ΑΠΟΨΗ: Καταδικαστέες οι ακραίες συμπεριφορές, αλλά και οι άδικες επιθέσεις

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατάσταση που αντιμετωπίζει ο πλανήτης, μαζί του και εμείς οι Έλληνες εντός των τειχών (και εντός των οικιών μας) από την  επέλαση του φονικού Κοροναϊού, είναι τω όντι δύσκολη.  Η ανθρωπότητα δοκιμάζεται. Όσο, όμως, περισσότερο δύσκολες είναι οι περιστάσεις, τόσο περισσότερο κανείς επιθυμεί να τις αντιμετωπίσει κοντά στους δικούς του ανθρώπους. Αυτό είναι φυσιολογικό.

Στην κατάσταση αυτή έχουν περιέλθει περίπου 3.000  Έλληνες του εξωτερικού, στην πλειοψηφία τους φοιτητές από την Αγγλία, αλλά και από άλλες χώρες.  Συνωθούνται, συνωστίζονται και ξενυχτούν στα αεροδρόμια, απευθύνονται στα κατά τόπους ελληνικά προξενεία, ψάχνουν τρόπους και οδούς  που θα τους οδηγήσουν  πίσω στην πατρίδα, στις οικογένειές τους.

Η φυσιολογική αυτή αντίδραση ( εξωτερίκευση του ενδόμυχου φόβου μας) πολλές φορές οδηγεί και σε  ακραίες συμπεριφορές , απόλυτα και από όλους καταδικαστέες. Το ίδιο, όμως θα μπορούσε κανείς να καταλογίσει και  στον  υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων, Νίκο Χαρδαλιά, ο οποίος στην σημερινή «ενημέρωση» ξέφυγε από τον ρόλο του ενημερωτή και έγινε επιτιμητής.

Φράσεις όπως “‘Ξεχασμένα Ελληνόπουλα τα οποία κάνουν βιντεάκια» αλλά αρνούνται να μας απαντήσουν αν καλύπτονται από τις τρεις κατηγορίες είναι αν θέλετε στα όρια της πρόκλησης», μάλλον σε υπέρμετρο εκνευρισμό θα μπορούσε να αποδοθεί, παρά σε ψύχραιμη ενημέρωση.  Εκνευρισμό που όμως θέτει ερωτήματα για το εάν και κατά πόσο συνάδει με τη θέση ενός υπευθύνου για τη «Διαχείριση Κρίσεων».

Δεν λέμε ότι έχει άδικο. Επί της ουσίας, ο κ. Χαρδαλιάς, δίκιο έχει. Ξενίζει, όμως, η επίθεση εναντίον κυρίως νεαρών Ελλήνων που μπροστά στην πανδημία θέλουν να γυρίσουν στην πατρίδα τους.  Η πατρίδα –κάθε πατρίδα- δεν δικαιούται να κλείνει την πόρτα στα παιδιά της που σπουδάζουν ή ζουν στο εξωτερικό. Ούτε δικαιολογείται η υπερβολή πως  πως «δεν κάνουμε γενικό επαναπατρισμό”. Γενικό επαναπατρισμό υποδεχόμενοι τρεις χιλιάδες ανθρώπους; «Στην Ελλάδα των 8 εκατομμυρίων μέσα και 7 εκατομμυρίων έξω», όπως για χρόνια ήταν –αν δεν εξακολουθεί να είναι και σήμερα- το σλόγκαν των ελληνικών κυβερνήσεων για τον Απόδημο Ελληνισμό;

Αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορούμε εύκολα να βάλουμε σε καραντίνα 3.000 άτομα. ‘Ισως δεν μπορούμε ούτε με δυσκολία. Ποτέ δεν είχαμε, άλλωστε, δομές σύγχρονου κράτους. Αλλά μέχρις εκεί.  Η σωστή φράση του κ. Χαρδιαλιά πως  “σεβόμαστε το δικαίωμα και τη βούληση του καθενός να θέλει να επιστρέψει στην Ελλάδα» θα έπρεπε, κατά την άποψή μας, να συνοδεύεται από την παράκληση να επιδείξουν οι εκτός των τειχών συμπατριώτες μας, κατανόηση και υπομονή.  Καθώς και από την έκφραση της βαθιάς μας  λύπης για την ανημποριά μας! Αν αυτό δεν μπορούμε, μην τους αποπαίρνουμε κιόλας επειδή δεν μπορούμε να τους δεχτούμε στην πατρίδα τους! Μην τους επιτιθέμεθα από πάνω επειδή μέσα στο φόβο τους δικαιολογημένα εκείνοι μπορεί και να υπερβάλουν…

Κατανοητό πως η κυβέρνηση, αξιολογεί, θέτει προτεραιότητες και κατηγοριοποιεί τις πραγματικές ανάγκες.  Κατανοητό και θεμιτό. Όπως και το να επαναπατρίζουμε ανθρώπους «που πραγματικά δεν έχουν πού να μείνουν, είναι εγκλωβισμένοι ή χρήζουν άμεσης φροντίδας». Και αυτό είναι θεμιτό. Όπως, όμως, αυτονόητο είναι και το δικαίωμα κάθε Έλληνα να θέλει να επιστρέψει στην πατρίδα του.

Οι Έλληνες του εξωτερικού δεν είναι καλοί μόνον όταν τους έχει ανάγκη η μητέρα Ελλάδα. Το ίδιο καλοί είναι και όταν η πατρίδα τους θεωρεί  «βάρος». Και πρέπει να αντιμετωπίζονται με πνεύμα κατανόησης από το εθνικό κέντρο, αν όχι και διαχρονικής ενοχής.