Θρήνος στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο: Πέθανε ο Γκερντ Μίλερ

Θλίψη σκόρπισε στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο η είδηση του θανάτου του Γκερντ Μίλερ. Ο Μίλερ έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 75 ετών, έπειτα από μεγάλη μάχη με τη νόσο του Αλτσχάιμερ.

Ο Γκερντ Μίλερ υπήρξε ένας «μπόμπερ» των γηπέδων. Αγωνίστηκε στην Μπάγερν από το 1964 έως το 1979 και σε 605 συμμετοχές πέτυχε 563 γκολ κατακτώντας 14 τίτλους. Εξίσου σημαντική η πορεία του και με την εθνική ομάδα της Δυτικής Γερμανίας με την οποία κατέκτησε το Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1972, αλλά και το Μουντιάλ του 1974.

Για «μαύρη μέρα για την Μπάγερν Μονάχου» έκανε λόγο ο πρόεδρος των Βαυαρών, Χέρμπερτ Χάινερ, ενώ ο CEO, Όλιβερ Καν, σχολίασε πως «η είδηση του θανάτου του Γκερντ μας επηρέασε όλους βαθιά, είναι ένας από τους μεγαλύτερους θρύλους της ομάδας».

Μέχρι και σήμερα ο Μίλερ παραμένει πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Μπουντεσλίγκα με 365 τέρματα σε 427 εμφανίσεις. Συνολικά, σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο, μέτρησε 711 τέρματα σε 780 εμφανίσεις.

Το βιογραφικό του

Ο Γκερντ Μίλερ γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου του 1945 στο Νέρντλινγκεν που βρίσκεται σε απόσταση μιάμισης ώρας βορειοδυτικά από το Μόναχο. Ήταν το έκτο παιδί μίας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Από μικρός δούλευε σε εργοστάσιο για να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα, ενώ τις υπόλοιπες ώρες κυνηγούσε μία μπάλα στις αλάνες της γενέθλιας πόλης του στη Βαυαρία.

Ξεκίνησε στις ακαδημίες της τοπικής ομάδας ΤΣΦ 1861 Νέρντλινγκεν σε ηλικία 9 ετών και από μικρός διακρινόταν για την ευχέρεια στο σκοράρισμα. Ως το 1963–64 σημείωσε στα πρωταθλήματα νέων περισσότερα από 500 τέρματα. Όπως ήταν σχετικά μικρόσωμος, με κοντά πόδια και παχουλός δεν γέμιζε το μάτι για επιθετικός, γι’ αυτό όταν τον ρωτούσαν που οφείλει την επιτυχία του απαντούσε ειρωνικά: «Στην πατατοσαλάτα της μητέρας μου».

Το χαμηλό κέντρο βάρους του θεωρήθηκε από τους ειδικούς του αθλήματος ότι ήταν το μυστικό της επιτυχίας του, αφού τον έκανε ικανό να πάρει την μπάλα με την πλάτη του ενάντια στο τέρμα και να γυρίζει με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς να χάσει την ισορροπία του. Αν είχε την ευκαιρία να σκοράρει δεν καθυστερούσε ποτέ για να σκεφτεί δεύτερη φορά δρώντας ενστικτωδώς. Δεν διέθετε υψηλή τεχνική, όμως ήταν πάντα στην κατάλληλη θέση, ιδιαίτερα μέσα στη μεγάλη περιοχή.

Το άλμα στην Μπάγερν

Στις 27 Απριλίου 1963, ο 17χρονος Μίλερ έκανε το ντεμπούτο του με την πρώτη του ομάδα στην κατηγορία ανδρών (ΤΣΦ 1961 Νέρντλινγκεν) με αντίπαλο την Άουγκσμπουργκ 85 την αγωνιστική περίοδο 1962–63. Στην πρώτη του πλήρη αγωνιστική περίοδο (1963–64), με 47 τέρματα σε 28 εμφανίσεις, είχε σημαντικό μερίδιο στην άνοδο του συλλόγου στη Landesliga. Εντοπίστηκε από τη διοίκηση της Μπάγερν Μονάχου και υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο στο σύλλογο, που τότε δεν διέθετε σημαντικούς επιθετικούς.

