Φώντας Λάδης: Καταγράφοντας άγνωστες στιγμές του Ελληνισμού της Αμερικής

Νέα Υόρκη.- Του Αποστόλη Ζουπανιώτη

Πηγή:greeknewsonline.com

Η επίσκεψη στην εφημερίδα μας ενός συναδέλφου και ταυτόχρονα ανθρώπου των γραμμάτων, όπως ο Φώντας Λάδης, του οποίου στίχους έχουμε τραγουδήσει κι αγαπήσει, ήταν κάτι ξεχωριστό για μένα. Ο Φώντας Λάδης ήταν μόλις 22 χρονών το 1965 όταν ο άγνωστος συνθέτης Μάνος Λοΐζος έκανε επιτυχία στους στίχους του τραγουδιού «Καράβια Αλήτες» και το 1966 ο Μίκης Θεοδωράκης έκανε δίσκο τα ποιήματά του «Γράμματα απ’ τη Γερμανία». Δέκα χρόνια αργότερα, το «Τα τραγούδια μας» σε μουσική Μάνου Λοΐζου ήταν η έκφραση των εργατικών αγώνων της μεταπολίτευσης.

Σήμερα ο Φώντας Λάδης λέει πως η περίοδος αυτή έχει παρέλθει. Όμως ο δημοσιογράφος, ο ερευνητής κι ο κοινωνικά ευαίσθητος άνθρωπος που ήταν πάντοτε παραμένει μάχιμος και δραστήριος και τον έφερε για δεύτερη φορά στη ζωή του στην Αμερική.

«Ηταν ένα ταξίδι που ήθελα από χρόνια να κάνω αλλά για κάποιους αναβαλλότανε και περιλαμβάνει σταθμούς στην Καλιφόρνια, για δύο διαφορετικά προγράμματα», μας λέγει ο Φώντας Λάδης, σε μία μακρά συνομιλία μας στις 15 Ιουνίου. με παρουσία και συμμετοχή του καθηγητή του Κουίνς Κόλετζ, Νίκου Αλεξίου.

«Το ένα πρόγραμμα στο Λος Αντζελες, για κάποιους Ελληνες που εργάστηκαν στο Χόλυγουντ, κυρίως στη δεκαετία του ’20, αλλά και του ’30. Είναι μία άγνωστη σελίδα. Εχω ένα αρχείο και πήγα εκεί για να ολοκληρώσω την έρευνα και να δω αν υπάρχει ενδιαφέρον για να εκδοθεί αρχικά ένα βιβλίο στα ελληνικά και αγγλικά, να φτιάξουμε ένα ντοκιμαντέρ και ίσως στο τέλος με το υλικό αυτό δημιουργηθεί ένα μικρό μουσείο στο Λος Αντζελες.

Ο δεύτερος και σημαντικότερος σκοπός ήταν η παραμονή για ένα μήνα στον Αγιο Φραγκίσκο, όπου τελείωσα μία έρευνα που κάνω εδώ και δέκα χρόνια, για την ζωή ενός Ελληνα του Σαν Φρανσίσκο στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, του Γιάννη Πετρολέκκα, ο οποίος άλλαξε το όνομά του κι έμεινε γνωστός στην ιστορία ως John “Black Jack” Jerome. Ταυτόχρονα να δω αν κι εκεί υπάρχει ενδιαφέρον είτε για βιβλίο – το οποίο καλό είναι να εκδοθεί πρώτα στην Αμερική – και ίσως για μεταφορά τους στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση».

