλη του Ρίτσαρντ Αλντριχτ, ξαδέλφου του Αμερικανού κροίσου Νέλσον Ροκφέλερ.

Ο Αλντριχτ έχτισε την έπαυλη αυτή τη δεκαετία του 1960, με σκοπό να χρησιμεύσει ως… καταφύγιο στην περίπτωση ενός πυρηνικού πόλεμου. Η βίλα, που τότε κόστισε περί τα 50.000 δολάρια, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ από τον Αλντριχτ, ενώ κι ο επιστάτης που την φρόντιζε πνίγηκε τη δεκαετία του 1970, οπότε η έπαυλη έμεινε παρατημένη.

Όταν ο Κάιο έφτασε στο νησί, το 1982, η έπαυλη είχε καταρρεύσει και δεν ήταν κάτι περισσότερο από ένας σωρός από τούβλα. Σιγά σιγά, ο Ροντρίγκεζ αναστήλωσε ένα μέρος της και μετά από λίγα χρόνια ήταν πλήρως κατοικήσιμη.

Βέβαια, το νησί το γνωρίζει πολύς κόσμος, κι όταν μερικές φορές εμφανίζονται επισκέπτες στο ερημονήσι, εκείνος τους υποδέχεται κραδαίνοντας μία λόγχη. «Δεν μου αρέσει να έρχονται στο νησί άνθρωποι και να μου χαλάνε την ηρεμία. Δεν χρειάζομαι παρέα. Ακόμη κι ένας ακόμη άνθρωπος πάνω στο νησί και εγώ νιώθω πως υπάρχει πολυκοσμία», λέει ο Κάιο που προσθέτει πως δεν έχει ιδέα για το τι ημέρα ή τι μήνα έχουμε.

«Οι περισσότεροι περνούν τη ζωή τους αναζητώντας την ευτυχία και δεν την βρίσκουν ποτέ. Εγώ ξέρω ότι βρήκα τη δική μου γιατί για τα τελευταία 33 χρόνια δεν ευχόμουν τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Εδώ, ο χρόνος περνά και δεν το παρατηρώ καν», συνοψίζει, παραδεχόμενος πως «αγχώνομαι μόνο και με τη σκέψη πως θα πρέπει να εγκαταλείψω το νησί μου έστω και για μερικές ώρες ή μια ημέρα».

«Σε αυτό το νησί έχω βρει την υγειά μου: γιατί εμείς οι άνθρωποι γεννηθήκαμε για να συνυπάρχουμε με τη φύση κι όχι το τσιμέντο», καταλήγει με νόημα ο Κάιο.

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Τσάβαλος

Newsroom ΔΟΛ