Στο τεχνικό επιτελείο της Μπάγερν αρχικά δεν έγινε δεκτός με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Μάλιστα ο προπονητής Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι τον απαξίωσε λέγοντας ότι δεν χρειάζεται αρσιβαρίστα αλλά ποδοσφαιριστή. Τον αποκαλούσαν μάλιστα Kleines dickes Müller (κοντός, χοντρός Μίλερ). Για δέκα παιχνίδια δεν τον χρησιμοποίησε καθόλου. Στις 14 Αυγούστου 1964, έπαιξε το πρώτο του παιχνίδι στη Μπουντεσλίγκα (0–1 απέναντι στη Μόναχο 1860), ενώ στον αγώνα στις 18 Οκτωβρίου με τη Φράιμπουργκ πέτυχε δύο γκολ στη νίκη με 11–2 και συνολικά 14 στην πρώτη χρονιά στο πρωτάθλημα. Η Μπάγερν τελείωσε στο τρίτη θέση της κατάταξης στο τέλος της σεζόν και κέρδισε το Κύπελλο DFB: ήταν ο πρώτος τίτλος του συλλόγου σε εννέα χρόνια.

Έτσι καθιερώθηκε και από την επόμενη αγωνιστική περίοδο αποτέλεσε για χρόνια το σταθερό τρίο της ομάδας μαζί με τον Φραντς Μπεκενμπάουερ και τον τερματοφύλακα Σεπ Μάιερ. Τη χρονιά εκείνη (1966–1967) παίρνει τους πρώτους ατομικούς τίτλους (πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος, του Κυπέλλου και καλύτερος παίκτης της χρονιάς στη Γερμανία- ο πρώτος από τους δύο τίτλους που κατέκτησε), ενώ η ομάδα στέφεται Κυπελλούχος Ευρώπης. Το τρίο κατέκτησε μαζί με την Μπάγερν τέσσερα πρωταθλήματα Γερμανίας, τέσσερα Κύπελλα, τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών, ένα Κύπελλο Κυπελλούχων κι ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο.

Βροχή τα γκολ

Ήταν πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος επτά φορές επίδοση που παραμένει ως ρεκόρ. Είχε το διεθνές ρεκόρ των 66 γκολ σε 74 παιχνίδια ευρωπαϊκών διοργανώσεων για τρεις δεκαετίες. Την αγωνιστική περίοδο 1971– 72, σημείωσε 40 τέρματα στην Μπουντεσλίγκα κάνοντας ρεκόρ (καταρρίφθηκε σχεδόν μισό αιώνα αργότερα). Κατέκτησε το Χρυσό Παπούτσι των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων ως κορυφαίος σκόρερ (το είχε κερδίσει και το 1970 με 38 τέρματα, ενώ κέρδισε ακόμα ένα αργυρό και ένα χάλκινο), ο πρώτος με τέσσερα βραβεία.

Την ίδια χρονιά σημείωσε συνολικά 85 γκολ σε 60 επίσημους αγώνες, επίδοση στις πέντε καλύτερες όλων των εποχών. Την αγωνιστική περίοδο 1976–77 σημείωσε συνολικά σε 72 επίσημους και φιλικούς αγώνες 146 τέρματα, επίδοση που είναι από τις υψηλότερες που έχουν καταγραφεί στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Δεν ήταν σύνηθες να σημειώνει εντυπωσιακά γκολ, όμως αυτό που χρονολογείται από τις 17 Μαΐου 1974 όταν η Μπάγερν κέρδισε το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα για πρώτη φορά με 4–0 με αντίπαλο την Ατλέτικο Μαδρίτης στο 58ο λεπτό είναι αξιομνημόνευτο.

Στα 15 χρόνια της καριέρας του με την ομάδα του Μονάχου σημείωσε 365 τέρματα σε 427 αγώνες πρωταθλήματος πρώτης εθνικής, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα το ρεκόρ του γερμανικού πρωταθλήματος. Ήταν πρώτος σκόρερ της ομάδας στα 14 χρόνια της παρουσίας του, από το πρώτο έως το 1977–78.Η αποτελεσματικότητά του είναι η καλύτερη όλων των εποχών στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις με αναλογία γκολ ανά αγώνα 0,97 για το Κύπελλο Πρωταθλητριών και 0,87 για το σύνολο των ευρωπαϊκών διοργανώσεων.

Κλείνοντας την σταδιοδρομία του στο σύλλογο του Μονάχου είχε σημειώσει 1.335 τέρματα σε επίσημους και φιλικούς αγώνες (σύμφωνα με επίσημο βιβλίο που κυκλοφόρησε η Μπάγερν το 2010), αλλά η RSSSF και άλλες στατιστικές πηγές αναφέρουν χαμηλότερο αριθμό. Όπως δήλωσε και ο συμπαίκτης του και κορυφαίος Γερμανός Φραντς Μπεκενμπάουερ, δεν υπάρχει αμφιβολία: «Ότι η Μπάγερν Μονάχου κατάφερε να επιτύχει είναι χάρη στον Γκερντ Μίλερ και τα γκολ του».

