Η αλήθεια για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας – Γιατί πανηγυρίζει η κυβέρνηση

Αθήνα.- Μία από τις βασικές επιδιώξεις των μνημονίων ήταν να μειωθεί σημαντικά το κόστος εργασίας. Ήταν η λεγόμενη θεωρία της «εσωτερικής υποτίμησης» που είχαν επεξεργαστεί οικονομολόγοι του ΔΝΤ όπως ο Ολιβιέ Μπλανσάρ.

Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, μέσα σε καθεστώς ενιαίου νομίσματος, οι χώρες μπορούν να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους μέσα από τη μείωση των ονομαστικών μισθών.

Στην Ελλάδα αυτό αποτυπώθηκε στη μείωση του κατώτατου μισθού και την αποδέσμευσή του από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και στην αναστολή ουσιαστικά του μηχανισμού των συλλογικών συμβάσεων για μεγάλο διάστημα. Αυτό οδήγησε σε αρκετούς κλάδους σταδιακά να χάσουν την τυπική τους ισχύ προηγούμενες ρυθμίσεις και οι εργαζόμενοι να υποχρεωθούν σταδιακά –υπό την πίεση και της απειλής της ανεργίας– να αποδεχτούν χαμηλότερες αποδοχές.

Οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί

Με το τέλος των μνημονίων, όντως σταματά η αναστολή ορισμένων πλευρών της εργατικής νομοθεσίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει και επιστροφή στην «κανονικότητα» όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση.

Καταρχάς έχει αλλάξει ούτως ή άλλως το καθεστώς με τις συλλογικές συμβάσεις ως προς τη μεσολάβηση και τη διαιτησία. Το κλειδί στο προηγούμενο καθεστώς ήταν ότι μπορούσε να υπάρχει μονομερής πρόσβαση στη διαιτησία η απόφασή του διαιτητή να είναι εφαρμοστέα.

Σήμερα, μπορεί να ζητηθεί από να υπάρξει δευτεροβάθμια διαιτητική επιτροπή, η οποία λόγω της σύνθεσής της με τη συμμετοχή δικαστικών κ.λπ. είναι πιθανό να είναι λιγότερο «φιλεργατική».

Για παράδειγμα στην διαιτητική απόφαση του 2016 για τους εργαζόμενους σε τουριστικά και επισιτιστικά καταστήματα (εστιατόρια, καφετέριες κ.λπ.) η δευτεροβάθμια διαιτητική επιτροπή αποφάσισε ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις μισθών σε σχέση με την προηγούμενη προ μνημονίων σύμβαση.

Το δεύτερο κλειδί είναι ο τρόπος που μετριέται το εάν η σύμβαση αυτή καλύπτει όντως το 50%+1 των εργαζομένων ενός κλάδου, ώστε να επεκταθεί στο σύνολό τους, δηλαδή το πώς μετριέται εάν οι επιχειρήσεις που συνυπογράφουν τη σύμβαση δια της εργοδοτικής τους ένωσης απασχολούν όντως το 50%+1 των εργαζομένων ενός κλάδου.

Σύμφωνα με τη σχετική εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας, θα καλούνται οι εργοδοτικές ενώσεις να καταθέσουν τα μητρώα μελών τους και στη συνέχεια το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ θα δίνει τα στοιχείων των απασχολουμένων σε αυτές ώστε να μπορεί να γίνει η εκτίμηση εάν καλύπτουν πάνω από τους μισούς εργαζομένους του κλάδου.

Εμπόδια στην επέκταση των συλλογικών συμβάσεων

Πάνω σε αυτό τα συνδικάτα έχουν επισημάνει ότι αυτή η ρύθμιση επιτρέπει σε εργοδοτικές ενώσεις είτε να μην καταθέσουν τα μητρώα μελών είτε να έχουν μια πολιτική να μην γράφονται πάρα πολλά μέλη ανά κλάδο.

Όπως παρατήρησε πρόσφατα ο γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας ιδιωτικών υπαλλήλων, Παναγιώτης Κυριακούλιας, «η κατάθεση του Μητρώου δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα και εφόσον η εργοδοτική οργάνωση δεν καταθέσει Μητρώο Μελών δεν μπορεί να υπάρξει επέκταση της κλαδικής σύμβασης».

Επιπλέον, είναι πιθανό σε αρκετές περιπτώσεις να έχουμε μαζικές αποχωρήσεις από εργοδοτικές ενώσεις εργοδοτών που δεν θα θέλουν να δεσμευτούν από μια συλλογική σύμβαση, κάτι που είχαμε δει και στο παρελθόν.

Άλλωστε, ήδη η εργοδοτική πλευρά έχει κάνει σαφές μέσα από σχετική παρέμβαση του προέδρου του ΣΕΒ Θ. Φέσσα ότι διαφωνεί με το συγκεκριμένο καθεστώς επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων και έχει αντιπροτείνει επιπλέον προτάσεις που καθιστούν ακόμη πιο απαγορευτικό τη δυνατότητα επέκτασης (π.χ. με το να αρνούνται την επέκταση των διαιτητικών αποφάσεων).

Επεκτείνονται συμβάσεις που καλύπτουν μικρό μέρος των εργαζομένων

Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να δούμε ακριβώς και τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Η κυβέρνηση επέλεξε να ξεκινήσει τη διαδικασία επέκτασης συμβάσεων από συγκεκριμένες συμβάσεις που ούτως ή άλλως αφορούσαν κλάδους που δεν σταμάτησαν να έχουν ένα καθεστώς ρύθμισης.

