Εμβολιασμός : Ποιος είναι ο βαθμός ανοσίας των Ελλήνων – Τα πρώτα στοιχεία

Το καλοκαίρι που βρίσκεται προ των πυλών δεν θα είναι και πάλι – παρά την περαιτέρω χαλάρωση των μέτρων που μόλις ίσχυσε – ένα ξέγνοιαστο «κανονικό» καλοκαίρι, σαν αυτά που γνωρίζαμε προ κορωνοϊού, αφού η πανδημία η οποία μπήκε στη ζωή μας πριν από περίπου ενάμιση χρόνο είναι ακόμη εδώ. Οπως όλα δείχνουν, όμως, θα είναι ένα πιο αισιόδοξο καλοκαίρι, στον δρόμο προς την κανονικότητα, χάρη σε ένα «υπερ-όπλο» το οποίο δεν διαθέταμε τέτοια εποχή πέρυσι: δεν είναι άλλο από το εμβόλιο για τον SARS-CoV-2. Δεκάδες χιλιάδες Ελληνες εμβολιάζονται καθημερινά και η viral πλέον ευχή που ανταλλάσσουν όλοι μεταξύ τους είναι μία: «Καλή ανοσία!».

Μια ευχή που γεννά όμως πολλά ερωτήματα στον καθένα για την επόμενη ημέρα του σωτήριου τσιμπήματος: θα παραγάγει αντισώματα και πότε αυτά θεωρούνται επαρκή; Ακόμη και αν έχει χαμηλά αντισώματα μετά την πρώτη δόση του εμβολίου, αυτό σημαίνει ότι δεν θα αποκριθεί καλά ούτε στη δεύτερη; Παίζουν ρόλο μόνο τα αντισώματα στην ανάπτυξη ανοσίας; Πόσο καιρό θα διαρκέσει η ανοσία από τον εμβολιασμό; Μπορεί κάποιος να χαλαρώσει τα μέτρα προστασίας αν έχει λάβει έστω μία δόση του εμβολίου; Και αν έχει λάβει και τις δύο δόσεις, είναι πλέον «ελεύθερος;».

Οι «επιδόσεις» των εμβολίων σε αντισώματα

Η λίστα των αποριών – και ευλόγως – δεν έχει τελειωμό. Η αγωνία του εμβολιασμένου ελληνικού πληθυσμού για την ανοσία που θα αναπτύξει αποτυπώνεται και με βάση τα στοιχεία: Σύμφωνα με το Πιστοποιημένο Εργαστήριο, που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα ελέγχου CΟVID-19 στη χώρα, παρατηρείται τους τελευταίους δύο μήνες σημαντική αύξηση των τεστ αντισωμάτων. Τον Φεβρουάριο οι έλεγχοι IGG αντισωμάτων ήταν περίπου 200, τον Μάρτιο πάνω από 1.700, ενώ τον Απρίλιο εκτοξεύθηκαν σε περισσότερους από 5.000. Με άλλα λόγια, οι έλεγχοι είναι σήμερα 19 φορές περισσότεροι σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο, όταν είχαν μόλις αρχίσει οι εμβολιασμοί.

Στο… κυνήγι των αντισωμάτων μετά το εμβόλιο έχουν ριχθεί από την έναρξη των εμβολιασμών στη χώρα μας και έλληνες επιστήμονες, οι οποίοι «σκιαγραφούν» στο «Βήμα» τη μέχρι στιγμής εικόνα της μετα-εμβολιαστικής ανοσίας. Οπως αναφέρει ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής και πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) κ. Αθανάσιος Δημόπουλος, ο οποίος με την ομάδα του πραγματοποιεί μεγάλη μελέτη σχετικά με τον τίτλο αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό, «στη μελέτη μας που διεξάγεται υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Αιματολογίας του ΕΚΠΑ κ. Ευάγγελου Τέρπου και με τη συνεισφορά του καθηγητή Βιολογίας του ΕΚΠΑ κ. Ιωάννη Τρουγκάκου, μέχρι σήμερα έχουν συμμετάσχει 1.500 άτομα που έχουν εμβολιαστεί με τα εμβόλια των Pfizer/BioNTech, Moderna και AstraZeneca/Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Από αυτούς οι 300 είναι υγειονομικοί του νοσοκομείου Αλεξάνδρα (με διάμεση ηλικία τα 49 έτη) που στο σύνολό τους εμβολιάστηκαν με το εμβόλιο της Pfizer, 200 άτομα είναι υγιείς εθελοντές και άνω των 1.000 ατόμων είναι ασθενείς με κακοήθη νοσήματα υπό διάφορες αντινεοπλασματικές θεραπείες».