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΧΟΛΥΓΟΥΝΤ

Ερ. Πρώτη φορά ακούω για Ελληνες στο Χόλυγουντ εκείνη την περίοδο, καθώς συνήθως τους συνδέουμε με τον Σκούρα…

Απ. Υπήρξε ένας Ελληνα, ο οποίος πέθανε προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο Θανάσης Λυμπέρης από το Βασιλίτσι της Μεσσηνίας. Στα πρώτα επαγγέλματα που έκανε στην Αμερική, μαζί με άλλους Ελληνες, ήταν ηθοποιός. Εχει κρατήσει φωτογραφίες του ιδίου κι άλλων Ελλήνων ηθοποιών καθώς κι από ταινίες στις οποίες έπαιξαν. Μιλάμε για την περίοδο του 1920 – 1930 και μάλιστα ο Λυμπέρης είχε εφεύρει δικό του σύστημα ομιλούντος κινηματογράφου και ιδρύσει δική του εταιρεία, η οποία προφανώς δεν προχώρησε. Στο αρχείο του – το οποίο μου κληροδότησε – υπάρχει μία αυθεντική μετοχή της εταιρείας του, του 1929.

Του είχα πάρει το 1985 μία πολυσέλιδη συνέντευξη για το περιοδικό «Ταχυδρόμος» και λίγα χρόνια αργότερα πέθανε. Ευτυχώς διασώσαμε το αρχείο του, το οποίο μαζί με πολλά άλλα παρόμοια αρχεία που έχουμε στην μη κερδοσκοπική εταιρεία αρχείου και μελετών «Μνήμες» – της οποίας είμαι πρόεδρος – τα κρατήσαμε και ήλθε τώρα η στιγμή του να αξιοποιηθεί και να μάθουν όλοι οι Ελληνες μία άγνωστη σελίδα η οποία δεν είναι μόνο του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και του παγκόσμιου.

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΠΕΡΓΟΣΠΑΣΤΗΣ

Ερ. Ο Τζον Τζερόμ είναι για την Ελληνοαμερικανική Κοινότητα το αντίθετο του Λούη Τίκα…

Απ. Ακριβώς. Ο πειρασμός στην ιστορία αυτή – και θα μπορούσε κάποιος εύλογα να μου κάνει την ερώτηση που θέτω ο ίδιος στον εαυτόν μου – πως είναι δυνατόν ο άνθρωπος που έγραψε την «Τσιμινιέρα» κι έλεγε «κάλλιο να πάμε όλοι μετανάστες, παρά να περάσουν οι απεργοσπάστες», να αφιερώσει τόσο χρόνο και μόχθο για τη μελέτη της προσωπικότητας ενός ανθρώπου που ήταν κυριολεκτικά στυγνός απεργοσπάστης, Είχε δημιουργήσει μία εταιρεία ντετέκτιβ, σαν τους «Πίνκερτον» κάνοντας βιομηχανική κατασκοπεία. Κι όπως στη ζωή το ένα φέρνει το ένα, στο τέλος έφτασε να έχει εταιρεία για απεργοσπάστες. Μάλιστα χαρακτηριστικά ο Ντάσιελ Χάμετ που έχει γράψει το «Γεράκι της Μάλτας» και πριν γίνει συγγραφέας και κομμουνιστής εργάστηκε για τους «Πίνκερτον», λέει ότι μετά την πρώτη δουλειά που του είχαν αναθέσει να βρει τι φορτίο μετέφερε ένα πλοίο, η επόμενη ήταν να δολοφονήσει κάποιον συνδικαλιστή. Και κάπου εκεί άλλαξε.

Ερ. Τι στοιχεία βγάζει για τον συγκεκριμένο άνθρωπο αλλά και την κοινότητά μας, η έρευνα για τον Τζον Τζερόμ, που αν δεν κάνω λάθος πέθανε στη δεκαετία του ’50;

Απ. Ως άνθρωπος ήταν πολύ αινιγματικός. Μέσα του πολύ βαθιά κρυμμένα είχε κάποια πράγματα, τα οποία θέλησε στο επαγγελματικό επίπεδο να υλοποιήσει με την επιτυχία του αμερικανικού ονείρου, που μεταφράζεται και σε χρήματα αλλά και σε εξουσία. Πέραν τούτου είναι ιδιαίτερη προσωπικότητα.