Ειδικότερα από τη μια είχαμε την επέκταση της συλλογικής σύμβασης των Τραπεζών. Η συγκεκριμένη σύμβαση υπογράφεται ανάμεσα στην ΟΤΟΕ και τους εκπροσώπους των τραπεζών (δεν υπάρχει εργοδοτική ένωση στον κλάδο). Είναι αλήθεια ότι οι τράπεζες επιδιώκουν να μειώσουν το κόστος εργασίας και λειτουργίας και αυτό αποτυπώνεται στα αλλεπάλληλα σχέδια εθελουσίας εξόδου. Όμως, ταυτόχρονα έχουν δείξει ότι μπορούν να αντέξουν το σημερινό επίπεδο των αμοιβών, καθώς άλλωστε έχουν επανέλθει σε κερδοφορία, ενώ κυρίως επενδύουν σε αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας. Στο βαθμό που στις τράπεζες επικρατεί γενικά εργασιακή ειρήνη και γίνονται αποδεκτές οι οργανωτικές και άλλες αλλαγές στους όρους εργασίας, οι τράπεζες μπορούν να αποδεχτούν τις συλλογικές συμβάσεις. Επιπλέον, οι τράπεζες που συμμετέχουν στη σύμβαση καλύπτουν ούτως ή άλλως τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων και διαμόρφωναν την κατάσταση του κλάδου.

Οι υπόλοιπες συμβάσεις αφορούν αυτές που συνάπτει ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εργαζομένων στη Ναυτιλία και τον Τουρισμό (ΠΑΣΕΝΤ), ένα σωματείο που καλύπτει τους εργαζομένους στα γραφεία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων και τα πρακτορεία ταξιδιών. Ο κλάδος έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και το σωματείο, του οποίου ηγετική φυσιογνωμία είναι ο γνωστός συνδικαλιστής Θάνος Βασιλόπουλος, έχει μακρά παράδοση να βρίσκει δρόμους συνεννόησης με την εργοδοσία. Όμως, είναι κλάδοι «πεπερασμένοι» όπου ούτως ή άλλως τηρούνταν οι συλλογικές συμβάσεις.

Γίνεται σαφές ότι μιλάμε για χώρους όπου οι συνθήκες που επικρατούσαν επέτρεπαν και τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων και την επέκτασή τους.

Οι πραγματικές δυσκολίες τώρα ξεκινούν

Το πρόβλημα και η πραγματική δοκιμασία για την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων αφορά τους μεγάλους κλάδους του ιδιωτικού τομέα, όπου σήμερα δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις και όπου ουσιαστικά ισχύει μόνο η ΕΓΣΕΕ για τους όρους εργασίας και η όποια πολιτική απόφαση για τον κατώτατο μισθό.

Αρκεί να αναλογιστούμε ότι μιλάμε για κλάδους με πολλές χιλιάδες εργαζομένους όπως είναι: οι εργαζόμενοι στο εμπόριο, οι εργαζόμενοι στην οικοδομή και τις κατασκευές, οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, οι εργαζόμενοι στα φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης και τα Κέντρα Ξένων Γλωσσών. Όλοι αυτοί είναι κλάδοι που απασχολούν ο καθένας δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους και όπου δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι οι εργοδοτικές ενώσεις θα αποδεχτούν εύκολα συμβάσεις ή θα βοηθήσουν στο να κατοχυρωθεί η επέκτασή τους.

Ακόμη και στον Τουρισμό και τον Επισιτισμό δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα μπορέσει να προχωρήσει με τον ίδιο τρόπο η επέκταση, πέραν του προβλήματος που υπάρχει συχνά με την ανασφάλιστη και αδήλωτη εργασία.

Αντίστοιχα, στο χώρο της βιομηχανίας μένει να δούμε εάν θα υπάρξουν ξανά συμβάσεις στους περισσότερους κλάδους και στη συνέχεια εάν θα επεκταθούν, με δεδομένη και την αρκετά επιφυλακτική έως αρνητική στάση του ΣΕΒ.

Όλα αυτά δείχνουν ότι απέχουμε πολύ από την επιστροφή σε ένα καθεστώς «κανονικότητας» στους χώρους εργασίας. Δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι σε αρκετούς κλάδους θα επιστρέψουν οι συμβάσεις και εάν στη συνέχεια θα μπορέσουν να επεκταθούν. Μεγάλο μέρος των εργοδοτών βολεύονται με τη σημερινή κατάσταση. Τα συνδικάτα  είναι σε υποχώρηση και μεγάλο μέρος των εργαζομένων είναι ακάλυπτοι συνδικαλιστικά. Η ανεργία και η εργασιακή επισφάλεια λειτουργεί ανασταλτικά προς τη διεκδίκηση δικαιωμάτων. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί ούτως ή άλλως μικρή δυνατότητα παρέμβασης είχαν Η κυβέρνηση ενδιαφέρεται περισσότερο να μπορεί να κάνει επικοινωνιακή διαχείριση παρά πραγματική πολιτική. Ο δρόμος για την επαναφορά των δικαιωμάτων των εργαζομένων αναμένεται να είναι μακρύς.