ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Ατάλαντοι

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

Μην απορείς πως φτάσαμε έως εδώ

στου βαρελιού τον άπατο τον πάτο.

Μην λες πως δεν αξίζαμε τόση αιδώ

και τόση καταφρόνια, τα χρόνια εδώ

που πέρασες μαδώντας μαργαρίτες

κοντά με τους  μαυραγορίτες.

 

Μην απορείς πως ατάλαντοι, φανατικοί

μικροί σε μπόι κι άσημοι της Τέχνης

φτωχοί κι απαίδευτοι γελωτοποιοί

ερασιτέχνες γενήκαν θαυματοποιοί

και τη ζωή τους παίζοντας στα ζάρια,

τα ντόρτια τα λογιάζουν για εξάρια!

 

Ήταν καιρός, ήταν φορές, ήταν μαθές

σαλτιμπάγκοι, θεατρίνοι, θεατές,

που γελάγανε με θέματα λυπητερά

και κλαίγανε  μ΄αστεία σοβαρά

νομίζοντας πως η πεζότητά τους

τους εξασφάλιζε την αιωνιότητά τους!

 

Κι ήτανε άρχοντες με δίχως  αύριο και χτες

εφήμεροι του άδειου λόγου πονηροί σχεδιαστές

στην Τέχνη που ζητούσανε καταφυγή

τη λύτρωση να βρούνε στη φυγή

λες και πίστευαν πως είν αλήθεια

τα ψέματα που λέγαν και τα παραμύθια…

 

Κι ήρθε καιρός και καταχνιά πολύ

και σκέπασε τα γύρω και τα εντός

και η χαρά επέταξε σαν το πουλί

και έγινε ο φίλος μας εχθρός

κ΄οι τύψεις γίναν ρέματα

μας έπνιξαν στα αίματα…

 

Και ήταν τότε που ο καιρός

δεν είχε πια γυρίσματα εμπρός

μα ούτε πίσω και σα γαμπρός

εστήθηκε τρεμάμενος, χλωμός

τη Θεία περιμένοντας να έρθει τιμωρία!

άμοιρος, δειλός  με περισσή μωρία…

 

Ω, πως δεν κατάλαβα εν καιρώ

τι σημασία που ΄χε κιο το ρω

του έρωτα και της ντροπής

όπου ο,τι κι αν πεις,

πια δεν την ξεπλένει

ολόκληρη η οικουμένη!