ΑΝΑΛΥΣΗ: Η Ελλάδα μετά και το «κρίσιμο» Eurogroup

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Εάν κάτι προέκυψε καθαρό από το χθεσινό Eurogroup ήταν ότι οι απαιτήσεις του ΔΝΤ για τη λήψη πρόσθετων μέτρων από την ελληνική κυβέρνηση, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μετά το 2018, βρήκαν ευήκοα ώτα και, μάλιστα, και καλούς συνηγόρους στα πρόσωπα των Γερούν Ντάισελμπλουμ, Πιερ Μοσκοβισί  και Κλάους Ρέγκλινκ.

Ο Πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, δήλωσε ότι η απαίτηση του ΔΝΤ  «βρίσκεται στο επίκεντρο της συζήτησης». Στο σημείο αυτό τόνισε ότι πέρυσι ήταν καλύτερη η πορεία των δημόσιων οικονομικών στην Ελλάδα και το Eurogroup θέλει να διαπιστώσει, αν αυτή η βελτίωση θα έχει δομικό χαρακτήρα και θα επηρεάσει και τα αποτελέσματα στα επόμενα χρόνια.

Όσον αφορά στα εκκρεμή ζητήματα της διαπραγμάτευσης, ο Ντάισελμπλουμ είπε ότι αφορούν στα εργασιακά, το συνταξιοδοτικό και το φορολογικό (σ.σ.: το ΔΝΤ ζητά νέα μέτρα 4,5 δισ. ευρώ από τα δύο τελευταία).

Ο επικεφαλής του Eurogroup επανέλαβε και πάλι ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος θα είναι διαθέσιμα στο τέλος του προγράμματος, οπότε και θα εξετασθεί αν χρειάζονται, αλλά τόνισε ότι υπάρχει γι’ αυτό η δέσμευση του Eurogroup.

Κατά τα λοιπά, σημείωσε ότι το ΔΝΤ είναι απαραίτητο στο σημερινό ελληνικό πρόγραμμα, λόγω της τεχνογνωσίας του, ενώ πρόσθεσε ότι σε μελλοντικά προγράμματα δεν θα χρειασθεί και ότι αυτά θα υλοποιηθούν μόνο με ευρωπαϊκή εποπτεία.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, Το Eurogroup κάλεσε τις ελληνικές Αρχές και τους θεσμούς να ξαναρχίσουν σύντομα τις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία ενός πακέτου μεταρρυθμίσεων πολιτικών που θα συμμερίζονται όλοι οι ενδιαφερόμενοι. Μία τέτοια συμφωνία αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχή ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.

Από την πλευρά του, ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος μετά το πέρας του Eurogroup εξέφρασε την άποψη ότι οι απαιτήσεις του ΔΝΤ για τη λήψη προκαταβολικών μέτρων για μετά το 2018 πάνε ενάντια στις ευρωπαϊκές αξίες.

Τόσο ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών όσο και το Μέγαρο Μαξίμου φαίνεται πλέον να υπολογίζουν (να ελπίζουν, είναι ο καλύτερος όρος)  να ληφθούν πρωτοβουλίες στο αμέσως επόμενο διάστημα προκειμένου να βρεθεί μία πολιτική λύση σε αυτό το ζήτημα.

Πόσο εφικτό είναι αυτό; Η τελευταία συνάντηση Τσίπρα-Μέρκελ έδειξε ότι το Βερολίνο δεν είναι διατεθειμένο να αναλάβει την πολιτική πρωτοβουλία και παρέπεμψε τον Έλληνα πρωθυπουργό στους «θεσμούς».

Με αυτό ως προηγούμενο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα ποιος θα αναλάβει να κινηθεί στην πολιτική σκακιέρα, με τον Γάλλο πρόεδρο κ. Ολάντ, αν και αποδυναμωμένο, τον μόνον εντούτοις Ευρωπαίο ηγέτη πλησιέστερα ευρισκόμενο, αυτή την ώρα, στις απόψεις του Μαξίμου. Αν όχι αυτός, ποιος; Είναι το ερώτημα που μένει να απαντηθεί.

Ένα άλλο ερώτημα, το ίδιο κρίσιμο είναι, εάν όχι τώρα, πότε;

Εν κατακλείδι, δεν διαφαίνεται, επί του παρόντος, προοπτική να αποφύγουμε ένα νέο «πικρό ποτήρι»… Η δε «αναμονή» της Αθήνας για παρέμβαση από τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ μοιάζει περισσότερο με ευχή, παρά με ρεαλιστική πολιτική εκτίμηση. Παρά ταύτα, η ιδιόμορφη προσωπικότητα του νέου προέδρου δεν αποκλείει τίποτα.

 

Με στοιχεία από τα ρεπορτάζ των Ιστοσελίδων.