Αλλά και να μην ήταν, αξίζει κάποιος να κάνει κάποιους συνειρμούς, Εφτασε στην Αμερική την ίδια χρονιά με το Λούη Τίκα. Γιατί δύο έφηβοι από πολύ κοντινές κοινωνικές συνθήκες, ο ένας γίνεται ήρωας της αμερικανικής εργατικής τάξης κι ο άλλος ο χειρότερος απεργοσπάστης;

Λένε ότι τον κυνηγούσαν μέχρι το θάνατό του τα συνδικάτα, φοβόταν και οπλοφορούσε πάντα. Η βίλα που είχε χτίσε στην Ελλάδα το 1933, σ’ ένα απρόσιτο σημείο του Πάρνωνα, δίπλα στη θάλασσα, σε μία περιοχή που δεν υπήρχε πριν το 1970 αμαξιτός δρόμος, ηλεκτρικό ρεύμα και νερό, ήταν καταπληκτική. Και κανείς δεν ήξερε γιατί την έφτιαξε. Είχε διάφορα σχέδια για να κάνει στην Ελλάδα τεράστιες επενδύσεις, ακόμη και πριν τον πόλεμο, που ανανεώθηκαν αργότερα.

Το ερώτημα δεν είναι μόνο το τι καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων και την εξέλιξή τους. Πέραν αυτού και της δράσης που υπάρχει άφθονη, σ’ ένα βιβλίο θα μπορούσαν να τεθούν αρκετά ερωτήματα. Τι είναι η ιστορία και πως την αποκαθιστάς κι αν μπορείς να γράψεις ιστορία μετά από 50 κι 100 χρόνια, όταν οι μαρτυρίες των ανθρώπων είναι εντελώς διαφορετικές. Ο ένας σου λέει ότι ήταν ένα κάθαρμα κι ο άλλος σου αφηγείται πως κάθε φορά που επισκεπτόταν το χωριό του μοίραζε λεφτά. Ή, να σου αφηγούνται πως είχε κλείσει την πόρτα σε έρανο του Ερυθρού Σταυρού, φωνάζοντας «εμείς δώσαμε αίμα στην Κορέα» και δεν έδινε ούτε σεντ. Πως μπορείς, όταν οι δεκαετίες περνάνε κι αρχίζουν οι επιστρώσεις, να βρεις – όσα ντοκουμέντα κι αν υπάρχουν – τι ήταν αυτός ή ο κάθε άνθρωπος;

Είναι ένα ερώτημα που βάζει πριν από μένα με ανάλογο τρόπο ο Ζήσης Παπανικόλας στο συγκλονιστικό βιβλίο του για τον Λούη Τίκα, το οποίο ανακάλυψα αφού είχα αρχίσει να γράφω. Ετσι γνωρίστηκα και με το Ζήση και με βοήθησε στην έρευνά μου, φιλοξενώντας με στο σπίτι του στο Σαν Φρανσίσκο. Δεν είναι λοιπόν μόνο οι θετικοί ήρωες που προσφέρονται για συγγραφή. Ίσα-ίσα οι αρνητικοί ήρωες προσφέρουν την πρόκληση να μπούμε βαθύτερα στα φιλοσοφικά ερωτήματα της ζωής και για τους ρόλους που μοιράζονται κι έχουν οι άνθρωποι στην ιστορία.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΣ

Ερ. Όταν πάντως βλέπω να έρχονται ερευνητές από την Ελλάδα για να ψάξουν πτυχές της ιστορίας της Ελληνοαμερικανικής Κοινότητας, τη στιγμή που ως Ομογένεια έχουμε και χρήματα κι επιστήμονες και κέντρα σπουδών, φοβούμαι ότι ήδη ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας μας έχει χαθεί.

Απ. Και στο Λος Άντζελες είδα μία κατάσταση εντελώς διαλυμένη. Ακόμη και τα ντοκιμαντέρ που έχουν κάνει για την ιστορία των Ελλήνων του Λος Αντζελες είναι πολύ φτωχά.

