Γολγοθάς η απόκτηση ιθαγένειας στην Κύπρο

Λευκωσία.- Με κριτήρια που δεν περιλαμβάνονται καν στη νομοθεσία, με την αιτιολογία ότι το άτομο δεν έχει προσαρμοστεί με τα ήθη και τα έθιμα της Κύπρου, με τη δικαιολογία ότι δεν πληρείται το κριτήριο του «καλού χαρακτήρα» αλλά και με άλλες ανεπαρκείς δικαιολογίες, απορρίπτονται, ύστερα από χρόνια ολόκληρα εξέτασης, οι αιτήσεις αλλοδαπών για απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας.

Το σύστημα νοσεί, η νομοθεσία νοσεί, η νοοτροπία νοσεί, διαπιστώνει η Επίτροπος Διοικήσεως Ελίζα Σαββίδου, η οποία ενεργώντας ως Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προχώρησε σε λεπτομερή έρευνα όσον αφορά την κοινωνική διάσταση, το θεσμικό πλαίσιο, τις διαδικασίες και τα προβλήματα που παρατηρούνται στο σύστημα παραχώρησης ιθαγένειας από την Κυπριακή Δημοκρατία.

Για τους σκοπούς της έρευνάς της, η Επίτροπος εξέτασε, μεταξύ άλλων, και φακέλους αλλοδαπών και όπως διαπίστωσε αυτή τη στιγμή εξετάζονται αιτήσεις για πολιτογράφηση οι οποίες υπεβλήθησαν το 2010.

Η Επίτροπος, στην πολυσέλιδη έκθεσή της, αναφέρει ότι σε δύσκολη θέση, βρίσκονται συχνά εξαιτίας του συστήματος αλλά και του τρόπου αντιμετώπισης τους από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, όπως επισημαίνει, άτομα τα οποία είναι σύζυγοι Kυπρίων, υιοθετημένα παιδιά Kυπρίων, πρόσφυγες ακόμα και Tουρκοκύπριοι οι οποίοι αιτούνται την απόκτηση κυπριακής ιθαγένειας βάση της καταγωγής τους. Δυσκολίες αντιμετωπίζουν επίσης ανιθαγενείς, άτομα δηλαδή που δεν κατέχουν ιθαγένεια καμίας χώρας, αλλά και αναγνωρισμένοι πρόσφυγες οι οποίοι απορρίπτονται επειδή το καθεστώς τους, τους επιτρέπει τη νόμιμη παραμονή τους στην Κύπρο και εξασφαλίζει τα δικαιώματά τους.

Μεγάλα προβλήματα παρουσιάζονται και στις περιπτώσεις ατόμων «με μακρόχρονη παραμονή στην Κύπρο τα οποία υποβάλλουν αίτηση στη βάση της διαδικασίας πολιτογράφησης. Σε αρκετές περιπτώσεις τα άτομα αυτά ήρθαν στην Κύπρο σε μικρή ηλικία, φοίτησαν σε δημόσια σχολεία και δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση πλέον με τη χώρα καταγωγής τους, είναι παιδιά μεταναστών τα οποία γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Κύπρο και μετά τα 18 τους χρόνια, αποφάσισαν να υποβάλουν αίτηση για απόκτηση κυπριακής ιθαγένειας».

Για το θέμα της αξιολόγησης του «καλού χαρακτήρα» η Ελίζα Σαββίδου αναφέρει ότι αυτό το κριτήριο προνοείται από τη νομοθεσία. Η νομοθεσία, ωστόσο, όπως η ίδια επισημαίνει, «δεν ορίζει και δεν συγκεκριμενοποιεί την έννοια του «καλού χαρακτήρα» παρά το ότι αυτή έχει μεταβλητό περιεχόμενο, είναι δύσκολα προσδιορίσιμη και είναι ανοικτή σε διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις». Αποτέλεσμα τούτου, υποστηρίζει, «είναι αρκετές αιτήσεις να απορρίπτονται χωρίς βάσιμη αιτιολογία στη βάση του κριτηρίου αυτού».

Ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα που προκύπτει είναι το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις «οι αιτήσεις απορρίπτονται στη βάση κριτηρίων τα οποία δεν προβλέπονται στη νομοθεσία. Τέτοια κριτήρια είναι η μη γνώση της ελληνικής γλώσσας, η μη ύπαρξη δεσμών με τη χώρα και η μη προσαρμογή στα ήθη και έθιμα του τόπου. Το φαινόμενο αυτό, συνήθως παρουσιάζεται στις περιπτώσεις που ο αιτητής πληροί τα τυπικά κριτήρια προσόντα της νομοθεσίας αλλά η διοίκηση για οιονδήποτε λόγο, δεν προχωρεί στην παραχώρηση της ιθαγένειας».

Η Επίτροπος τονίζει επίσης ότι τόσο για τη διαδικασία εγγραφής όσο και για αυτή της πολιτογράφησης, «η νομοθεσία απαιτεί προηγούμενο χρόνο διαμονής στην Κύπρο συγκεκριμένης διάρκειας. Φαίνεται ότι η αρμόδια υπηρεσία αντί να θεωρεί την έννοια της διαμονής ως ένα ευρύτερο όρο, ο οποίος παραπέμπει στους βιοτικούς δεσμούς που αναπτύσσει ένα πρόσωπο με τον τόπο, όπως την ύπαρξη μόνιμης κατοικίας, τη φοίτηση κ.λπ., την ερμηνεύει ταυτίζοντάς την με τη φυσική παρουσία ενός προσώπου στην Κύπρο. Αυτή η πρακτική, ωστόσο, πολλές φορές καταλήγει σε απόρριψη αιτήσεων, λόγω ολιγοήμερης απουσίας από τη χώρα για οποιονδήποτε λόγω αναψυχής, επαγγελματικό, ασθένειας, παρά το γεγονός ότι ουσιαστικά η συνήθης χώρα διαμονής του αιτητή παραμένει η Κύπρος».