Tα αποτελέσματα σχετικά με τους εμβολιασθέντες υγειονομικούς, που δημοσιεύτηκαν στο «American Journal of Hematology», έδειξαν ότι το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech προκαλεί ισχυρές ανοσοαποκρίσεις. «Εναν μήνα μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου όλοι οι υγειονομικοί είχαν αναπτύξει πολύ υψηλούς τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι του ιού. Μετά την πρώτη δόση, το αντίστοιχο ποσοστό ανάπτυξης υψηλών τίτλων εξουδετερωτικών αντισωμάτων ήταν περίπου 50%». Πολύ καλά ήταν τα αποτελέσματα και στα άτομα άνω των 80 ετών που έλαβαν το εμβόλιο της Pfizer. «Ωστόσο, στην ομάδα αυτή περίπου το 5% δεν φάνηκε να αναπτύσσει ικανοποιητική απάντηση στον εμβολιασμό. Ετσι καταλήγουμε στο ότι η δεύτερη δόση του εμβολίου είναι απολύτως απαραίτητη για όλους και ιδιαιτέρως για τα άτομα άνω των 50 ετών» λέει ο κ. Δημόπουλος.

Οι ερευνητές διεξάγουν και μελέτη σύγκρισης της αντισωματικής απόκρισης ανάλογα με το εμβόλιο. Ο πρύτανης του ΕΚΠΑ σημειώνει ότι «με βάση τη σύγκριση της αντισωματικής απάντησης στα εμβόλια των Pfizer και AstraZeneca σε 150 άτομα, ηλικίας 60-64 ετών, δείξαμε ότι 50 ημέρες μετά την πρώτη δόση του εμβολίου οι εμβολιασθέντες με το εμβόλιο της Pfizer (σ.σ. είχαν λάβει και τις 2 δόσεις) είχαν διάμεση εξουδετερωτική ικανότητα έναντι του SARS-CoV-2 της τάξεως του 96%, ενώ οι εμβολιασθέντες με το εμβόλιο της AstraZeneca (σ.σ. είχαν λάβει μόνο την 1η δόση) είχαν διάμεση εξουδετερωτική ικανότητα 41%. Τα δεδομένα μας υποστηρίζουν τη μείωση του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ των δύο δόσεων του εμβολίου της AstraZeneca – πιθανώς η δεύτερη δόση θα πρέπει να χορηγείται μεταξύ 4-8 εβδομάδων από την πρώτη δόση». 

Πόσο διαρκεί η «ανοσία» μετά τη δεύτερη δόση

Συστηματική μελέτη σχετικά με την παραγωγή αντισωμάτων από τους εμβολιασθέντες διεξάγει και ο κ. Βασίλειος Γοργούλης, καθηγητής και διευθυντής στο Εργαστήριο Ιστολογίας – Εμβρυολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, με την ομάδα του. Οπως αναφέρει ο καθηγητής, η ομάδα παρακολουθεί συστηματικά την αντισωματική απόκριση σε 300 άτομα που έχουν εμβολιαστεί – τα περισσότερα εξ αυτών με το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech – στο πλαίσιο της «Εμβληματικής Δράσης για την Επιδημιολογική Μελέτη του SARS-CoV-2», στην οποία συμμετέχουν σημαντικά ακαδημαϊκά κέντρα της χώρας μας υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ).

Τα έως τώρα αποτελέσματα της ομάδας του κ. Γοργούλη δείχνουν επίσης επαρκή αντισωματική απόκριση σε όλους μόνο μετά τη χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου. «Μέχρι στιγμής, σε ό,τι αφορά το εμβόλιο της Pfizer, για το οποίο έχουμε και τα περισσότερα στοιχεία, μετά την πρώτη δόση το 50% των εμβολιασθέντων αναπτύσσει τίτλο αντισωμάτων. Μετά τη δεύτερη δόση επαρκή αντισωματική απόκριση εμφανίζει το 100% των εμβολιασθέντων. Ο τίτλος αυτός όμως πέφτει με την πάροδο του χρόνου – εκτιμούμε ότι τον Σεπτέμβριο θα έχουμε αποτελέσματα σχετικά με τον ρυθμό αύξησης και μετέπειτα μείωσης των αντισωμάτων ύστερα από τον εμβολιασμό».

Η μελέτη του κ. Δημόπουλου και των συνεργατών του, στο πλαίσιο της οποίας αναμένεται να παρακολουθηθούν οι εμβολιασθέντες ως και 18 μήνες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου, έχει δώσει κάποια άκρως ενδιαφέροντα πρώτα δεδομένα σχετικά με την… καθοδική πορεία των αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό. Σύμφωνα με αυτά, στους τρεις μήνες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου εμφανίζεται μείωση του επιπέδου της αντισωματικής απάντησης σε περίπου 20% των εμβολιασθέντων – ωστόσο και πάλι συνεχίζουν να έχουν υψηλή προστασία έναντι του ιού. «Σε κανέναν εθελοντή η πτώση δεν φάνηκε να φτάνει σε επίπεδα κάτω του 50%. Με βάση και τα διεθνή δεδομένα, είναι πιθανό να χρειαστεί και μια τρίτη δόση και ακολούθως ετήσιες δόσεις προσαρμοσμένες ανάλογα με τα κυκλοφορούντα στελέχη του ιού, κατ’ αναλογία με τον ιό της γρίπης» επισημαίνει ο πρύτανης του ΕΚΠΑ.