Δεν μπορούμε ωστόσο να το πούμε γενικά, για το παρελθόν, ότι η ιστοριογραφία για τους Ελληνες της Αμερικής είναι φτωχή και δεν έβγαλε σπουδαία πρόσωπα. Ακόμη και τώρα που ο Ελληνισμός στην Αμερική φθίνει κι η συνοχή του χαλαρώνει, όλα αυτά μπορούν να ανασυσταθούν, με τη συμβολή και των νεότερων Νεοελληνιστών που υπάρχουν εδώ. Όπως γίνεται και με την πολιτική, την ιστορία και τα πάντα στην Ελλάδα, υπάρχει ένα πρόβλημα, αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν κι οι προϋποθέσεις αν το παλέψουμε όλοι μαζί. Κι εμείς δηλαδή μαζί, που έχουμε περισσότερα μέσα. Εδώ στην Αμερική υπήρχαν οι πηγές. Σήμερα όμως, με την ύπαρξη του διαδικτύου, μεγάλο μέρος της έρευνας και μάλιστα σε βάθος μπορεί να γίνεται κι από την Ελλάδα.

Ερ. Προσωπική μου εκτίμηση ότι η Ελλάδα αγνόησε την έρευνα στις παροικίες της και είδε το θέμα μάλλον επιφανειακά.

Απ. Το θέμα είναι πως θα πιάσεις κάθε τι. Ανεξάρτητα αν είσαι ερευνητής που ξεκινά από την Ελλάδα, ή που ζει εδώ, το βασικό είναι να βρεις το καινούργιο. Κι έναν καινούργιο τρόπο για να βλέπεις τα πράγματα.

Ερ. Αναζητάτε χορηγούς για τις έρευνές σας;

Απ. Για το θέμα των Ελλήνων του Χόλυγουντ στη δεκαετία του ’20 οπωσδήποτε χρειάζεται. Συστάθηκε εκεί μία ομάδα από ήδη υπάρχουσες μη κερδοσκοπικές προσπάθειες που το είδαν θετικά. Δεν έχει ξεκινήσει κάτι και θα το κάνουν μελετημένα. Δεν ήθελα να ανακατευτώ άμεσα. Πιστεύω ότι βάση ενός συγκεκριμένου προϋπολογισμού θα συγκεντρωθούν τα λεφτά για να γίνει και το βιβλίο στα ελληνικά και στα αγγλικά και αργότερα το ντοκιμαντέρ. Το βιβλίο για τον Τζερόμ είναι μία καθαρά ιδιωτική προσπάθεια, ένα συγγραφικό μου έργο.

Πάντως θέλω να σημειώσω ότι μπορείς να γράφεις για τον Τζερόμ και ταυτόχρονα και για την ελληνική κοινότητα του Αγίου Φραγκίσκου. Βρήκα ντοκουμέντα για το πώς μάλωναν τότε οι Ελληνες, διαδηλώσεις χιλιάδων Ελλήνων για το αν θα κλείσουν τα «Καφέ Αμάν» και τα «Καφέ Σαντάν» στον Αγιο Φραγκίσκο της δεκαετίας του 1910 που δεν τα ξέρει κανείς ομογενής εκεί πέρα.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ

Ερ. Παρακολουθείτε ασφαλώς τα πράγματα στην Ελλάδα κι έχετε μακρά δράση στο χώρο της αριστεράς. Πως τα βλέπετε;

Απ. Από την πρώτη στιγμή που δημιουργήθηκε αυτή η κατάσταση κι ο βασικός πόλος μνημόνιο – αντιμνημόνιο, ήμουν της γνώμης – κι οι εξελίξεις δικαιώνουν όσους πίστεψαν σ’ αυτά – ότι υπάρχει πεδίο μέσα από την απόπειρα πλήρους υποταγής και οικονομικής και κοινωνικής καταβαράθρωσης της Ελλάδας, μίας αντίστασης και επανάκαμψης με νέους όρους και να έχει θετικό το τελικό αποτέλεσμα.

