ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Τιμημένα γηρατειά!

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑΣ

Φαρμάκι τα φάρμακα! Ακριβά όσο να πεις, τα άτιμα! Όσο σοβαρότερη είναι η πάθηση, τόσο ακριβότερο το γιατρικό. Θύμωσαν  οι φαρμακοποιοί που δεν τους πληρώνει το κράτος τα φάρμακα των ασφαλισμένων. Και σύμφωνα με την λαϊκή ρήση, «δεν μπορούν να χτυπήσουν το γαϊδούρι και χτυπάνε το σαμάρι»!

Όπου γαϊδούρι λέγε το ασυνεπές κράτος. Και σαμάρι, τα «τιμημένα γηρατειά» και τους εν γένει «άτιμους» εργαζόμενους, που η κακή τους τύχη το ‘φερε έτσι, να έχουν ανάγκη ένα φάρμακο!..

Θαρρείς και φταίνε που «ου γαρ έρχεται μόνον». Σέρνει μαζί του και ασθένειες. Πολλές φορές επώδυνες και βασανιστικές.

Πάνε, λοιπόν, όλο «τιμή» στο φαρμακείο της γειτονιάς με το βιβλιάριο τους, να πάρουν το φάρμακό τους.

Πριτς, ο φαρμακοποιός δεν δίνει πλέον φάρμακα με έκπτωση ή δωρεάν. Μέχρι τώρα, οι φαρμακοποιοί, εισέπρατταν την συμμετοχή του ασφαλισμένου, συνήθως 25%, μάζευαν τις συνταγές, πήγαιναν στο δημόσιο ή στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και πληρωνόντουσαν το υπόλοιπο κόστος των φαρμάκων. Η φτώχεια φέρνει γκρίνια, αλλά η αναξιοπιστία του κράτους φέρνει απόγνωση.

Πείσμωσαν οι φαρμακοποιοί, άδικο έχουν κι αυτοί; Σου λένε, πόσο «φέσι» να αντέξουμε; Οι φαρμακοβιομηχανίες θέλουν «ντούκου» τα λεφτά. Το κράτος δεν τα δίνει. Οπότε, κόψανε την εξυπηρέτηση, που σημαίνει ότι ο συνταξιούχος των 400 και 500 ευρώ και ο εργαζόμενος των 600 ευρώ το μήνα, πρέπει πλέον να πληρώσουν μετρητοίς όλο το κόστος των φαρμάκων. Πολλές φορές, μάλιστα, η αξία τους υπερβαίνει και αυτή της σύνταξής τους ή του μισθού τους!

Τώρα αν μιλάμε για σύνταξη, φέξε μου και γλίστρησα. Διότι τις περισσότερες φορές περνάνε χρόνια από όταν υποβάλεις τα δικαιολογητικά ώσπου να βγει η σύνταξη. Αλλά μέχρι τότε γιοκ φάρμακο; Ξέχασα: Μέχρι τότε δεν αρρωσταίνεις!

Όμως η ταλαιπωρία των «τιμημένων γηρατειών» και των λοιπόν δημοκρατικών δυνάμεων (σόρρυ, αυτό είναι από άλλο ανέκδοτο) δεν σταματάει εδώ.  Αφού αγοράσουν το φάρμακο, πρέπει να κουβαληθούν στην άλλη άκρη της πόλης, σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων από τον τόπο κατοικίας τους, σε ειδικά γραφεία ανά γεωγραφική διεύθυνση, λίγα για όλη την Αθήνα, προκειμένου να καταθέσουν τις αποδείξεις. Στη συνέχεια τα λεφτά της αξίας του φαρμάκου θα τα καταθέσει το κράτος στην …Τράπεζα!

Αλλιώς, φάρμακο γιοκ!

Θα πείτε, μα θα στο πληρώσει –κάποτε- το κράτος. Μάλιστα. Ποιο κράτος; Το χρεωκοπημένο; Και πότε; Σε πόσα τέρμινα;

Αυτό το τελευταίο ούτε η τσαχπινούλα η Τσιγγάνα που έπεσε πάνω μου τις προάλλες, δήθεν μου τυχαία, δεν μπόρεσε να το απαντήσει.

-«Ελα, αγόρι, ασήμωσε να σε πω τη μοίρα σου…»

-Την ξέρω, την ξέρω.

-Να σε πω το κορίτσι σου,

-Παντρεμένος είμαι, βρε!

-Όχι αυτό, το άλλο…

-Ποιό άλλο; Σε μπελάδες πας να με βάλεις;

Με κάτι τέτοια και κανένα τσιγαράκι πάνε να σε ρίξουν να «ασημώσεις». Της λέω, λοιπόν, και ‘γω:

-Κοίτα, μορφονιά, από μαντεψιά, άστα. Κουρελόπανο. Μου λες, τουλάχιστον, πότε θα πληρωθώ τα φάρμακα που αγόρασα, ώστε να βάλω τα λεφτά στο νοίκι από όπου τα αφαίρεσα;

Με κοίταξε λοξά, αιμοβόρικα σαν να της είχα σκοτώσει τα γονικά της.

-Αυτό, ούτε ο Σαχινίδης το ξέρει, μου είπε και απομακρύνθηκε με ένα βλέμμα όλα απαξίωση!

Έτσι, απογοητευμένος, πήρα και ΄γω το δρόμο για την  Τράπεζα. Να ρωτήσω αν μου έβαλε το κράτος τα χρήματα!

Αισιοδοξία εγώ, τώρα, ε;

Ο ταμίας με κοίταξε με οίκτο: Τα χρειάζεστε;

-Γιατί, του είπα εγώ. Ξέρετε κανέναν που να μην χρειάζεται χρήματα, σήμερα;

-Καλά, μου λέει. Περάστε την πρώτη του μηνός!

-Μα σήμερα έχει 5, του λέω.

-Λες να μην το ξέρω; Με απαντάει.

-Ε, τότε; Επιμένω δήθεν αθώα ο δικός σου.

-Άντε χριστιανέ μου και έχουμε και δουλειά, μου λέει και πατάει το μπουτόν για τον επόμενο πελάτη. Ναι, βέβαια, αποκτήσαμε στις τράπεζες εξόν από παγίδες εισόδου και μπουτόν. Κουμπί, δηλαδή που το πατάς και δεν βγαίνει καμιά χοντρή, αλλά αλλάζει το νούμερο στο καντράν.

Ο επόμενος πελάτης παρακαλώ…