ΠΤΥΧΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ I

 

Ελληνάκια στις ΗΠΑ ντυμένα τσολιαδάκια. Φωτογραφία Gallery AHEPA

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Προσεγγίζοντας ένα τόσο ευαίσθητο, για την χώρα μας, θέμα, καθώς αφενός μεν η Ελλάδα είναι κατ΄εξοχήν η πατρίδα χιλιάδων μεταναστών που έχουν φθάσει στα πέρατα της οικουμένης, αφετέρου, δε, είναι χώρα υποδοχής νεομεταναστών και μάλιστα κατά ανεξέλεγκτα κύματα πολλών εκατοντάδων χιλιάδων, είναι ανάγκη να φανούμε ρεαλιστές και, πάνω απ’ όλα, πραγματιστές.

Το δικαίωμα κάθε ανθρώπου, ασχέτως χρώματος, φυλής ή γένους, να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή, και αναφαίρετο είναι και σεβαστό.

Ωστόσο, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η πατρίδα –και μάλιστα εν τω μέσω μιάς βαθειάς οικονομικής κρίσης- είναι μεγάλο. Και πρέπει να αντιμετωπισθεί με υπευθυνότητα, σοβαρότητα αλλά και ανθρωπισμό από την ελληνική πολιτεία.

Ανθρωπισμό που, όμως, δεν αντιμετώπισαν οι πρωτοπόροι Έλληνες μετανάστες ακόμη και σε χώρες δημοκρατικές, όπως η Αμερική. Αυτό, σε αντίθεση με τους νυν οικονομικούς μετανάστες που φθάνουν στην Ελλάδα και οι οποίοι έχουν βέβαια προβλήματα, αλλά εξασφαλίζουν σχεδόν άμεσα ένα σχετικά καλό βιοτικό επίπεδο.

Η πρώτη πτυχή την οποία πρέπει κανείς να φωτίσει, λοιπόν, είναι αυτή που αφορά στο εξ Ελλάδος μεταναστευτικό ρεύμα και το οποίο γιγαντώθηκε τέλη 19ου αρχές του 20ου αιώνα. Στις μέρες

μας, ελάχιστοι είναι πλέον οι Έλληνες που μεταναστεύουν ενώ αρκετοί εξακολουθούν να ταξιδεύουν στο εξωτερικό για σπουδές ή για εμπορικούς λόγους.

Συνήθως, αναφερόμενοι σε ομογενείς και Απόδημους Έλληνες σήμερα, έχουμε την εντύπωση μιας ευημερούσης μειονότητας σε διάφορες συνοικίες της γης, όπως αναπτύχθηκε τα τελευταία

χρόνια. Δεν ήταν έτσι, όμως, πάντα. Ούτε αρκούσε να περπατήσει κανείς στους δρόμους της Νέας Υόρκης για να αρχίσει να μαζεύει δολάρια…

Ας δούμε, λοιπόν, τις συνθήκες που αντιμετώπισαν οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες. Αν εντρυφίσει κανείς στις σελίδες του βιβλίου: «Οι Ελληνοαμερικανοί» του πιο σημαντικού μέχρι

σήμερα ομογενή δημοσιογράφου, του Μπάμπη Μαρκέτου, γραμμένο στα 1977 από τον εκλιπόντα σήμερα εκδότη, θα διαφωτιστεί πλήρως για τις συνθήκες που συνάντησαν οι Έλληνες μετανάστες εκείνα τα χρόνια. Το βιβλίο είναι ενταγμένο στη σειρά «Ιστορία της ελληνικής διασποράς και μετανάστευσης-Τεκμήρια, Μαρτυρίες, Μελέτες» του Κέντρου Έρευνας Νεότερης Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου και εκδόθηκε το 2006.

Στη σελίδα 45 του βιβλίου, διαβάζουμε με ανατριχίλα:

«…Από τους 1403 Έλληνες μετανάστες μόνο 1255 έφτασαν τελικά ζωντανοί στη Φλώριδα. 148 πέθαναν από τις κακουχίες του ταξιδιού κατά τη διαδρομή. Αλλά και αυτοί που έφτασαν

σώοι, βρήκαν μία πραγματική κόλαση. (…) Η Φλώριδα ήταν κάθε άλλο παρά η παραδείσια χώρα που είχαν ονειρευτεί. Κουνούπια, φίδια, τροπική ζέστη, ξαφνικές καταρρακτώδεις

νεροποντές, ελονοσία  κι άλλες αρρώστιες, και σκληρή δουλειά, κυριολεκτικά αποδεκάτισαν τους Αποίκους της Νέας Σμύνης. Σ΄ ένα χρόνο, πάνω από 300  άνδρες και γυναίκες και κάπου

150 παιδιά υπέκυψαν στις απάνθρωπες συνθήκες…».

Επιτρέψτε μου ακόμη μία παράγραφο από το βιβλίο του Μπ. Μαρκέτου, γραμμένη στη γλώσσα της εποχής: «Το κάθε άτομο ελάμβανεν εν μία χούφτα  αραποσίτι την ημέρα και δύο ουγγιές

χοιρινό την εβδομάδα. Και τούτο θα ήρκει, εάν είχον οι άνθρωποι το δικαίωμα να αλιεύουν εις την παρακειμένην λιμνοθάλασσαν, ήτις έβριθεν ιχθύων. Αλλά δεν τους επετρέπετο, δια να μην

χάνουν χρόνον από την καθημερινή τους εργασία εις τους αγρούς. Σκληροί επιστάτες  με το μαστίγιον ανά χείρας τους επέβλεπαν… Σκέψου, επί παραδείγματι,  την περίπτωσιν εκείνου

που υπεχρεώθη να μαστιγώση δια των χειρών του την συμβίαν του διότι είχε κλέψει ολίγον ψωμί να ταϊση τα δύστυχα τέκνα τους…».

Αλλά και πολύ αργότερα, τη δεκαετία του ’50, τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Στη σελίδα 55, διαβάζουμε: «…Οι περισσότεροι Έλληνες μετανάστες ήταν αναγκασμένοι να κάνουν δουλειές του ποδαριού, να γίνουν «λούστροι» μικροπωλητές, αχθοφόροι, πιατάδες. Ζούσαν μέσα σε τρώγλες, τέσσερεις και πέντε μαζί σ΄ ένα δωμάτιο, για να οικονομήσουν μερικά δολλάρια να τα στείλουν στους δικούς τους στην Ελλάδα. (…) Δεν ήταν μόνον η διαφορετική γλώσσα, η έλλειψη πείρας, η άγνοια των νόμων, η διαφορετική κουλτούρα, που έκαναν δύσκολη τη ζωή των πρώτων μεταναστών. Ηταν και η σκληρή στάση που έδειχναν απέναντι στους νεοφερμένους, ιδίως από τις μεσογειακές χώρες, πολλοί από τους βορειοευρωπαϊκής καταγωγής Αμερικανούς. (…) Υπήρχε μια μορφή ρατσισμού , από συναίσθημα υπεροχής που είχαν οι βορειοευρωπαίοι έναντι των μεσογειακών λαών και των Σλαύων…».

Συνεχίζεται αύριο.