Σατιρίζοντας: “ΟΧΙ” !..

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

Παραμονή της Παναγιάς –Μεγάλη η Χάρη Της- και ο παραθεριστής πήγε στην «υπεραγορά» της γειτονιάς για τα τελευταία ψώνια. Στο νησί κόσμος πολύς, στην «υπεραγορά» μετρημένοι στα δάχτυλα, οι πελάτες, πρωί-πρωί. Η γιορτή-γιορτή και ο ύπνος-ύπνος, σκέφθηκε!

Με το καλάθι στο χέρι πριδιάβαινε τους διαδρόμους του “σούπερ μαρκετ”, επί τω ελληνικοτέρω. Ο ένας εκ των ιδιοκτητών της “υπεραγοράς”  –ας τον ονομάσουμε ο ιδιοκτήτης Β΄- κυκλοφορούσε κι αυτός από διάδρομο σε διάδρομο του καταστήματος, ψάχνοντας, προφανώς κάτι να βρει. Μία κυρία, Ελληνίδα πελάτισσα, καταφανώς επισκεπτόμενη πρώτη φορά το νησί και το κατάστημα, μόλις είδε τον ιδιοκτήτη Β’  να ψάχνει τα ράφια τον θεώρησε, σωστά, «άνθρωπο του μαγαζιού» και αυθόρμητα του είπε: «Μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;»

«Μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;» Πόσες φορές ο καθένας από μας δεν έχει απευθύνει την ερώτηση αυτή σε ιδιοκτήτη ή σε υπάλληλό καταστήματος προκειμένου να εξυπηρετηθεί; Εάν δεν είσαι τακτικός υπάλληλος του συγκεκριμένου καταστήματος, πώς να γνωρίζεις που έχουν το κάθε πράγμα; Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για «υπεραγορά», μικρή, μεσαία ή μεγάλη, με αμέτρητα είδη και ποικιλίες εταιρειών…

Τι πιο λογικό, λοιπόν, για τον παραθεριστή να θεωρήσει το ερώτημα ευνόητο. Το ίδιο, προφανώς εκτίμησε και η πελάτισσα.  Να ρωτήσει κανείς τον ιδιοκτήτη ή τον αρμόδιο υπάλληλο για κάτι που αναζητούσε. Το ίδιο απλό θα ήταν ο ιδιοκτήτης  να απαντήσει στην κυρία κατατοπιστικά και με χαμόγελο; Αν μη τι άλλο, τουριστική περίοδος γαρ…

Στο κάτω της γραφής, αν σε ενημερώσει σωστά ο ιδιοκτήτης, θα κερδίσει. Εάν είναι υπάλληλος, θα προωθήσει τις πωλήσεις του καταστήματος, θα ανεβεί ο τζίρος και ίσως δει και ο ίδιος καμιά πεντάρα αύξηση (στο τρελό όνειρό του, φυσικά)!

Ω! Ξένιε Δία, πόσο διαφορετικός Έλληνας  …ήσουν! Και σεις αρχαίοι μας πρόγονοι! Εσύ, Ξένιε Δία, δεχόσουν κάθε ξένο επισκέπτη με τιμή και με φιλοφρονήσεις!  Η αρχαία ελληνική φιλοξενία, γενναιοδωρία και ευγένεια που δείχνεται σε όσους ταξιδιώτες απέχουν πολύ από την κατοικία τους. Σε όσους άγνωστους επισκέπτονται τον τόπο σου, το μαγαζί σου, το σπίτι σου!

Και μη φαντασθείτε πως τυχαία ο Δίας είχε ονομασθεί και Ξένιος¨. Ο πρώτος των Ελλήνων θεών, ο Δίας,  στο ρόλο του ως προστάτης των προσκεκλημένων. Έτσι ενσωμάτωνε την θρησκευτική υποχρέωση φιλοξενίας των ταξιδιωτών.

Τόσο σημαντική ήταν για τους Αρχαίους Έλληνες η φιλοξενία. Είτε ο ξένος ήταν στο δρόμο, είτε στο σπίτι, είτε στο μαγαζί μας.  Χαμένος σε ξένο τόπο, μέσα σε άγνωστο κατάστημα. Τι πιο φυσικό, λοιπόν, από το ερώτημα:  «Μπορώ να σας ρωτήσω κάτι»;

Η απάντηση του ιδιοκτήτη Β’ έφτασε σαν βίαιος άνεμος στ΄ αυτιά του παραθεριστή, που παρακολουθούσε άθελά του τη σκηνή. Περίμενε, καθώς διάλεγε και αυτός κάποια προϊόντα από τα ράφια, να ακούσει ένα «βεβαίως κυρία μου, παρακαλώ»… Ή κάτι ανάλογο τελοσπάντων, με το επιβαλλόμενο ενθαρρυντικό χαμόγελο. Σκεπτότανε, μάλιστα, τι θα τον ρωτούσε άραγε στη συνέχεια η καλοβαλμένη κυρία; Πού είναι ο καφές; Σε ποιο ράφι βρίσκονται τα μακαρόνια, μήπως που είναι η τάδε βαφή μαλλιών ή το δείνα σαμπουάν;

Και ενώ αυτά σκεπτότανε ο παραθεριστής, άκουσε τον ιδιοκτήτη να απαντά  στην ερώτηση “μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;” με ένα ξερό, προσβλητικό και αυταρχικό «ΟΧΙ»! Δεν μπορεί, σκέφθηκε, δεν θα άκουσα καλά! Γύρισε ξαφνιασμένος το κεφάλι του και η σκηνή που αντίκρυσε τον …επιβεβαίωσε. Έκπληκτη η κυρία, παρακολουθούσε με το βλέμμα της τον ιδιοκτήτη που μετά το βροντερό ΟΧΙ που εκστόμισε εναντίον της συνέχιζε την περιήγησή του, ώσπου χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου, στρίβοντας αριστερά! Η κυρία έκανε και το σταυρό της! Ίσως και να σιγο-μουρμούρισε: «Παναγιά μου, μέρα που είναι σήμερα»!..

Προχωρώντας στο διάδρομο λίγα δευτερόλεπτα πριν το περιστατικό, βλέποντας τον ιδιοκτήτη  -τριάντα χρόνια τον γνώρισε ο παραθεριστής, να τον πλησιάζει κατάπιε την καλημέρα που είχε έτοιμη να του απευθύνει,  όπως κατάπιε και το θυμό του για το αγενές  φέρσιμο του ιδιοκτήτη. Μάζεψε τα ψώνια του και βιάστηκε να πάει στο Ταμείο να πληρώσει.

Η μόνη δεύτερη «υπεραγορά» απέχει 2 χιλιόμετρα από το σπίτι του. Έτσι, αντί για ποδαρόδρομο, (που θα του έκανε και καλό!) εκείνος θα πάει από συνήθεια ξανά και αύριο και όσο παραθερίζει στο νησί, στο ίδιο μεγαλομπακάλικο!  Αλλά δεν θα είναι  ο ίδιος  άνθρωπος. Πρόσχαρος και ομιλητικός πελάτης-φίλος, όπως ήταν μέχρι χθες.  Αυτό το «ΟΧΙ» στην άγνωστή του κυρία, το κατέγραψε ως προσωπική προσβολή από τον ιδιοκτήτη, γροθιά στο φιλότιμό του και στην εθνική του συνείδηση!

Καλό Δεκαπενταύγουστο!