Ρέκβιεμ

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Όταν φεύγουν άνθρωποι, σαν τον Λεωνίδα Ασημακόπουλο, ο κόσμος φτωχαίνει. Γίνεται πιό μίζερος. Πιό στενάχωρος…
Το χαμόγελο, στην μνημονιακή εποχή που βιώνουμε (οι μνημονιακοί νόμοι και τα μνημονιακά μέτρα παραμένουν πάντα, σε πείσμα της “ελεύθερης” εξόδου!) είναι είδος εν ανεπαρκεία. Τείνει δε να καταστεί είδος υπό εξαφάνιση…
Γι αυτό και όσοι ακόμη το διαθέτουν, όπως ο Λεωνίδας Ασημακόπουλος, είναι διπλά λυπηρό να αναχωρούν δια τας αιωνίους μονάς… Και μάλιστα, πριν καλά-καλά συμπληρώσουν επτά δεκαετίες ζωής…
Και είναι τριπλά άδικο να χτυπιούνται από την επάρατο νόσο, που μάλλον δεν καταλαβαίνει από αισιοδοξία, από χιούμορ και από παλικαριά. Θα λεγα, την πεισμώνουν την ασθένεια αυτές οι αντιλήψεις…
Κσι τις τρεις αυτές ιδιότητες τις διέθετε πηγαία ο Λεωνίδας. Μ΄αυτές πάλαιψε. Μ΄αυτές αντιστάθηκε. Μ΄αυτές νίκησε. Όχι τον καρκίνο, αλλά σίγουρα την μεμψιμοιρία, την μιζέρια και τον πανικό.
Στάθηκε παλικάρι. Όρθιος. Με το χαμόγελο στα χείλη. Τα χείλη, τα σουφρωμένα από τους αφόρητους πόνους. Δεν φοβήκε, όμως, ούτε τον καρκίνο, ούτε το χάρο. Τους αντιμετώπισε θαραλλέα, με αξιοπρέπεια, με λεβεντιά!
Πριν λίγες μέρες ήταν στο Union Cafe. Πώς είσαι; τον ρωτήσαμε. Καλά, μας είπε. Συνέρχομαι από τις θεραπείες. Ξέρεις, Χρήστο, όταν με ρωτάνε την ίδια ερώτηση, λέω μέσα μου: Θέλουν ν ακούσουν ότι νιώθω καλά. Ας μην τους χαλάσω το χατήρι! Το πως πραγματικά αισθάνομαι, όμως, το ξέρω μόνον εγώ… Το παλεύω, είπε και έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο, ανακατεύοντας τα χαρτιά του, όπως τα έβγαζε από την δερμάτινη τσάντα που πάντα κουβαλούσε…
Ο Λεό, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του από τα χρόνια της Αμερικής ακόμη, τις τελευταίες ημέρες είχε μπει πάλι στο νοσοκομείο. Στην “σουίτα” του, όπως έλεγε, περήφανος που κατάφερε να έχει ποιότητα ζωής ακόμη και στο κρεβάτι του πόνου… Να κάνεις ιδιωτική ασφάλεια, έχει διαφορά ολοφάνερη, έλεγε παινεύοντας τα πλεονεκτήματά της σε σχέση με την ασφάλεια σε φορέα του δημοσίου…
Νοιαζότανε πραγματικά. Έκανε το πρόβλημά σου, πρόβλημά του. Και ψάχνατε μαζί τη λύση… Από το νοσοκομείο, στην Ένωση και στο Union Cafe. Στην επαγγελματική του καθημερινότητα.
Τον πείραζε ο Πρόεδρος. Γέλαγε σαν παιδί ο Λεωνίδας. Αλλά και σοβαρός όπου η περίσταση το καλούσε. Με άποψη, με γνώμη. Ήταν και πολλά άλλα ακόμη. Κυρίως ήταν πρόθυμος να φανεί χρήσιμος όπου και όπως μπορούσε. Με τη συμβουλή, με την παραίνεση, με την προτροπή. Όταν ήξερε κάτι που θα μπορούσε να είναι χρήσιμο και σε σένα, σου το έλεγε. Σου εξηγούσε πως το έκανε και τι πλεονεκτήματα είχε. Και σε προέτρεπε.
Στο νοσοκομείο, σαν βάρυνε, τον επισκέφθηκε πάλι ο Πρόεδρος, ο Κρις Σπύρου. Ήλθε ο Πρόεδρος, του είπαν κάποιοι δικοί του άνθρωποι και φίλοι του που του παραστέκονταν… Και κείνος, ανακάθισε με κόπο πολύ στο κρεβάτι του… Μόνο για σένα σηκώνομαι, Πρόεδρε, είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου. Άλλη κουβέντα, δεν άκουσαν να βγει από το στόμα του…
Ο Πρόεδρος και άλλοι φίλοι του παραβρέθηκαν στην νεκρώσιμη ακολουθία, ταξιδεύοντας από την Αθήνα στην Κορίνθο. Ήταν το ελάχιστο μπροστά στην φιλία που τους συνέδεε χρόνια πολλά, πάνω από τριάντα!
Την προηγουμένη, ο Πρόεδρος έφθασε μαυροφορεμένος, πενθόντας, στην Ένωση. Την μέρα της κηδείας, όμως, ήρθε με κοστούμι και γραβάτα, όπως συνήθως ντύνεται. Για να τιμήσει το φίλο. Τον άνθρωπο. Τον συνεργάτη. Μα πάνω απ΄όλα, γιατί ο Λεωνίδας ήταν κι αυτός λάτρης του ωραίου.
“Requiem aeternam dona eis Domine” (= Ανάπαυσιν αιώνιον δος αυτοίς Κύριε).