Πιστεύω ότι με όλους τους αγώνες, αυθόρμητους στην αρχή και μετά περισσότερο οργανωμένους και την πολιτική προσπάθεια που γίνεται, έχει ξεκινήσει ο δρόμος αυτός ολοκάθαρα. Οσο κι αν οι πιέσεις είναι αφόρητες – κι η σύγκρουση είναι ταξική και πανευρωπαϊκή – το αποτέλεσμα θα είναι θετικό όπως κι αν το δει κανείς. Δεν πηγαίνουν πίσω τα πράγματα. Ούτε η Ελλάδα μπορεί να πάει πιο κάτω, ούτε η κοινωνική κατάσταση κι η οικονομική. Σιγά-σιγά έχει γίνει συνείδηση σε αρκετούς Ελληνες, οι οποίοι μέσα από τις τελευταίες εξελίξεις θα κάνουν ακόμη πιο διευρυμένο το μέτωπο.

Ερ. Δηλαδή, «το ραντεβού της ιστορίας» είναι τώρα… Δεν βιαστήκαμε…

Απ. Α, ξέρεις κι αυτόν τον στίχο.. . Ναι, δεν βιαστήκαμε…

Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ

Ερ. Είχα πάντα την απορία για το ποίημά σας που μιλά για το φασισμό. Πως μπορέσατε το 1976 να προβλέψετε ότι αν και «ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος που λούζεται στον ήλιο και στ’ αγέρι», δηλαδή την Ελλάδα, «πάλι θε ν’ απλώσει σα χολέρα πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου, και δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου». Πως φαινόταν αυτό τότε;

Απ. Έλα ντε; Οσο κι αν το πιστεύουμε και βάζουμε έναν υποκειμενισμό κι είμαστε υπερήφανοι για κάποια χαρακτηριστικά του Ελληνισμού – πέραν από σωβινισμούς – δεν μπορείς να πεις ότι στη Γερμανία οι εργαζόμενοι δεν θα ξεσηκωθούν, ή ότι στη Σουηδία είναι συμβιβασμένοι κλπ. Τότε μόλις είχαμε βγει από δικτατορία. Το ότι έγινε η μεταπολίτευση δεν σβήνει το γεγονός ότι επί 7 χρόνια επικράτησε μία δικτατορία, η οποία είχε και ρίζες και υποστηρικτές μέσα στην ελληνική κοινωνία. Μάλιστα η υπόλοιπη κοινωνία χρειάστηκε κάποια περίοδο να ανακάμψει, μέχρις ότου βγει μια νεότερη γενιά για να αντισταθεί. Βρήκε εντελώς απροετοίμαστη την αριστερά και τον δημοκρατικό κόσμο.

Ερ.- Μήπως και τώρα που είναι η αριστερά είναι στην κυβέρνηση είμαστε απροετοίμαστοι και πάμε …

Απ. Εξαρτάται με ποιους ρυθμούς και με ποια μέσα εξελίσσεται… Αν ξεκινήσεις να κάνει κάτι πριν την ώρα του, είναι μια χαμένη μάχη. Ποια μάχη θα δώσεις, με ποια μέσα και με ποιες δυνάμεις … Αν διευρύνεις συνεχώς το μέτωπό σου και τα ερείσματά σου, θα την κερδίσεις τη μάχη,. Αν στηρίζεσαι σε ανύπαρκτες βάσεις θα τη χάσεις.