 

ΥΠΟ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΟΛΟΙ ΟΙ ΜΙΚΤΟΙ ΓΑΜΟΙ

Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στην Έκθεσή της η Επίτροπος Διοικήσεως στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι αιτήσεις αλλοδαπών που είναι παντρεμένοι με Κύπριους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Ελίζα Σαββίδου, «το αρμόδιο τμήμα εξετάζει τη γνησιότητα όλων σχεδόν των μικτών γάμων βάσει των οποίων ο αλλοδαπός σύζυγος υποβάλλει την εν λόγω αίτηση. Η πρακτική αυτή, εκτός από καταπιεστική για το ζευγάρι, είναι χρονοβόρα και αναπόφευκτα προκαλεί αχρείαστη σε πολλές περιπτώσεις καθυστέρηση».

Υπήρξαν μάλιστα, προσθέτει, «περιπτώσεις που ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του αλλοδαπού συζύγου ουδέποτε αμφισβητήθηκε η γνησιότητα του γάμου και, συνεπώς, δεν υπήρξε πρόβλημα στην έκδοση ή ανανέωση αδειών παραμονής, με την υποβολή αίτησης για απόκτηση της ιθαγένειας δημιουργήθηκαν ξαφνικά «ερωτήματα» ως προς τη γνησιότητα του γάμου». Οι έλεγχοι για τη γνησιότητα του γάμου «γίνονται από μέλη της Αστυνομίας και όχι από ειδικούς, χωρίς να τηρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις».

ΟΙ ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ ΟΔΗΓΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ

«Η έλλειψη σαφών θεσμοθετημένων διαδικασιών, οι υπέρμετρες καθυστερήσεις, η έλλειψη επαρκούς αιτιολόγησης, τα ψηλά τέλη υποβολής αίτησης και η αδιαφάνεια στον τρόπο διαχείρισης των αιτήσεων, δημιουργούν πολλές φορές την εντύπωση της απροθυμίας από πλευράς του κράτους», αναφέρει στα συμπεράσματά της η Επίτροπος Διοικήσεως προσθέτοντας ότι «σε αυτό συνδράμει και η πολύ ευρεία διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στη διοίκηση να αξιολογήσει τις αιτήσεις, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη δυσκολία στον έλεγχο των διαδικασιών αλλά και των τελικών αποφάσεων».

Όλα αυτά, τονίζει η Ελίζα Σαββίδου, έχουν ως αποτέλεσμα, «οι περισσότεροι μετανάστες να ζουν ουσιαστικά στο περιθώριο της κοινωνίας με περιορισμένη πρόσβαση σε βασικά εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα. Σε αυτό το πλαίσιο εύλογα θεωρούν την απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας ως το «κλειδί» για την ένταξή τους στην κοινωνία, την απόλαυση των δικαιωμάτων τους σε ισότιμη βάση με τους Κύπριους και την απόκτηση επιτέλους του αισθήματος του «ανήκειν».

Στο επίκεντρο των παθογενειών «του πλαισίου παραχώρησης της ιθαγένειας» συνεχίζει, είναι οι «υπερβολικές καθυστερήσεις. Η Επίτροπος, τονίζει τον τεράστιο φόρτο εργασίας στο αρμόδιο κρατικό τμήμα, αλλά όπως τονίζει, ανεξαρτήτως του φόρτου εργασίας και του όγκου υποχρεώσεων που έχει το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, οι καθυστερήσεις των πέντε και έξι χρόνων που σημειώνονται, δεν μπορούν με κανένα τρόπο να θεωρηθούν ως αποδεκτές». «Χειρότερο δε», προσθέτει, «όταν ο χρόνος εξέτασης της αίτησης υπερβαίνει τον απαιτούμενο από τη νομοθεσία χρόνο παραμονής των αλλοδαπών, ο οποίος αποτελεί κριτήριο για δικαίωμα υποβολής της αίτησης».

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑÚΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα πρόσωπα που αιτούνται κυπριακή ιθαγένεια σημειώνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας του Συμβουλίου της Ευρώπης. Σε έκθεσή της η Επιτροπή, σύμφωνα πάντα με την Επίτροπο Διοικήσεως, αναφέρει ενδεικτικά ότι «οι αλλοδαποί θα πρέπει να έχουν τουλάχιστον επτά χρόνια παραμονής στην Κύπρο, για να υποβάλουν αίτηση, και μετά να διέλθουν μιας χρονοβόρας, δαπανηρής διαδικασίας η οποία βασίζεται στη διακριτική ευχέρεια της υπηρεσίας. Δύναται δε να απορριφθούν στη βάση της μη πλήρωσης του κριτηρίου του «καλού χαρακτήρα». Σε προηγούμενη Έκθεσή της εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «σύστησε στις κυπριακές Αρχές να διασφαλίσουν ότι οι διατάξεις για την απόκτηση κυπριακής ιθαγένειας εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις».