ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Πώς φθάσαμε δω πέρα;

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Λίγα λογάκια ‘θε να πω, πως φτάσαμε δω πέρα.

Κι αν το μέτρο μου χαθεί, συγνώμη πέρα ως πέρα.

 

Πως φταινε οι πολιτικοί, για το κακό μας χάλι,

Αυτό το είπανε πολλοί και δίκιο έχουν τσουβάλι.

 

Αν θες όμως να δεις βαθιά, τα πράγματα ως τρέχουν

Κι όμοια να δώσεις φταίξιμο σε όλους όσοι έχουν,

 

Μη ξαστοχήσεις σε ρηχές και κούφιες αναλύσεις.

Ούτε σε εύκολες πολύ να καταφύγεις λύσεις.

 

Βάλε βαθιά μες το μυαλό πως κάθε ένας φταιει

Για όσα έπραξε στραβά, μα και για όσα λεει.

 

Ο έμπορος το ΦΠΑ όταν δεν αποδίδει,

Το μαγαζί της γειτονιάς π΄ απόδειξη δε δίδει.

 

Ο υπουργός που διόρισε δεκάδες ψηφοφόρους

Μα κ’ οι πολίτες που «ξεχνούν» να καταβάλουν φόρους.

 

Ο γιατρός που «φάκελο» ζητάει απ΄ το σακάτη,

Κι ο άρρωστος που πλήρωσε για να βρει ένα κρεβάτι.

 

Ο αρχηγός που μοίραζε λεφτά όλα δανεισμένα,

Κι ο ταξιτζής που έκρυβε τα διπλονοικιασμένα.

 

Ο φούρναρης που πούλαγε ψωμί για παντεσπάνι.

Κι ο δικηγόρος που ζητά κι’ όλο μανούβρες κάνει.

 

Ο μαραγκός στο διάφορο ποτέ δεν κάνει σκόντο

Κι ο σιδεράς το μέταλλο χρεώνει με τον πόντο.

 

Ο έφορος κι ο λογιστής τα ‘φεραν μία η άλλη,

Ο μεταπράτης πλήρωσε, αλλά τα πήραν άλλοι!

 

Κι έτσι το κράτος άφραγκο κήρυξε φαλιμέντο,

Κι όλα με μιας γενήκανε άψυχα σαν τσιμέντο!

 

Στο δημόσιο να μπεις έκανες λοβιτούρες

Μα τον πολίτη ξέχναγες και του ‘κανες και μούρες!

 

Ο δικαστής κι ο βουλευτής με τους πραματευτάδες.

Οι απόκριες πλακώσανε, βγήκαν οι μασκαράδες!

 

Μάσκες φορούν και τραγουδούν άσματα λυπημένα,

Κάνουν πως κλαινε μα γελούν μέσα τους τα σκασμένα!

 

Χαρταετοί ανέβηκαν ίσα στα μεσουράνια,

Μα η νηστεία πλάκωσε, η πείνα κι’ η ορφάνια.

 

Οι Ευρωπαίοι υπογραφές και νέα μέτρα θέλουν,

Πριν μας σώσουν τουφεκούν, ανάσκελα μας θέλουν.

 

Φταιω εγώ μα φταις και συ, όλοι αντάμα φταιμε,

Μα πιο πολύ φταινε αυτοί που λεν «εμείς δεν φταιμε».

 

Κι όταν του λογαριασμού η μαύρη ώρα φθάσει

Τότε καθένας σκέφτεται μονάχα τι έχει χάσει.

 

Για τις πατρίδας τ΄ όνομα τη φήμη και την μπέσα

Κανείς δε δίνει έναν παρά αρκεί μη μπούνε μέσα.

 

Εμείς γι’ αλλού κινήσαμε ίσα γιαλό να βρούμε

Και δες πως καταντήσαμε τη ζήση όπου ζούμε.

 

Έγινε ξένη φορτική ως λεει κι ο Καβάφης,

Και συ γυρτός στην κουπαστή με το πινέλο βάφεις

 

Με μαύρο χρώμα και μουντό τ’ ορίζοντος το βάθος!

Πώς ξέφτισε το όνειρο, πώς έσβησε το πάθος;

 

Κάνε καρδιά μου υπομονή και λίγο δείξε θάρρος

Το ξημέρωμα θα ‘ρθει, σαν φωτισμένος φάρος.