«Ναι μεν, αλλά…» από παράγοντες της αγοράς στην αύξηση του κατώτατου μισθού

Μπορεί η Κυβέρνηση να θεωρεί εμβληματική την απόφαση για αύξηση του κατώτατου μισθού από τα 586 στα 650 ευρώ, ωστόσο φορείς και εκπρόσωποι των επαγγελματιών και των επιχειρήσεων εκφράζουν τον έντονο προβληματισμό τους, απαντώντας στη HuffPost λίγες ώρες μετά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, καθώς διαμορφώνονται νέα – πιο κοστοβόρα – δεδομένα στο επιχειρείν.

Η απόφαση για αύξηση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση του υποκατώτατου είχε ληφθεί εδώ και καιρό από την κυβέρνηση. Έπρεπε όμως να προηγηθούν συζητήσεις και διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς. Από την στιγμή που επετεύχθη συμφωνία με τους εκπροσώπους των δανειστών, ο Αλέξης Τσίπρας – απαλλαγμένος πλέον και από το βάρος των έντονων διεργασιών για την Συμφωνία των Πρεσπών – έφερε το θέμα στο υπουργικό συμβούλιο.

Στόχος του ήταν να στείλει το μήνυμα, ότι στο εξής στην ατζέντα του θα κυριαρχήσουν θέματα οικονομίας και, κυρίως, ότι θα ληφθούν μέτρα ενίσχυσης των πολιτών.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν μία αναγκαιότητα. Και την είχαν αναγνωρίσει όλοι. Σχετικό αίτημα για αναπροσαρμογή προς τα πάνω είχαν καταθέσει διάφοροι φορείς. Με μία υποσημείωση όμως, που πλέον αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το πως βλέπει αυτή την εξέλιξη η αγορά και οι εκπρόσωποι επαγγελματιών και επιχειρήσεων.

Η πλευρά των εργοδοτών ζητούσε ταυτόχρονα, μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Και ο λόγος είναι απλός. Αναλογικά θα αυξηθούν οι εισφορές για όλους και κάτι τέτοιο εκτιμάται ότι μπορεί να αποτελέσει σημαντικό πρόβλημα για τη βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων.

«Καμπανάκι» για το μη-μισθολογικό κόστος

Ο ΣΕΒ από την πρώτη στιγμή που είχε τεθεί το θέμα στον δημόσιο διάλογο, είχε εκφράσει την άποψη ότι η όποια αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνδυαστεί με την πορεία παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας και με μείωση φόρων και εισφορών. Επίσης είχε προχωρήσει στην εκτίμηση ότι περισσότερο θα θιγούν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, καθώς σε αυτές απασχολούνται κυρίως οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο.

Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών ήταν το πρώτο επιμελητήριο που είχε τονίσει την ανάγκη αύξησης του κατώτατου μισθού, ως μέτρο ενίσχυσης της κατανάλωσης. Έθετε όμως ως απαραίτητη προϋπόθεση την ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Όπως επισημαίνει ο Πρόεδρος του Ε.Ε.Α. κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου « είμαστε υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού, όμως είναι επιβεβλημένο να μειωθεί το πολύ υψηλό μη μισθολογικό κόστος. Εφόσον ισχύσει μόνον η αναπροσαρμογή του κατώτατου, θα επιβαρυνθούν πάρα πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις και κάποιες δεν αποκλείεται να αναγκαστούν να βάλουν λουκέτο. Και βέβαια δύσκολα θα ενισχυθεί η απασχόληση».

Η ανησυχία πολλών παραγόντων της αγοράς είναι ότι ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη μία προσπάθεια μείωσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εφορία και ταμεία, με εφαρμογή ρυθμίσεων όπως ο Εξωδικαστικός, η αύξηση του κατώτατου θα συμπαρασύρει τις εισφορές και ίσως προκαλέσει νέα χρέη από επαγγελματίες και επιχειρήσεις, επειδή δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.

 Είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι αυτοαπασχολούμενοι πληρώνουν τη μικρότερη εισφορά θα υποχρεωθούν να βάλουν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη. Τα 157 ευρώ κάθε μήνα που πληρώνουν έως σήμερα, υπολογίζονται από το ύψος του κατώτατου. Άρα με τα νέα δεδομένα θα αυξηθεί και η επιβάρυνση τους. Και βέβαια χωρίς να δουν ανάλογη αύξηση στις αποδοχές τους.

Ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ κ. Γιώργος Καββαθάς ο οποίος βλέπει θετικά την αναπροσαρμογή προς τα πάνω του κατώτατου, τονίζει την ανάγκη αύξησης του αφορολόγητου για τους μισθωτούς και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους.

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η ΕΣΕΕ, με τον κ. Νίκο Κουγιουμτσή να επισημαίνει, ότι απαιτούνται μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων, όπως η μείωση φόρων και εισφορών και η εφαρμογή του ακατάσχετου λογαριασμού.

Ουσιαστικά οι μεγάλοι κερδισμένοι θα είναι οι νέοι έως 25 ετών, καθώς με την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, που σήμερα είναι στα 511 ευρώ και με την αύξηση του κατώτατου, θα δουν τη μηνιαία αμοιβή τους να φτάνει πλέον στα 650 ευρώ. Δηλαδή διαφορά 139 ευρώ. Το ερώτημα βέβαια είναι, κατά πόσο θα επιλέγονται πλέον από τους εργοδότες, καθώς οι αποδοχές τους δεν θα έχουν διαφορά από εργαζόμενους με μεγαλύτερη προϋπηρεσία.

πηγή:Huffingtonpost.gr