Και αν κάποιος δεν αναπτύξει ποτέ ισχυρή αντισωματική απόκριση, είναι σίγουρο ότι δεν είναι προστατευμένος; είναι ένα άλλο καίριο ερώτημα. Ο κ. Δημόπουλος εξηγεί ότι «η ανοσία που δημιουργείται μετά από φυσική λοίμωξη ή εμβολιασμό διακρίνεται σε δύο κύριες κατηγορίες – τη χυμική ανοσία που μεσολαβείται από τα αντισώματα και την κυτταρική ανοσία που μεσολαβείται από τα Τ-λεμφοκύτταρα. Η ανάπτυξη υποβέλτιστων αντισωμάτων μετά το εμβόλιο δεν αποκλείει την ανάπτυξη κυτταρικής ανοσίας. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι άτομα που έχουν ιαθεί από φυσική λοίμωξη COVID-19 αναπτύσσουν ειδικά CD4+ T-κύτταρα έναντι στον SARS-CoV-2, η παραγωγή των οποίων δεν προέρχεται από απόκριση στην πρωτεΐνη ακίδα του. Αυτή η ειδική ανοσία από τα Τ-κύτταρα διατηρείται τουλάχιστον 6 μήνες, ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα ο τίτλος των αντισωμάτων μπορεί να παρουσιάζει μείωση».

Δεν γνωρίζουμε αν και πώς σχετίζονται τα επίπεδα των αντισωμάτων που παράγει κάποιος με την κυτταρική ανοσία, υπογραμμίζει στο «Βήμα» ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής κ. Δημήτριος Παρασκευής. «Υπάρχουν περιπτώσεις εμβολιασμένων ατόμων μεγάλης ηλικίας που δεν αναπτύσσουν τόσο υψηλό τίτλο αντισωμάτων, τα οποία μολύνθηκαν με μεταλλαγμένα στελέχη του SARS-CoV-2 αλλά δεν νόσησαν σοβαρά. Αυτό δείχνει ότι τα επίπεδα αντισωμάτων δίνουν μια ενδεικτική αλλά όχι απόλυτη εικόνα της ανοσίας που αναπτύσσει ένα άτομο».

Απαραίτητη η τήρηση των μέτρων

Τα μέτρα προστασίας – υγιεινή των χεριών, μάσκα, αποστάσεις – πρέπει να τηρούνται απαρέγκλιτα και μετά τον εμβολιασμό, επισημαίνει ο κ. Γοργούλης. «Κανένα εμβόλιο δεν είναι 100% αποτελεσματικό και ο ιός συνεχίζει να κυκλοφορεί στην κοινότητα έως ότου εμβολιαστεί μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Επιπροσθέτως δεν είμαστε ασφαλείς προτού περάσουν δύο εβδομάδες από τη λήψη της δεύτερης δόσης του εμβολίου».

Κλείνοντας ο κ. Παρασκευής στέλνει ένα μήνυμα που μας αφορά όλους: «Ο κίνδυνος να μολυνθούμε με τον νέο κορωνοϊό δεν εξαρτάται μόνο από το αν είμαστε εμείς εμβολιασμένοι, αλλά και οι γύρω μας». Προς γνώση και συμμόρφωση εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων…

Ο γρίφος των μεταλλαγμένων στελεχών

Ενας σημαντικός «γρίφος» για τους επιστήμονες που μελετούν την ανοσοαπόκριση μετά τον εμβολιασμό αφορά και την πιθανή επίδραση των μεταλλαγμένων στελεχών του ιού στην ανοσία από το εμβόλιο. «Εχουμε ξεκινήσει μελέτες στις οποίες μετράμε τα εξουδετερωτικά αντισώματα έναντι των μεταλλαγμένων στελεχών του ιού στους εθελοντές που παρακολουθούμε, με τη βοήθεια του καθηγητή Γεωργίου Παυλάκη από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ», λέει ο κ. Δημόπουλος και συμπληρώνει ότι «διεθνείς μελέτες δείχνουν πάντως ότι ειδικά τα mRNA εμβόλια παραμένουν αποτελεσματικά απέναντι στις νέες μεταλλάξεις του ιού. Είναι σίγουρο πως σε ό,τι αφορά τα εμβόλια που απαιτούν δύο δόσεις πρέπει να εμβολιαστούμε και με τις δύο. Οπως δείχνουν και τα στοιχεία μας, μετά την πρώτη δόση περίπου οι μισοί συμπολίτες μας – και μάλιστα οι πιο ηλικιωμένοι – δεν έχουν υψηλή προστασία έναντι του ιού. Αρα η δεύτερη δόση είναι υποχρεωτική».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΒΗΜΑ/in.gr