Όμως με ρώτησες αρχικά πως θα μπορούσε ο νεοφασισμός να ξεπεταχτεί από μία χώρα όπως η Ελλάδα. Υπήρχαν δύο πράγματα. Πάντα στην ελληνική κοινωνία υπήρχε ένα ακροδεξιό έρεισμα – και μέσα στην κατοχή και μετά – οπότε απ’ εκεί θα αντλούσε εκ νέου δυνάμεις. Είχαν επίσης αρχίσει πάλι ο Μιχαλολιάκος κι άλλοι να δημιουργούν ομάδες και να ξαναπροσπαθούν, αλλά βλέπαμε το ξεκίνημα κι άλλων φαινομένων. όπως η μαζικοποίηση της κουλτούρας, η αποπολιτικοποίηση των κομμάτων, η κομματικοποίηση της πολιτικής, δηλαδή διάφορα πράγματα τα οποία έδειχναν ότι εισερχόμαστε σε μία περίοδο πολύ ομιχλώδη, όπου τα πράγματα σε τίποτε δεν θύμιζαν μία περίοδο που ήταν πολλή πρόσφατη και βιωμένη από τη δική μου γενιά. Οι επιπτώσεις από τις δικτατορίες και στην Ελλάδα και στη Χιλή και παντού κρατούν δεκαετίες, για να κατορθώσεις να ξαναπιάσεις το πολιτικό νήμα. Χρειάζεται να έλθει μια εντελώς καινούργια γενιά, όπως η σημερινή πολιτική γενιά στην Ελλάδα, η οποία γεννήθηκε μετά την μεταπολίτευση.

Επομένως, όλα αυτά ήταν ανησυχητικά και στο πλαίσιο αυτής της μετάλλαξης των πολιτικών όρων, ήταν αρκετά πιθανό αυτοί που μόλις είχαν μπει πάλι στα καβούκια τους, με μια νέα μορφή και κάτω από έντονα κοινωνικά φαινόμενα να ξεπηδήσουν εκ νέου.

ΕΚΦΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥΣ

Ερ. Ως στιχουργός, στη δεκαετία του ’60 με τα «Γράμματα απ’ τη Γερμανία», το 1976 με τα «Τραγούδια μας», εξέφρασες κοινωνικές καταστάσεις που βίωνε η Ελλάδα κι ο ελληνικός λαός. Εχω την εντύπωση ότι σήμερα στη χειρότερη κρίση που έχει περάσει η ελληνική κοινωνία μετά τον εμφύλιο, δεν υπάρχουν οι αντίστοιχοι στίχοι. Ποιος και πως εκφράζει σήμερα τους πόθους, πόνους, παράπονα και σημερινά βιώματα του ελληνικού λαού;

Απ. Εκφράζεται εντελώς διαφορετικά. Πρώτα απ’ όλα τα μέσα έχουν αλλάξει πλήρως. Υπάρχει μια πολύ μεγάλη συγκεντροποίηση κεφαλαίου στην ελληνική δισκογραφική βιομηχανία, αλλά τώρα με το διαδίκτυο υπάρχουν πιθανότητες κάποιος να δημιουργήσει κάτι δικό του «αντάρτικο». Αντίθετα στα 30 χρόνια που μεσολάβησαν ουσιαστικά μία εταιρεία υπάρχει στην Ελλάδα, ο Μίνως Μάτσας, που αγόρασε την Κολούμπια κι εξουθένωσε τις άλλες.

Πέραν τούτου, οι ίδιες οι εταιρίες είχαν πολιτική τους να μην προωθούν αυτό το τραγούδι – με την αιτιολογία ότι δεν πουλάει – και να μην βγάζουν έναν δίσκο του Μαμαγκάκη, του Ξαρχάκου και του Κόκοτου, ανθρώπων που έδωσαν τα πάντα και στήριξαν μία γενιά στιχουργών. Η πολιτική τους ήταν σιγά-σιγά να ενισχυθεί ο τραγουδιστής και να δημιουργηθεί το star system που διέλυσε τους συνθέτες και τους αποδυνάμωσε. Εχουμε τους προσωπικούς δίσκους των τραγουδιστών με τον συνθέτη να περνάει με δύο γράμματα στο cd, με τη δικαιολογία ότι είναι πολλοί οι συνθέτες στο δίσκο.

Κατάφεραν να δημιουργήσουν μία κατάσταση που κι οι ίδιοι το έχουν μετανιώσει, με τους μουσικούς παραγωγούς και τη διαπλοκή, με δικούς τους ανθρώπους στα ραδιόφωνα και τα ΜΜΕ κι όλα αυτά φτιάχνουν ένα «χυλό». Τα πάντα προκατασκευασμένα, πως θα πάρει τη συνέντευξη, τη θα πει, ποιο τραγούδι θα παιχθεί από το δίσκο.