Φινάλε στις ΗΠΑ

Στο τέλος της καριέρας του μετέβη στις ΗΠΑ, όπου αγωνίστηκε τρεις σεζόν με την ομάδα Φορτ Λόντερντεϊλ Στράικερς στο πρωτάθλημα του NASL. Η πρώτη χρονιά ήταν η καλύτερη ατομικά πετυχαίνοντας 19 γκολ σε 25 αγώνες πρωταθλήματος. Σε συλλογικό επίπεδο στην παρουσία του στις ΗΠΑ σημαντικότερη στιγμή ήταν η συμμετοχή στον τελικό του Πρωταθλήματος το Σεπτέμβριο του 1980, όπου οι Στράικερς έχασαν από την Νιου Γιορκ Κόσμος. Έκλεισε την καριέρα του στις 11 Αυγούστου 1981 έχοντας σημειώσει 405 τέρματα σε 507 αγώνες πρωταθλήματος πρώτης κατηγορίας, ενώ το αποχαιρετιστήριο παιχνίδι προς τιμήν του διοργανώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1983 μπροστά σε 50.000 θεατές στο Ολυμπιακό Στάδιο: σε φιλικό αγώνα μεταξύ της Μπάγερν και της εθνικής ομάδας (4–2) αγωνίστηκε για ένα ημίχρονο με το σύλλογο του Μονάχου και για 5 λεπτά με την εθνική ομάδα.

 

Η καριέρα του στην Εθνική

Από το 1966 αποτέλεσε σταθερό μέλος της Εθνικής Δυτικής Γερμανίας, με την οποία αγωνίστηκε ως το 1974 και πέτυχε 68 τέρματα σε 62 εμφανίσεις, με τον αριθμό των γκολ να είναι εθνικό ρεκόρ για 40 χρόνια.

Έκανε το ντεμπούτο του στις 12 Δεκεμβρίου 1966 στον αγώνα απέναντι στην Τουρκία (2–0), ενώ στη δεύτερη εμφάνισή του σημείωσε 4 τέρματα με την Αλβανία (6–0), για την προκριματική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1968.

Σημείωσε οκτώ χατ-τρικ σε διεθνείς αγώνες, η δεύτερη καλύτερη επίδοση στον κόσμο μέχρι τότε. Με την εθνική κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1972 και το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974. Στα παιχνίδια του με την εθνική γνώρισε 45 νίκες, 9 ισοπαλίες και μόνο 8 ήττες. Το προσωνύμιο «βομβαρδιστής του έθνους» (Der bomber der nation) δεν άργησε να έρθει. Με τα 68 τέρματα παραμένει στους 25 πρώτους όλων των εποχών έχοντας την τρίτη καλύτερη αναλογία γκολ ανά αγώνα από όλους τους άλλους.

Το 1970 αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού με 10 γκολ σημειώνοντας δύο συνεχόμενα χατ-τρικ απέναντι στη Βουλγαρία και το Περού και τιμήθηκε με τη Χρυσή Μπάλα ως καλύτερος ποδοσφαιριστής στην Ευρώπη. Ο «βομβαρδιστής του έθνους» σημείωσε το γκολ της νίκης απέναντι στην Αγγλία στον προημιτελικό (3–2 στην παράταση) και ήταν από τους πρωταγωνιστές του δραματικού ημιτελικού με την Ιταλία που έμεινε στην ιστορία ως ο «αγώνας του αιώνα».

Ο ημιτελικός άρχισε με την Ιταλία να ανοίγει το σκορ από πολύ νωρίς και τη Γερμανία να μη παραδίδει τα όπλα μέχρι τα λεπτά των καθυστερήσεων όταν ισοφάρισαν σε 1–1 και οδήγησαν τον αγώνα στην παράταση. Μέχρι τότε οι Γερμανοί είχαν παράπονα από τον Μεξικανό διαιτητή. Ο Μύλερ στα πρώτα λεπτά της παράτασης, απαλλαγμένος από το σκληρό μαρκάρισμα του αμυντικού Ροζάτο, ο οποίος είχε αντικατασταθεί, δίνει το προβάδισμα στο σκορ για τη Γερμανία, αλλά η χαρά δεν διαρκεί πολύ. Ο Μπούρνιτς θα ισοφαρίσει σε 2–2, με το διαιτητή να συνεχίζει να παίζει φιλικά τους Ιταλούς και να αγνοεί ένα φάουλ πριν ο Λουίτζι Ρίβα κάνει το 3–2. Πέντε λεπτά αργότερα ο Μύλερ ισοφαρίζει σε 3–3, αλλά χρειάστηκαν μόλις 14 δευτερόλεπτα για να πετύχει το 4–3 ο Τζιάνι Ριβέρα, καθώς κανένας Γερμανός ποδοσφαιριστής δεν ήρθε σε επαφή με την μπάλα από την σέντρα και μέχρι αυτή να καταλήξει για τέταρτη φορά στα δίχτυα.

Ήταν πρώτος σκόρερ ήταν και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1972, όπου με τα καθοριστικά γκολ σε ημιτελικό (με το Βέλγιο 2–1, και τα δύο τέρματα) και στον τελικό (με την Σοβιετική Ένωση 3–0, σημείωσε αλλά δύο) έδωσε τον τίτλο στη εθνική του ομάδα. Η εντυπωσιακή του παρουσία εκείνη τη χρονιά του έδωσε τη δεύτερη θέση στην ψηφοφορία για την ανάδειξη του καλύτερου Ευρωπαίου ποδοσφαιριστή. Καθοριστικός ήταν και ο ρόλος του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, όπου σημείωσε τέσσερα τέρματα, εκ των οποίων το μοναδικό του ημιτελικού απέναντι στην Πολωνία και το νικητήριο του τελικού απέναντι στην Ολλανδία (2–1). Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ήταν πρώτος σκόρερ σε 18 επίσημες διοργανώσεις.

 

Αν υπολογιστούν και τα 80 τέρματα σε 64 αγώνες που σημείωσε σε αγώνες του Κυπέλλου Γερμανίας (2 στο Süddeutscher Pokal και 78 στο DFB-Pokal – και αυτή η επίδοση είναι ακατάρριπτο εθνικό ρεκόρ), ο Μίλερ συνολικά στην καριέρα του σημείωσε 735 τέρματα σε 793 επίσημα παιχνίδια. Σύμφωνα με την RSSSF (Rec.Sport.Soccer Statistics Foundation), ο αριθμός των γκολ που σημείωσε συμπεριλαμβανομένων και των φιλικών είναι 1.483 σε 1.226 αγώνες.[30] Ο αριθμός αυτός είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο του Πελέ και σε λιγότερους μάλιστα αγώνες. Με αυτά τα στατιστικά στοιχεία το 1.000ό γκολ της καριέρας του ήταν και το σημαντικότερο, αυτό στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου με την Ολλανδία, που έδωσε και το τρόπαιο στη γηπεδούχο Δυτική Γερμανία. Αυτή ήταν και η τελευταία εμφάνισή του με την Εθνική ομάδα, Έτσι έφτασε τα 14 γκολ σε αγώνες τελικής φάσης Παγκοσμίου Κυπέλλου, αριθμός που κατέρριπτε την επίδοση του Γάλλου Ζυστ Φονταίν από το 1958.

Μετά την αποχώρηση από την ενεργό δράση

Μετά το τέλος της καριέρας του αντιμετώπισε προβλήματα αλκοολισμού, τα οποία κατάφερε να ξεπεράσει με τη βοήθεια παλιών συμπαικτών και φίλων του. Έτσι εργάστηκε ως προπονητής στα τμήματα υποδομής της Μπάγερν Μονάχου.

Το 2008, το 10.000 θεατών στάδιο χωρητικότητας στη γενέτειρά του Νέρντλινγκεν μετονομάστηκε σε Gerd-Müller-Stadion.

Το 2011 ήταν ένα από τα 15 πρώτα μέλη που εισήχθησαν στην Αίθουσα Φήμης του Ποδοσφαίρου (FIFA Hall of Fame) στην Πατσούκα, της πολιτείας Ιδάλγο του Μεξικού. Το 2015 ο σύλλογος ανακοινώνει στην επέτειο των 70ών γενεθλίων του πως ο Γκερντ Μίλερ πάσχει από Αλτσχάιμερ και ο πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής είναι σοβαρά άρρωστος.

Η Μπάγερν παρά ταύτα τον ενσωμάτωσε στη ζωή του συλλόγου. Το 2018 ο μεγαλύτερος Γερμανός επιθετικός όλων των εποχών εντάχθηκε στην πρώτη ενδεκάδα της γερμανικής αίθουσας φήμης του ποδοσφαίρου (Hall of Fame’s Best XI).

Με πληροφορίες από τη wikipedia/enikos.gr