Τα πράγματα λοιπόν στο χώρο της δισκογραφίας είχαν μισοτελειώσει. Όμως μετά ήλθε το διαδίκτυο το οποίοι αλλάζει εντελώς τους όρους και πρέπει να το καταλάβουμε και να προσαρμοστούμε. Επομένως στο δημιουργό ανοίγονται άλλοι τρόποι για να φέρει το τραγούδι του σε επαφή με το κοινό.

Απ’ εκεί και πέρα και οι μπουάτ που ήταν στην περίοδο της χούντας ένας μικρός χώρος έκφρασης μετά είδαμε να γίνονται τεράστιοι χώροι που κατέστρεψαν την σχέση… Εγιναν χώροι για επίδειξη του τραγουδιστή και του ανθρώπου που καταναλώνει … με μεγάλα ηχεία και δυνατή μουσική που δεν σου επιτρέπει καμιά επικοινωνία… Αυτή είναι η μία πλευρά.

Η άλλη πλευρά είναι η νέα γενιά. Στο πολιτικό τραγούδι, για παράδειγμα, υπάρχουν σήμερα περισσότερα από 30 συγκροτήματα, όμως μπορείς να τα βρείς μόνο μέσα στο διαδίκτυο. Εκανα μία χαρτογράφηση και βρήκα αρκετά. Ο Μαυροπρόβατος, οι «Περαστικοί» κι άλλοι που διοργανώνουν δωρεάν παραστάσεις και συναυλίες.

Τον περασμένο Μάρτιο κάναμε μία πρώτη απόπειρα χαρτογράφησης στο θέατρο «Εμπρός», στο 2ο Φεστιβάλ Παραστατικών Τεχνών. Το καλύτερο βέβαια θα ήταν να διοργανώναμε ένα φεστιβάλ μέσα στο καλοκαίρι ώστε όλοι αυτοί να γνωριστούν μεταξύ τους και να δημιουργήσουν ένα κίνημα που να φουντώνει. Ίσως κι ένα διαγωνισμό πολιτικού τραγουδιού.

Η γλώσσα που χρησιμοποιούν είναι εντελώς διαφορετική από τη δικιά μας κι έτσι πρέπει να είναι. Δηλαδή ακόμη κι αν πεις ότι – για παράδειγμα – «τότε τα τραγούδια του Λάδη ήταν καλύτερα», οι σημερινοί νέοι στιχουργοί πρέπει να γράψουν κάτι διαφορετικό. Σιγά-σιγά θα το βρούνε και θα φτιάξουν καλύτερα τραγούδια.

ΝΑ ΚΡΑΤΑΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ

Ερ. Είχες έλθει στην Αμερική και στη δεκαετία του ’70. Αν μπορείς να μας κάνεις κάποια σύγκριση αυτού που είδες τότε με το σήμερα.

Απ. Παλιά είχα μία γνώση του ελληνισμού της Νέας Υόρκης και λίγο του mid-West. Είχα μείνει αρκετούς μήνες, είχα πάει στο Ντιτρόιτ, στο Σικάγο κι έφτασα μέχρι τη Μινεσότα. Τώρα είδα για πρώτη φορά τους Ελληνες της Καλιφόρνιας. Οι δύο μήνες που έμεινα ήταν αρκετό διάστημα, αλλά δύσκολο να πω κάτι οριστικό χωρίς να έχω δει τα πράγματα σε βάθος.

Ετυχε να πάω στο φεστιβάλ μιας ελληνικής εκκλησίας και να δω το φαινόμενο που επισκέπτονται χιλιάδες άνθρωποι κι είναι όλα κιτς. Αλλά έστω και μέσα από αυτό το πράγμα, βρήκα πολύ θετικό ότι υπάρχουν ακόμη αυτά τα φεστιβάλ, όπου 1-2 φορές το χρόνο οι άνθρωποι βρίσκονται. Πρέπει να ξέρεις από ποια μεριά τα κάνεις την κριτική και ταυτόχρονα να βλέπεις τη διπλή όψη των πραγμάτων. Γιατί ίσως μακροχρόνια χρειαστεί να κάνεις μία διαφορετική αποτίμηση. Δηλαδή από το τίποτε, το τι προσφέρουν αυτά … Αν τα δεις διαλεκτικά και με τη διπλή τους σημασία μπορείς να κάνεις ευκολότερα και μία αυστηρή κριτική.

Είδα ένα φεστιβάλ, 2-3 ιστορικές εταιρείες που επιτελούν κάποιο έργο, κάποιους πανεπιστημιακούς. Δεν μπορώ να βγάλω ολοκληρωμένο συμπέρασμα.

Όμως για τη Νέα Υόρκη που έμεινα κάποιες μέρες, ένα εφήμερο συμπέρασμα από αυτή τη σχέση είναι:

Πρώτο, η συνεχή χάνεται κι είναι προφανές πως άλλο η πρώτη ή η δεύτερη γενιά μεταναστών κι άλλο η πέμπτη.

Δεύτερο, ότι ο Ελληνισμός εδώ είναι επηρεασμένος από τα κακά του Ελληνισμού στην Ελλάδα, μέσω της τηλεόρασης. Δεν υπάρχει πλέον η ανάμνηση κι έχεις μια μεταφορά προτύπων τα οποία δυστυχώς μέσω της τηλεόρασης είναι τα αρνητικά.

Το τρίτο κι ίσως και κυριότερο, είναι η πλήρης υποβάθμιση του ρόλου και της σημασίας της ελληνικής γλώσσας. Να βλέπεις ολόκληρα συμβούλια ελληνικών οργανισμών και να μην ακούς ούτε μια λέξη ελληνική, είναι ένα ζήτημα. Δεν μπορεί να ήταν πάντα έτσι. Πλέον όλο και λιγότεροι μαθαίνουν ελληνικά και αν πρόκειται να αρχίσει μία αντίστροφη πορεία, πρέπει απ’ εδώ να ξεκινήσει.

Ενας καταπληκτικός Ελληνας του Σαν Φρανσίσκο, ο Φίλιππος Τρεβεζάς, που δημιούργησε μία ελληνική βιβλιοθήκη με 6.000 βιβλία, μαθαίνει στον τρίχρονο εγγονό του ελληνικά χωρίς να του λέει τι είναι. Του μαθαίνει την «Ιθάκη» του Καβάφη, κάθε εβδομάδα και κάτι διαφορετικό. Κι έχει άποψη γι’ αυτό. Του μαθαίνει την αίσθηση της γλώσσας.

Παρόλα αυτά, είμαι αισιόδοξος. Υπάρχει ακόμη πεδίο, με τα νέα δεδομένα να ξαναστηθεί μία ιδιαιτερότητα που θα λέμε ο Ελληνισμός της Αμερικής.

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Φώντας Λάδης γεννήθηκε το 1943 στη Σπάρτη. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε ελληνικές, καθημερινές εφημερίδες και περιοδικά. Την περίοδο 1967 – 1973 έζησε στη Ρώμη. Συνεκδότης με το Δημήτρη Γκιώνη του περιοδικού “Τετράδιο” από το 1974 ως το 1976. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, ταξιδιωτικό, πολιτικό και ιστορικό δοκίμιο, θέατρο, καθώς και βιβλία για παιδιά. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, το Μάνο Λοΐζο, το Θάνο Μικρούτσικο, το Χρήστο Νικολόπουλο, το Μάριο Τόκα, το Λίνο Κόκοτο, το Δημήτρη Λάγιο και άλλους Έλληνες συνθέτες. Είναι μέλος της Ελληνικής Ένωσης Συντακτών (ΕΣΗΕΑ), της ΄Ενωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδας (ΕΜΣΕ), της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ) και ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Εταιρείας Αρχείου και Μελετών “Μνήμες”.